Ο δικός τους καπουτσίνο

2' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σχεδόν δύο χρόνια που ήρθα σε αυτή τη γειτονιά. Τέλη Μαίου έκαναν πάρτι. Γυρίζω αργά από τη δουλειά. Ο δρόμος κλειστός. Μεγάφωνα έχουν στηθεί στον κήπο τους, ένα τρίο παίζει ελαφρολαϊκά. Ανοίγω το παράθυρο, να βγάλω έξω χέρι, να κάνω τη γνωστή χειρονομία. Δεν προλαβαίνω όμως. Με καλούν στο πάρτι τους. Μαζεύω το χέρι μέσα όπως όπως. Παρκάρω παρακάτω και με σκυμμένο το κεφάλι περνώ από  μπροστά τους. Στο σπίτι δεν κλείνω μάτι. Παράφωνα ρεφρέν τρυπώνουν στο σεντόνι μου. Δύο μέρες μετά, η αϋπνία συνεχίζεται. Αν χάσεις τη σειρά σου, άντε να την ξαναβρείς. Κυριακή πρωί. Βόλτα με τον σκύλο. Τους βλέπω να βγαίνουν από το σπίτι, κρατιούνται χέρι χέρι στα σκαλιά. Στην ισιάδα απλώνονται. Ο καθένας θέλει τον χώρο του. Κάποιοι στέκονται με τα πόδια λυγισμένα, άλλοι σηκώνουν τα χέρια σαν να σχηματίζουν φτερά. Ένας τους καπνίζει μανιωδώς – ζηλεύω. Οι κοινωνικοί λειτουργοί δίνουν οδηγίες. Οι δύο μπροστινοί έχουν τα κεφάλια σκυμμένα στον δρόμο και περπατούν βιαστικά. Βλεπουν τον σκύλο και σταματούν. Είναι εκείνος ο Μάης που ο γέρικος σκύλος μου βαστά ακόμη. «Τι όμορφο σκυλάκι», λένε. Μετά γυρνούν σε μένα.

«Πώς σε λένε;»
«Γιώργο», τους λέω. 
«Και πού μένεις;»
«Εδώ απέναντι».
«Βλέπεις; Μένει απέναντι», λέει η γυναίκα στον άντρα και δείχνει απέναντι. «Και πού δουλεύεις;» με ρωτά.
«Στο Μαρούσι». 
«Ακούς; Δουλεύει στο Μαρούσι», λέει τώρα η γυναίκα. «Ωραίο σκυλάκι, πώς το λένε;»
«Έλβις».
«Γεια σου, Έλβις».
«Γεια σας», λέω κι εγώ. 

Από τότε τους βλέπω συχνά. Κάποιοι από αυτούς κάθονται στη βεράντα χειμώνα καλοκαίρι, έχουν το βλέμμα καρφωμένο κάπου στο πάτωμα και δε μου δίνουν σημασία. Ίσως με βαριούνται κιόλας, που κάθε φορά περνώ και λέω καλησπέρες. Άλλοι στέκονται πίσω απ' το παράθυρο, με βλέπουν και σηκώνουν το χέρι μηχανικά. Με τη γυναίκα και τον άντρα έχω περισσότερες παρτίδες. Θυμούνται το όνομά μου -«Γεια σου, Γιώργο», μου λένε-, τα υπόλοιπα μου τα ξαναρωτούν. Τις Κυριακές τούς συναντώ στον κοντινό φούρνο που σερβίρει καφέ. Είμαι μόνος πλέον, ο σκύλος δεν υπάρχει πια. 
«Τι κάνετε, παιδιά;» τους λέω. 
«Κοίτα, Γιώργο», λέει η γυναίκα και μου δείχνει τους καφέδες στα χάρτινα, «πίνουμε καπουτσίνο». 
«Πίνουμε καπουτσίνο», επαναλαμβάνει ο άλλος. 

«Και ήρθαμε μόνοι μας», μου λένε με μια φωνή. «Ήρθαμε μόνοι μας». Κι έτσι κάθομαι μαζί τους και τα μαθαίνω όλα: Πως τις Κυριακές τρώνε μακαρόνια με κρέας. Πως ο άντρας βοηθά στην κουζίνα τις Κυριακές. «Σου αρέσει;» του λέω. Σηκώνει τα φρύδια. Ίσως αυτό το έχουμε κοινό. Περνά ένα λεπτό σιωπής και μου ξαναλένε: «Ήρθαμε μόνοι μας εδώ». Αλλά δεν ξέρουν να μου πουν πόσο δύσκολο είναι αυτό που κατάφεραν. Έφτασαν στη δική τους, προσωπική Αμερική. Κι έτσι όπως τους ακούω, κοιτώ στο πλάι και βλέπω τις σκιές τους που απλώνονται ως πέρα. Τέτοιοι πελώριοι άνθρωποι φτάνουν στην Αμερική, σκέφτομαι. Μένω σιωπηλός. Κοιτάζω μία αυτούς και μία τις σκιές τους. Κάποια στιγμή σηκώνονται και φεύγουν. Κάτι πάω να τους πω, αλλά το πνίγω. Δεν τους το είπα ποτέ. Μπράβο, παιδιά. Πρώτη φορά εδώ το λέω. 
 
* Ο Γιώργος Πετράκης είναι χημικός μηχανικός. Η συλλογή διηγημάτων «Όλα τα κακά σκορπά» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης) είναι το πρώτο του βιβλίο. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή