Ένας ξεχασμένος εγκλεισμός

Ένας ξεχασμένος εγκλεισμός

2' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από την ημέρα της καθολικής απαγόρευσης της κυκλοφορίας, οι Κυριακές έχουν χάσει τον χαρακτήρα τους. Πάει η χαρά της αργίας, πάει και η μελαγχολία της Δευτέρας. Ακόμη και οι συνήθειες αυτής της μέρας έχουν μεταλλαχθεί. Ας πούμε, η πρωινή οικογενειακή βόλτα με τα ποδήλατα έγινε επιτραπέζιο παιχνίδι, η απογευματινή επίσκεψη της μητέρας μου για να δει τα εγγόνια έγινε βιντεοκλήση. Σήμερα λοιπόν, κατά τη διάρκεια της διαδικτυακής κουβέντας τους, βάλθηκε να τους διαβάσει μια σχολική έκθεση δική μου, που ξέθαψε σε κάποιο μπλε τετράδιο μέσα στη φούρια ξεκαθαρίσματος ετούτων των ημερών. Η έκθεση άρεσε πολύ στα παιδιά, διότι, όπως τους εξήγησε η μητέρα μου, περιέγραφε έναν άλλο εγκλεισμό, ένα Πάσχα πολλά χρόνια πριν, όταν εγώ ήμουν στην ηλικία των παιδιών μου, έναν εγκλεισμό που έχουμε πλέον λησμονήσει. Παραθέτω την έκθεση ατόφια:

«Η Κυριακή που πέρασε ήταν το Πάσχα. Εμείς κάθε διακοπές του Πάσχα πηγαίνουμε στο χωριό της μητέρας μου στη Θεσσαλία, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Μαζί με όλα τα ξαδέρφια, τους θείους και τις θείες μου, γίνεται χαμός στο σπίτι, αλλά η γιαγιά και ο παππούς ποτέ δεν κουράζονται. Εγώ καλοπερνάω, διότι, εκτός από μπόλικη παρέα, τρεχαλητά στην πλατεία και άπλα για ποδήλατο, υπάρχει πάντα νόστιμο φαγητό στην κουζίνα: η γιαγιά μου και οι θείες μου όλη την ώρα μαγειρεύουν, άσε που ο παππούς ακόμη και τη Μεγαλοβδομάδα μάς αφήνει να τρώμε ζαμπόν, κρυφά από τη γιαγιά, η οποία μας νηστεύει όλα τα ξαδέρφια για να κοινωνήσουμε. “Τα εξερχόμενα βλάπτουν”, λέει ο παππούς, “όχι τα εισερχόμενα”.

»Φέτος, όμως, δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα. Την περασμένη εβδομάδα, έσκασε ένας μεγάλος σωλήνας σε ένα εργοστάσιο ραδιενέργειας στη Ρωσία και ο μολυσμένος αέρας έφτασε μέχρι την Ελλάδα, ακόμη και στο χωριό και στον κήπο της γιαγιάς. Μας μάζεψαν μέσα όλα τα παιδιά, ούτε αυλή ούτε πλατείες. Μεταξύ μας στήναμε κανένα επιτραπέζιο παιχνίδι στο καθιστικό και επιτέλους η γιαγιά κατάφερε να μας κάτσει κάτω, να μας μάθει το βελονάκι. Δεν βαριέσαι, περνούσε και η ώρα έτσι. Άσε δε που οι μαμάδες μας σταμάτησαν να φτιάχνουν τις μπατζίνες και τους πλαστούς, γιατί τα χόρτα του κήπου είχαν, λέει, Τσέρνομπιλ και αν τα τρώγαμε, θα παθαίναμε καρκίνο, και από αυτό ούτε η θεία κοινωνία δεν σε σώζει. Τέρμα και το φρέσκο γάλα από την αγελάδα, που έφερνε κάθε μέρα ο παππούς. Η αγελάδα, λέει, για να κάνει ένα λίτρο γάλα τρώει πολλά κιλά χορτάρι, και ήταν όλο πια μες στο δηλητήριο. Μόνο τενεκεδάκια Νουνού εβαπορέ μάς έπαιρναν, αλλά εμένα αυτό δεν μου αρέσει. Ένα βράδυ, ψιθύρισα στο αυτί του παππού, για να μην ακούσει η γιαγιά: “Τώρα, παππού, βλάπτουν και τα εισερχόμενα, έτσι;”. Απάντηση δεν πήρα, αλλά ο παππούς με άφησε να φάω τις τελευταίες φέτες ζαμπόν, χωρίς να το πει στα υπόλοιπα ξαδέρφια».

Η μητέρα μου τους είπε ότι οι μεγάλοι τότε ήταν σχεδόν όσο ανήσυχοι είναι και τώρα, αλλά ότι για τα παιδιά ήταν μάλλον μια ξεχωριστή περιπέτεια.

* Η Γιολάντα Γραμματικάκη γράφει διηγήματα και δημοσιογραφικά κείμενα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή