Αν το Πάσχα ήταν φαγητό

2' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Άριστον στην Αρίστη, Δευτέρα του Πάσχα. Στη φαρδιά όχθη του Βοϊδομάτη, σε περικλείει φύση συγκλονιστική, παμφάγος. Έαρ τραχύ, πικρούτσικο, «βαθύ και συντετριμμένο», που λέει και ο ποιητής, κρύο και υγρασία, νοτίζει έως και η ψυχή σου, είδες στον δρόμο αλεπούδες και σκαντζόχοιρους. Στο χωριό, λέει, πριν από λίγο καιρό κατέβηκαν αρκούδες. Συστέλλεσαι, ταξιδιώτης με αστικό ennui.

Ξαπλώνεις στην παχιά κουβέρτα, δεν είναι ίδιο το Πάσχα εδώ, τα βουνά παγωμένα, προσδοκούν την άνοιξη, και ας είναι άνοιξη, η φύση δεν ξεγελιέται. Χειμωνιάτικο Πάσχα, μεταιχμιακή ομορφιά, πλούτος φυσικός και συμβολικός. Φυσάει, «τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αγέρι», φακελώνεσαι στο μπουφάν σου.

Άριστον στην Αρίστη, απλώνεις το τραπεζομάντιλο, ανοίγεις τα τάπερ. Το φαγητό κρύο. Κρύο αρνί σούβλας. Φύλλα μαρουλιού, αυγά, ψωμί. Και γιαούρτι χειροποίητο της Όλγας, είχε από νωρίς καπαρώσει στον προβατά του χωριού γάλα και έφτιαξε ένα γιαουρτάκι μούρλια. Νερουλό, τρεμουλιαστό, ξινό και λουλουδένιο. Το μισό το έκανε γαλοτύρι, έτσι λένε εδώ το αλατισμένο γιαούρτι. Το φτιάχνουν γιατί κρατάει πιο πολύ. Σου ’χει φυλάξει να πάρεις μαζί σου στην πόλη. Αν έχει τέτοιο κρύο στον δρόμο της επιστροφής, ούτε παγοκύστες χρειάζονται ούτε τίποτα.

(Φέτος αποφάσισες να μάθεις να φτιάχνεις γιαούρτι, πάει και τελείωσε. Γάλα πού θα βρεις όμως; Κάτι θα σκεφτείς.)

Στον δρόμο για το χωριό, μαζεύεις αγριοσπάραγγα, τα πιο πολλά τα έχουν ξεπατώσει οι βάβες, σιγά μην τ’ άφηναν. Μαζεύεις και καλογεράκια. Δεν τα ξέρουν εδώ, άθικτα τα μοβ αγριολούλουδα. Σε λίγο όλοι θα πέσουν με τα μούτρα στη μοβ ομελέτα.

Εσπέρισμα: Βάζεις σε κρύο τηγάνι τα λεπτά σπαράγγια (μία καλή χούφτα βγήκαν), λίγο τριμαρισμένα απλώς, με δύο κουταλιές νερό, δύο κουταλιές λάδι, μισή σκελίδα σκόρδο. Σε μέτρια φωτιά σείεις λίγο πέρα δώθε το τηγάνι να γυρνοβολάνε τα σπαράγγια. Άκου: όταν αρχίσουν να τσιτσιρίζουν στο λάδι, σημάδι ότι ήπιαν το νερό, αλατίζεις και ψήνεις μέχρι να ροδίσουν λίγο. Θα μυρίσουν ψημένα. Ρίχνεις τα καλογεράκια και σείεις λίγο ακόμα, μη χάσουν τη ζωντάνια τους. Πετάς το σκόρδο. Χτυπάς αυγά (λίγα, μην πνίξεις τα χόρτα) με μία τζούρα γάλα, λίγο αλάτι, πολύ πιπέρι. Τα ρίχνεις στο τηγάνι, το κουνάς κυκλικά να απλωθεί το αυγό και ψήνεις μέχρι να δέσει η ομελέτα. Στο τέλος, δυόσμος φρέσκος. Αν δεν έχεις, ξερή ρίγανη. Και λίγο ωμό ελαιόλαδο. Δίπλα θα βάλεις ένα μπολ με γιαούρτι ή γαλοτύρι.

(Αν το Πάσχα ήταν φαγητό, θα ήταν ομελέτα με άγρια σπαράγγια και καλογεράκια.)

Πατρίδα πια τα Γιάννενα, επίκτητη, αλλά πατρίδα. Και το Πάσχα έχει πατρίδες, δεν έχει προορισμούς.

Γυρνάς στην πόλη πιο ελαφρύς. Στο ψυγείο θα έχεις για καιρό γαλοτύρι. Κρατάει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή