Καλοκαίρι στην Αρκτική

6' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Όταν προσγειώθηκα, το μεσημέρι της 19ης Ιουνίου, στο «αεροδρόμιο» –έναν χωμάτινο αεροδιάδρομο και μία αίθουσα, ουσιαστικά– του Κάανακ (Qaanaaq) στη βορειοδυτική Γροιλανδία, ο καιρός ήταν κλειστός και έριχνε χιονόνερο. Η θάλασσα μπροστά στο χωριό ήταν ακόμη σε συντριπτικό βαθμό παγωμένη. Μία εβδομάδα αργότερα, όταν το ελικοκίνητο αεροπλάνο της AirGreenland απογειωνόταν για το Ιλουλισάτ, η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και το σκηνικό τελείως διαφορετικό: οι περισσότεροι πάγοι στην έξοδο του φιόρδ προς την ανοιχτή θάλασσα είχαν λιώσει.

Ο Ιούνιος είναι σημείο καμπής για τους περίπου 650 κατοίκους –σχεδόν όλοι Ινουίτ, ιθαγενείς της Γροιλανδίας– που ζουν στο Κάανακ, στη βόρεια ακτή του φιόρδ του Ίνγκλφιλντ, στον 77ο Παράλληλο, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από τον Καναδά (λίγο πιο βόρεια, στα Στενά του Νάρες, η απόσταση είναι μόλις 22 ναυτικά μίλια). Η περιοχή –το Κάανακ και άλλα μικρότερα παρακείμενα χωριά– είναι από τις τελευταίες στην Αρκτική όπου εξακολουθεί να κυριαρχεί ως μέσο μεταφοράς το έλκηθρο με τα σκυλιά αντί του snowmobile.

Στο Κάανακ δεν υπάρχει αποχέτευση, Wi-Fi ή ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι. Υπάρχει ένα ξενοδοχείο, ένα μπαρ, ένα πολυκατάστημα και κανένα εστιατόριο. Υπάρχει επίσης το Facebook, στο οποίο εμφανίζονται αστραπιαία φωτογραφίες του τελευταίου κυνηγετικού επιτεύγματος. Τον περασμένο Απρίλιο είχαν καταφτάσει στο χωριό με τα σκυλιά τους κάποιοι επισκέπτες από το χωριό Σαβίσιβικ, περίπου 200 χλμ. νοτιότερα, για να συμμετάσχουν στον ετήσιο αγώνα με τα έλκηθρα στον πάγο. Όσο βρίσκονταν στο Κάανακ, δημιουργήθηκε μια ρωγμή στον πάγο – ασυνήθιστα νωρίς την άνοιξη. Το αποτέλεσμα ήταν να μην έχουν τρόπο επιστροφής στο χωριό τους: τους βρήκαμε στο Κάανακ τέλη Ιουνίου να κυνηγούν narwhal (τις φάλαινες-μονόκερους, που είναι το κορυφαίο θήραμα της θερινής περιόδου στην περιοχή) και να περιμένουν να υποχωρήσουν πλήρως οι πάγοι ώστε να έλθει ένα σκάφος από το Σαβίσιβικ για να τους παραλάβει.

 

Καλοκαίρι στην Αρκτική-1 

Το αρκτικογλάρονο (Sterna paradisaea) είναι ο μεγαλύτερος ταξιδιώτης στο ζωικό βασίλειο: κάθε χρόνο ταξιδεύει 21.000 χιλιόμετρα από την Αρκτική στην Ανταρκτική και πίσω. Ζει όλη του τη ζωή στον ήλιο – αλλά είναι πάντα ήλιος με δόντια.

 

Η ζωή στο Κάανακ περιστρέφεται γύρω από το κυνήγι – του narwhal, του θαλάσσιου ελέφαντα και της φώκιας. Ειδικά στην περίπτωση της μυθικής φάλαινας-μονόκερου, το κυνήγι γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο, με τον οποίο γινόταν εδώ και αιώνες (με κάποια σύγχρονα βοηθήματα): ο κυνηγός προσεγγίζει την άκρη του πάγου με το έλκηθρο – ή, αφού λιώσουν οι πάγοι, βγαίνει στο φιόρδ με ένα μικρό ταχύπλοο. Όταν εντοπίσει τη φάλαινα-μονόκερο, μπαίνει στο καγιάκ του και επιχειρεί να την πετύχει με το ξύλινο καμάκι του. Αν την πετύχει, στη συνέχεια την αποτελειώνει με τουφέκι· το καμάκι είναι δεμένο με σχοινί με ένα μπαλόνι φτιαγμένο από δέρμα φώκιας, το οποίο κρατάει το θήραμα στην επιφάνεια, ώστε ο κυνηγός να του ρίξει τη χαριστική βολή και να το περισυλλέξει. Τον χειμώνα και έως το τέλος της άνοιξης, οι κάτοικοι του Κάανακ φεύγουν για μέρες από το χωριό και κατασκηνώνουν στον πάγο, στον οποίο ανοίγουν τρύπες και ψαρεύουν ιππόγλωσσο (αγγλιστί halibut), ένα λευκό ψάρι που αποτελεί βασικό στοιχείο της γροιλανδικής κουζίνας και από τα σημαντικότερα προϊόντα του αλιευτικού κλάδου της χώρας. Το μεγάλο θήραμα του χειμώνα, όμως, είναι η πολική αρκούδα: άκουσα πολλές ιστορίες για εμφανίσεις των μεγαλοπρεπών ζώων στο χωριό –ειδικά προ διετίας– και για το άδοξο τέλος τους στα χέρια των κυνηγών (σύμφωνα με τις ποσοστώσεις της αυτόνομης κυβέρνησης της Γροιλανδίας, στην ευρύτερη περιοχή του Κάανακ μπορούν να σκοτώσουν έως εννέα αρκούδες ετησίως).

Οι Ινουίτ τρώνε αυτά τα ζώα, ενώ πωλούν ένα μέρος των narwhal και των ιππόγλωσσων που πιάνουν στο μικρό τοπικό εργοστάσιο (Inughuit Seafoods). Η ψαριά αποθηκεύεται εκεί κατεψυγμένη, έως την επίσκεψη, συνήθως στα μέσα Ιουλίου, αφού λιώσουν αρκετά οι πάγοι, του πλοίου της Royal Arctic Lines, που φέρνει τις ετήσιες προμήθειες (έρχεται μία ακόμα φορά τον Οκτώβριο) και παραλαμβάνει προϊόντα προς εξαγωγή. Η φώκια, εκτός από τροφή, χρησιμοποιείται εδώ και χιλιάδες χρόνια από τις φυλές της Αρκτικής για ρουχισμό, σκηνές, χαλιά, κουβέρτες και καγιάκ, λόγω της αδιάβροχης και αντιανεμικής φύσης του δέρματός της. Αντιστοίχως, εκτός από το πολύτιμο, έως τριών μέτρων, κέρατο (που είναι στην πραγματικότητα δόντι), το δέρμα του επάνω μέρους του σώματος του narwhal χρησιμοποιείται για την παρασκευή σχοινιών, οι τένοντες μπορούν να μετατραπούν σε πρώτη ύλη για ράψιμο και το λίπος μπορεί να μετατραπεί σε πετρέλαιο, που χρησιμοποιείται σε παραδοσιακές λάμπες (qullip).

Ταΐζοντας τα σκυλιά

Τη δεύτερη μέρα μου στο Κάανακ, έχοντας ανανεώσει την γκαρνταρόμπα μου (η βαλίτσα μου δεν έφτασε μαζί μου και η επόμενη πτήση ήταν σε μία εβδομάδα), συναντιέμαι με τον Μαντς Όλε Κρίστιανσεν, τον κυνηγό ο οποίος μου προτείνει να επισκεφτώ το χωριό για να δω από κοντά πώς γίνεται το παραδοσιακό κυνήγι. Η βάρκα του Κρίστιανσεν είναι αραγμένη πάνω στον πάγο και τα σκυλιά του –δεκαπέντε ενήλικα και έξι κουτάβια– είναι δεμένα (ή περίπου δεμένα) στο λιβάδι στα περίχωρα του χωριού. Τις επόμενες ημέρες, οι πάγοι θα έλιωναν αρκετά ώστε να βγει στη θάλασσα με τη βάρκα. Προς το παρόν, περιμένει και πρέπει να ταΐσει τα σκυλιά. Ενώ είμαστε έξω από το σπίτι και κόβει σε φέτες ένα τεράστιο κομμάτι ενός θαλάσσιου ελέφαντα που έχει πιάσει προ ημερών, τα σκυλιά ήδη αλυχτούν (είναι ο πιο χαρακτηριστικός ήχος που ακούει ο επισκέπτης στο χωριό, από το πρωί έως τον ήλιο του μεσονυκτίου). «Κατάλαβαν ότι έρχεται το φαγητό από το ακόνισμα των μαχαιριών», μου λέει. Το καλοκαίρι τα σκυλιά τρώνε κάθε δύο ημέρες (ενώ καθημερινά τον χειμώνα), οπότε η έξαψή τους δεν γνωρίζει όρια. Αργότερα, όταν ακούγεται ένας πυροβολισμός, μαθαίνω ότι για τα σκυλιά που δεν μπορούν να κυνηγήσουν πια ή που αρρωσταίνουν δεν υπάρχει κτηνίατρος· υπάρχει υπάλληλος της κοινότητας που δουλειά του είναι να τα σκοτώνει.

Ο Κρίστιανσεν, 52 ετών σήμερα, σκότωσε το πρώτο του πουλί όταν ήταν εννέα και την πρώτη του φώκια στα δώδεκα. Τραγουδιστής και κιθαρίστας στον ελεύθερο χρόνο του (τον είδα επί σκηνής στην Εθνική Ημέρα της Γροιλανδίας, στο γυμναστήριο του χωριού) και εθελοντής πυροσβέστης, δεν είναι γέννημα θρέμμα του Κάανακ. Γεννήθηκε στη Νότια Γροιλανδία, αλλά, όταν ήταν πολύ μικρός, η μητέρα του παντρεύτηκε έναν φημισμένο κυνηγό και πολιτικό παράγοντα από το Κάανακ, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στον αγώνα για αποζημιώσεις των ιθαγενών μετά την αναγκαστική τους μετεγκατάσταση το 1953 από το Τούλε (Θούλη), περίπου 200 χλμ. νοτιότερα, ώστε να ανεγερθεί εκεί μια βάση της αμερικανικής αεροπορίας, που λειτουργεί έως σήμερα. Επεισόδια σαν κι αυτό έδωσαν τροφή στο κίνημα για ανεξαρτησία της Γροιλανδίας από τη Δανία, της οποίας είναι αποικία από το 1814.

Ποσοστώσεις και βιωσιμότητα

Τo κυνήγι των μεγάλων θηλαστικών στη Γροιλανδία επιτρέπεται μόνο στους ιθαγενείς (που αποτελούν περίπου το 90% του πληθυσμού των 56.000 κατοίκων του αχανούς νησιού) και υπόκειται σε συγκεκριμένες ποσοστώσεις. Σήμερα, το Ινστιτούτο Φυσικών Πόρων της Γροιλανδίας (GINR), που έχει την ευθύνη για την παρακολούθηση της άγριας ζωής της χώρας, εισηγείται συγκεκριμένες ποσοστώσεις στην τοπική κυβέρνηση, η οποία λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις κατόπιν διαβούλευσης και με τον σύλλογο αλιέων και κυνηγών (KNAPK) της Γροιλανδίας.

Υπό πίεση ειδικά από τους κυνηγούς και τους αλιείς της βορειοδυτικής και της ανατολικής Γροιλανδίας, που ζουν σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, η κυβέρνηση της Γροιλανδίας δίνει υπερβολικά γενναιόδωρες ποσοστώσεις σε πολλά είδη, υψηλότερες από τις εισηγήσεις του αρμόδιου Ινστιτούτου. Στην έκθεση του GINR για το 2018, μεταξύ των «τεσσάρων μεγάλων», οι πολικές αρκούδες και οι φάλαινες-μονόκεροι είναι στο «κόκκινο» – ένδειξη ότι το κυνήγι τους ξεφεύγει από τα βιώσιμα επίπεδα (οι άλλοι δύο «μεγάλοι» είναι ο θαλάσσιος ελέφαντας και η λευκή φάλαινα). Στο φιόρδ του  Ίνγκλφιλντ το 2018 πιάστηκαν 52 narwhal (με ανώτατο όριο τα 98 ζώα).

 

Καλοκαίρι στην Αρκτική-2

Παγόβουνα στην έξοδο του φιόρδ προς το North Water Polynya, μια θαλάσσια περιοχή που μένει ελεύθερη από τους πάγους όλο τον χρόνο και είναι η πλουσιότερη σε βιοποικιλότητα σε όλη την Αρκτική.

 

Φεύγοντας για το κυνήγι

Περπατώντας στην ακτή κοντά στο Κάανακ, βλέπω ματωμένα απομεινάρια πρόσφατα σκοτωμένων narwhal και πολλούς σκελετούς αυτών των εκπληκτικών ζώων, διάσπαρτους στην παραλία. Συναντώ τρεις κυνηγούς που ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν το σημείο στο οποίο έχουν κατασκηνώσει και να βγουν στα ανοιχτά.

«Πόσο καιρό θα λείψετε;» ρωτάω. «Μπορεί ένα βράδυ, μπορεί μία εβδομάδα, μπορεί δύο». Ρωτάω για προμήθειες. «Νερό παίρνουμε από εδώ, από το ποτάμι. Για φαγητό έχει φώκιες». Τις βγάζουν στη στεριά και τις μαγειρεύουν. Υπάρχει και ένα μικρό χωριό, ούτε είκοσι άτομα πληθυσμός, πιο μέσα στο φιόρδ, γύρω στα 60 χλμ., όπου μπορούν να βρουν καταφύγιο αν χρειαστεί.

Γυρνώντας στο χωριό, με ψιλόβροχο, με τις πουπουλόπαπιες και τα αρκτικογλάρονα να τσαλαβουτούν στα κατεψυγμένα νερά, βλέπω τα απομεινάρια ενός ακόμα narwhal αφημένα πάνω στον πάγο. Κοράκια και γλάροι έχουν ήδη μαζευτεί και τα λεηλατούν. ■

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή