Τα Γιάννινα έχουν ακόμα μυρωδιά και ίχνη της παλιάς ζωής τους. Ακόμα και μετά την ανάπλαση του ιστορικού κέντρου και της παλιάς αγοράς, τις πεζοδρομήσεις και τον «εξωραϊσμό» των εμπορικών στοών στα πέριξ της οδού Ανεξαρτησίας, όπου τα μικρομάγαζα έδωσαν τη θέση τους σε μπαρ, διακρίνεις ακόμα αχνά σημάδια του παρελθόντος, σαν ταπετσαρία που ξεπροβάλλει κάτω από τον ξεφλουδισμένο σοβά ενός σπιτιού.
Γνώρισε μεγάλες δόξες αυτός ο δρόμος, που ξεκινάει από την κεντρική οδό Αβέρωφ και συνεχίζει αλλάζοντας ονομασία μέχρι να σε οδηγήσει καρφί στην έξοδο της πόλης, με κατεύθυνση προς το αεροδρόμιο. Η Ανεξαρτησίας ήταν κάποτε ο βασικός εμπορικός πνεύμονας των Ιωαννίνων.
Υφασματέμποροι, σιδεράδες, ασημουργοί, καζαντζήδες (χαλκωματάδες, κατασκευαστές χάλκινων αντικειμένων) και καλαντζήδες (γανωματήδες, αυτοί δηλαδή που αναλάμβαναν να επικασσιτερώσουν τα χάλκινα και μπρούντζινα σκεύη, για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο μαγείρεμα), κάθε λογής συντεχνία είχε ριζώσει εκεί. Φυσικά, υπήρχαν και αρκετά χάνια και μαγειρεία για να εξυπηρετούν τους μυριάδες ταξιδιώτες από τις γύρω περιοχές –την Κόνιτσα, το Μέτσοβο, τα Ζαγόρια, το Πωγώνι–, που έρχονταν για να αγοράσουν, να παραγγείλουν ή να ανταλλάξουν προϊόντα.
Κάθε άνοιξη και φθινόπωρο, τις εποχές που οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι περνούσαν από την πόλη ξεκινώντας ή επιστρέφοντας από τα χειμαδιά τους, οι έμποροι έκαναν χρυσές δουλειές. Ιδιαίτερη έξαρση σημείωναν τότε οι πωλήσεις των χάλκινων σκευών. Το ίδιο συνέβαινε κάθε φορά που παντρευόταν ένα ζευγάρι, αφού οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να προικίσουν την κόρη τους με «χαλκώματα». Μάλιστα, στα προικοσύμφωνα αναφερόταν το βάρος σε οκάδες των χάλκινων σκευών που θα έδιναν προίκα, ενώ και στις βαφτίσεις ο νούνος δώριζε στο βαφτιστήρι του έναν νταβά, αν ήταν αγόρι, ή ένα σινί, αν ήταν κορίτσι.
«Τα σινιά δεν εξυπηρετούσαν μόνο πρακτικούς σκοπούς, δεν είχαν μόνο οικιστική χρήση, αλλά ήταν και σημάδια κοινωνικής καταξίωσης του κατόχου τους», μας λέει ο κ. Αντώνης Καναβούρας, καθηγητής στο Αρσάκειο Γυμνάσιο-Λύκειο Ιωαννίνων και υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο οποίος μελετά την ιστορία της αργυροτεχνίας στην πόλη και μας έδωσε χρήσιμες πληροφορίες για την ανάπτυξη των μεταλλουργικών τεχνών στην Ήπειρο.
Τα Γιάννενα του 18ου και 19ου αι., ένα ζωηρό βιοτεχνικό κέντρο
Οι δύο τέχνες, της ασημουργίας και της μεταλλουργίας, αναπτύχθηκαν παράλληλα και οργανωμένες συντεχνίες υπήρχαν ήδη στην εποχή του Αλή πασά, ίσως και παλιότερα. Οπως μας εξηγεί ο κ. Καναβούρας, η άνθιση αυτών των τεχνών στα Γιάννενα, σύμφωνα με μια θεωρία, έχει τις απαρχές της στο β ́ μισό του 14ου αιώνα (ύστερη Βυζαντινή περίοδος) και είναι απόρροια της εγκατάστασης στην πόλη μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης μετά την άλωσή της από τους Σταυροφόρους, το 1204. Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν η πόλη περνάει στην κυριαρχία του Αλή πασά, παραχωρούνται σημαντικά προνόμια στους Γιαννιώτες και εξασφαλίζεται η ελεύθερη δραστηριοποίησή τους στην οικοτεχνία και στη βιοτεχνία, γεγονός που τονώνει τη βιοτεχνική παραγωγή και φέρνει μεγάλο πλούτο και δύναμη που διατηρείται και τον 19ο αιώνα.
Με την εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων, την εκβιομηχάνιση της παραγωγής και τις μεγάλες αλλαγές που σημειώθηκαν στον τρόπο ζωής ακόμα και στα χωριά (ηλεκτρισμός, υδροδότηση), οι οποίες είχαν τεράστιες επιπτώσεις στον καθημερινό βίο και στις μαγειρικές πρακτικές και συνήθειες, ήρθε και η παρακμή για πολλά παραδοσιακά επαγγέλματα – ανάμεσα σε αυτά και εκείνο του χαλκουργού. Τα αλουμινένια και ανοξείδωτα σκεύη αντικατέστησαν τους νταβάδες και τα ταψιά και η τέχνη του χαλκού στα Γιάννενα άρχισε να φθίνει. Μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί από τους παλιούς μαστόρους άρχισαν να βγαίνουν ένας ένας στη σύνταξη και να αποσύρονται χωρίς να αφήσουν την επιχείρηση κληρονομιά στον γιο τους, όπως γινόταν κατεξοχήν σε αυτά τα συντεχνιακά επαγγέλματα, αφού «ψωμί» δεν είχαν πια. Ετσι, σφράγισαν τα παλιά εργαστήρια. Αν όμως περπατήσεις λίγο στην Ανεξαρτησίας, στον αριθμό 116 θα δεις μια βιτρίνα με καντήλια, μανουάλια, θυμιατά, μπρίκια, κυπριά (κουδούνια προβάτων), καμπάνες και κάθε λογής μπρούντζινα (μαζί με λιγοστά χάλκινα) αντικείμενα που χυτεύονται εκεί μέσα, στο βάθος ενός σπηλαιώδους μαγαζιού το οποίο στην «κοιλιά» του κρύβει ολόκληρο εργαστήριο με καμίνι που ανάβει ακόμα. Είναι το εργαστήρι μπρούντζινων αντικειμένων του Μιχάλη Παπαφωτίου και του συνεταίρου του Δία (Τάσου) Μαρίνου, ο οποίος, αν και έχει συνταξιοδοτηθεί, δεν μπορεί να ξεκολλήσει ακόμα από τα παλιά του λημέρια. Σε λίγο καιρό θα βγει στη σύνταξη και ο κ. Παπαφωτίου και το μέλλον του εργαστηρίου είναι αβέβαιο.
Η τέχνη του σκαλίσματος
Στα Γιάννενα δεν απομένει πια κανένα μεγάλο εργαστήριο κατασκευής χάλκινων σκευών, υπάρχουν όμως ακόμα μάστορες – μετρημένοι στα δάχτυλα– που διατηρούν μαγαζιά με είδη λαϊκής τέχνης στην πόλη και πουλάνε ως επί το πλείστον σκαλισμένα – κεντημένα, όπως τα λένε– σκεύη μαζί με άλλα είδη, όπως κοσμήματα, πόρπες, σκαλιστά ασημικά κ.ά. Επισκεφθήκαμε δύο τέτοια εργαστήρια, σε απόσταση αναπνοής το ένα από το άλλο, του Δημητρίου Πανταζή στην οδό Αβέρωφ 77 (Τ/26510-74.564) και του Ηλία Χαρίτου στην οδό Ανεξαρτησίας 2 (Τ/26510-29.200). Πολλά από τα σκεύη που σκαλίζουν είναι καινούργια και αγάνωτα από εργαστήρια της Θεσσαλονίκης ή της Κοζάνης. Eνίοτε κατασκευάζουν και οι ίδιοι κάποια, αλλά όχι σε μεγάλη κλίμακα. Τους φέρνουν επίσης και οι ίδιοι Γιαννιώτες ταψιά, σινιά, γκιούμια (δοχεία για το γάλα), τεντζερέδες και ό,τι άλλο ξετρυπώσουν από τις αποθήκες και τα κατώγια των πατρικών σπιτιών τους στο χωριό, για να καθαριστούν από τη γάνα, να σκαλιστούν με όμορφες παραστάσεις, να γυαλιστούν και να επιστρέψουν στο χωριό ως διακοσμητικά αντικείμενα πια.
Δεν είναι καινούργια ή πρόσφατη αυτή η μεταμόρφωση. Ανέκαθεν σε πλούσια σπίτια, σε μονές και αλλού χρησιμοποιούσαν μεγάλα σκαλισμένα σινιά ως τραπέζια, τοποθετημένα πάνω σε σοφρά ή σε μεταλλικό υποστήριγμα, μια συνήθεια διαδεδομένη σε όλη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, στις αραβικές χώρες και στην περιοχή που εκτείνεται από τη Μέση Ανατολή έως την Κίνα, δηλαδή σε μέρη όπου οι λαοί συνηθίζουν να τρώνε καθισμένοι χαμηλά. Τα μοτίβα της διακόσμησης στον ελλαδικό χώρο είναι κληροδοτημένα από το Βυζάντιο. «Η διακοσμητική θεματολογία τόσο στο ασήμι όσο και στον χαλκό δεν αλλάζει μέσα στα χρόνια. Τα μοτίβα κληροδοτήθηκαν μέχρι τις μέρες μας από τη Βυζαντινή περίοδο. Λουλούδια, στοιχεία που προέρχονται από τη φύση, πουλιά και ζώα, παγώνια, νερά, φυτά, η άμπελος… Ολα αυτά έχουν και συμβολικό χαρακτήρα και σχετίζονται με συγκεκριμένες αντιλήψεις και δοξασίες», λέει ο κ. Καναβούρας.
Μπαίνοντας στο κατάστημα του κ. Πανταζή, τον βλέπουμε καθισμένο μπροστά σε έναν μικρό πάγκο, μια μικρογραφία του εργαστηρίου του, όπου τα πρωινά συνήθως κάθεται για να τελειοποιήσει κάποιο σχέδιο. Μπροστά του είναι απλωμένα δεκάδες διαφορετικά καλέμια με ποικίλα πάχη και διαφορετικές μύτες. Οι Γιαννιώτες σκαλιστές χρησιμοποιούν την τεχνική του σφυροκάλεμου για να κεντήσουν τις παραστάσεις τους πάνω στο αντικείμενο, το οποίο κολλούν σε πίσσα για να απορροφά τους κραδασμούς του σφυριού. Για να είναι πιο ανάγλυφο το σχέδιο, πριν ξεκινήσουν, χτυπούν το σκεύος από την ανάποδη όψη με ειδικά εργαλεία για να φουσκώσει. Ενα ταψί μπορεί να τους πάρει από πέντε ώρες μέχρι πέντε μέρες. Ο χρόνος εξαρτάται από το πόση λεπτομέρεια θέλουν να βάλουν στο σχέδιο. Τον ρωτάω πόσο καιρό τού πήρε να μάθει. «Ακόμα μαθαίνω», μου απάντησε. Από 12 χρονών ξεκίνησε να δουλεύει μαθητευόμενος δίπλα σε έναν συγχωριανό του, μέχρι που το 1992, στα 26 του, άνοιξε το δικό του μαγαζί. «Λιγόστεψαν πάρα πολύ όσοι έκαναν αυτή τη δουλειά. Τα παιδιά τους δεν ήθελαν να αναλάβουν και δεν συνέχισαν. Ελάχιστοι μείναμε και είμαστε πια κάποιας ηλικίας τώρα που φτάνουμε στη σύνταξη. Το δικό μου μαγαζί δεν βλέπω να το συνεχίζει κάποιος. Τα παιδιά σπουδάσανε και τα δύο και πήραν άλλους δρόμους…»
Ενας αρχιτέκτονας με χόμπι τον χαλκό
Ο Ηλίας Χαρίτος έμαθε να σκαλίζει δίπλα στον πατέρα του και ανέλαβε το εργαστήριο μετά τον θάνατό του. Δεν είναι αυτή η επίσημη δουλειά του. Είναι αρχιτέκτονας – μηχανικός και εργάζεται κανονικά πάνω στο αντικείμενό του. Αποφάσισε, όμως, να συνεχίσει την πατρική τέχνη και μας εξηγεί γιατί: «Γενικότερα στα Γιάννενα υπήρχαν καλοί τεχνίτες, αλλά οι περισσότεροι μεταπηδούσαν στο ασήμι γιατί απέδιδε καλύτερα οικονομικά σε σχέση με τον χαλκό. Ο πατέρας μου ήταν από τους λίγους που είχαν μείνει στον χαλκό και στον μπρούντζο κι επειδή ήταν ένας από τους καλύτερους σε αυτό, κρατάω τη δουλειά του για να κρατήσω ζωντανή τη μνήμη του και το όνομά του».
Ξεκίνησε να κάθεται δίπλα του στο εργαστήριο όταν ήταν ακόμα 13 χρονών. Φοιτητής πια, σε περιόδους που υπήρχε πολλή δουλειά, πήγαινε να τον βοηθήσει, συνήθως πριν από τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, όπως και στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας, που λόγω του ότι είναι προστάτιδα του Πυροβολικού, είχαν να σκαλίσουν πολλούς κάλυκες/ ανθοστήλες για τον στρατό. Ο ίδιος όμως δεν θεωρεί τον εαυτό του λαϊκό τεχνίτη. Η τεχνική του είναι η παραδοσιακή, αλλά η μεθοδολογία του διαφέρει. Οπως μας εξηγεί, «για τον λαϊκό τεχνίτη σπάνια υπήρχε σχέδιο. Συνήθως δημιουργούσε το αντικείμενό του οργανικά. Ξεκινούσε με μια ιδέα για το τι θα φτιάξει στο κέντρο και από εκεί συνέχιζε γύρω γύρω να προσθέτει φυτικό διάκοσμο, όπως του έβγαινε. Εγώ, λόγω και της άλλης μου ιδιότητας, σχεδιάζω πολύ περισσότερο. Κάνω ένα πλήρες σχέδιο του τι θα φτιάξω είτε σε χαρτί είτε απευθείας στο αντικείμενο με μαρκαδόρο και σβήνω ό,τι δεν μου αρέσει, πράγμα που δεν θα έκανε ποτέ ο λαϊκός τεχνίτης. Κι επίσης εγώ είμαι πιο ογκοπλάστης, μου αρέσει να δίνω όγκο στα αντικείμενα». Ο ίδιος έχει αρχίσει να αφήνει το δικό του δημιουργικό στίγμα και να γίνεται γνωστός για τις ασημένιες επενδύσεις θρησκευτικών εικόνων που έχει αναλάβει, όπως αυτή της ολόσωμης εικόνας του Αγίου Λουκά του Ιατρού στην εκκλησία των Ταξιαρχών στα Μεστά της Χίου, ενώ δεν διστάζει να αναλάβει και πρωτότυπες δουλειές που ξεφεύγουν από την παραδοσιακή τέχνη, όπως την επένδυση μιας ολόκληρης ψησταριάς και της καμινάδας της με φύλλο χαλκού κεντημένο με τον θεό Βάκχο, αμπέλι και το βακχικό επιφώνημα «Ευοί ευάν».
Διαβάστε περισσότερα στο Gastronomos.gr