Τας κεμπάπ με πιλάφι

2' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων του τας κεμπάμ, από το λιγοστό μπαχάρι, την κανέλα και το μοσχοκάρυδο, μαζί και του καμένου βουτύρου γάλακτος, πλημμύρισε το σπίτι.

Ήτανε μνήμη παλαιή. Είχε χαθεί μέσα στον χρόνο. Είχε σκεπαστεί από τις επιστρώσεις της σύγχρονης κουζινικής. Πού να της αφήσουνε χώρο όλα αυτά που εν αφθονία εικόνων και λέξεων ικανών νεομαγείρων πέφτουν απάνω μας μέσα από το γυαλί και παραμερίζουν σιγά σιγά, ανεπαισθήτως, παλιές γευστικές αγάπες. Πού να της αφήσουνε χώρο και πέρασμα όλα αυτά τα εδέσματα τα εξωτικά, τα εξωχώρια, που φέρνει η ανάμειξη των πολιτισμών και κάποτε η κυρίαρχη ομογενοποίηση του καθημερινού γεύματος. Δεν μιλώ αρνητικά. Μου αρέσουν και τα του πολυπολιτισμού, αρκεί να τα επιλέγω όποτε θέλω εγώ και να μην είναι έντονη και συνεχής η οσμή τους στην πολυπολιτισμική γειτονιά που η κοινωνική μου θέση όρισε να κατοικώ…

Μα να που η γλυκιά και αστοχισμένη μνήμη κάποτε ήρθε ξανά στην επιφάνεια.

Μοσχαράκι τας κεμπάπ με πιλάφι καμένο στο βούτυρο.

Θυμάμαι τις Κυριακές, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν είχε πρωτοέρθει στην Ελλάδα το αμερικάνικο ρύζι «Μπαρμπα-Μπεν», που είχε σήμα του εκείνον τον χαμογελαστό Αφροαμερικανό κύριο με το παπιγιόν. Η διαφήμιση έλεγε περίπου: «1 ρύζι, 3 νερό, να η σωστή αναλογία για πιλάφι σπυρωτό». Μοσχαράκι τας κεμπάπ με πιλάφι. Τι συνδυασμός υπέροχος. Έτσι, λοιπόν, η εξέλιξη είχε παντρέψει στη μικροαστική αθηναϊκή κουζίνα το ανατολίτικο τας κεμπάπ με το αμερικάνικο ρύζι. Ήταν η μείξη και η έκφραση της παλαιάς συνάφειας με τους εξ Ανατολών γείτονες και της καθοριστικής παρουσίας στη μεταπολεμική Ελλάδα της σωτήριας αμερικανικής υπερδύναμης, πριν ξαναπέσουμε στη διάκριση των βουρστ…

Κάποια από αυτές τις Κυριακές, η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων του τας κεμπάμ, από το λιγοστό μπαχάρι, την κανέλα και το μοσχοκάρυδο, μαζί και του καμένου βουτύρου γάλακτος, πλημμύρισε το σπίτι. Το τραπέζι στρώθηκε, κατ’ εξαίρεσιν, με λευκό λινό τραπεζομάντιλο. Ήρθε η μαρουλοσαλάτα με φρέσκο κρεμυδάκι και άνηθο. Ακολούθησε η φέτα η μαλακιά και το κασέρι. Και από την μποτίλια έρρευσε στα κρυστάλλινα ποτηράκια μια θεσπέσια και, πλέον σπάνια, δροσερή ρετσίνα από το «Δίπορτο» του Δημήτρη.

Όπως παλιά. Ένα γεύμα ανάμνησης καιρών αλλοτινών. Τότε που τα μεσημέρια της Κυριακής, λίγο πριν από το ουζάκι των μεγάλων, ακούγαμε –όχι μόνο εμείς, αλλά όλη η Ελλάδα– στο ραδιόφωνο τον ταλαντούχο Γιώργο Οικονομίδη με τα «Χαρούμενα ταλέντα» του. Ανάμνηση καιρών αλλοτινών, που μέσα από τις δυσκολίες κάθε μέρα ξημέρωνε και καλύτερη. Καιρών αλλοτινών, που υπήρχε ελπίδα για όλους. Τότε που οι Έλληνες δεν είχαμε περάσει από το σαρδελόπλυμα στην αστακομακαρονάδα του κοινωνικού εξιμπισιονισμού.

Τας κεμπάπ με πιλάφι. Έτσι απλά.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή