Οι μοσχοβολιστές συνοικιακές Κυριακές

Οι μοσχοβολιστές συνοικιακές Κυριακές

1' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αχ αυτές οι παλιές Κυριακές, τι μοσχοβολιά είχαν! Ναι, μοσχοβολιά, γιατί και η μύτη έχει μνήμη. Μιλώ για τις προπολεμικές Κυριακές της δεκαετίας του ’30. Οι μυρωδιές, λίαν γαργαλιστικές πάντα, δεν προέρχονταν από ροδόκηπους και άλλα ευγενή συναφή. Ανέβαιναν και έφταναν στα… διεσταλμένα ρουθούνια μας από τα αχνίζοντα ταψιά που γύριζαν ζεστά, καυτά, από τον φούρνο της γειτονιάς για το κυριακάτικο οικογενειακό μεσημεριανό.

Τότε δεν είχαν ακόμη κυκλοφορήσει οι υπερσύγχρονες για την εποχή ηλεκτρικές κουζίνες της IZOLA (σκανδιναβικού στιλ!) που διέθεταν στα έγκατά τους και ηλεκτρικό φούρνο. Τότε καταλάβαινες από τις μυρωδιές με τι θα ευωχούντο οι γείτονες το μεσημέρι. Το ταψικό αγαθό που κυριαρχούσε ήταν συνήθως αρνάκι ή κατσικάκι και σπανιότερα κουνέλι ή καμιά γριά κότα, πάντα από τα κοτέτσια της αυλής των νοικοκυριών. Κοτόπουλα σαν τα σημερινά, έτοιμα και καλοκαθαρισμένα, δεν διέθεταν τα μικροχασάπικα της γειτονιάς. Μόνο δυο τρία από τα delicatessen του κέντρου, όπως το ΑΒ της Πανεπιστημίου και ο Θανόπουλος των Χαυτείων. Αλλά ποιοι μπορούσαν να τα αγοράσουν;

Αν θέλαμε σπανίως να φάμε κανένα πουλερικό, το αγοράζαμε από τη λαϊκή ζωντανό. Η δε νοικοκυρά του σπιτιού ανελάμβανε το θεάρεστο έργο της σφαγής και του ξεπουπουλιάσματος. Η πιτσιρικαρία του σπιτιού και της γειτονιάς παρακολουθούσε μακρόθεν το θέαμα με φρίκη και κάποια περιέργεια. Αλλά ξέφυγα. Από τα μοσχοβολιστά ταψιά βρέθηκα στο οικιακό σφαγείο.

Όλη αυτή η γαστριμαργική διαδικασία είχε και μια νότα σπιτικού ιπποτισμού. Τα ταψιά προς και από τον φούρνο ποτέ δεν τα κουβαλούσε η κυρία του σπιτιού. Αν δεν υπήρχαν παιδιά σε κατάλληλη ηλικία, ο ιπποτικός σύζυγος αναλάμβανε το πήγαινε-έλα.

Κρατούσε το ταψί με το ένα χέρι στο ύψος του ώμου –δίκην Δισκοβόλου του Μύρωνος– και με αυτάρεσκο περισκοπικό χαμόγελο κοίταζε αν τον κοιτούσαν και τον μακάριζαν οι γείτονες. Γιατί υπήρχαν και «ορφανά» ταψιά. Δεν διέθεταν όλοι λεφτά για τις πρωτεΐνες που λέμε σήμερα και τις αποφεύγουμε όσο μπορούμε.

Αλλά ας τελειώσουμε με κάτι ποιητικότερο. Με μερικούς στίχους από ένα ποίημα της καταξιωμένης ποιήτριας Μελισσάνθης, πιθανότατα εμπνευσμένο από τους οβελίες της ελληνικής Πασχαλιάς: «Και όταν η τσίκνα λιγουρευτή ως τα θεία ανεβαίνει λίκνα σκύβοντας στης γης μας το τηγάνι, του Παραδείσου οσφραίνονται οι ζητιάνοι».

* Η Μαίρη Επανωμήτου-Προεστάκη είναι πρώην τραπεζικός και νυν συνταξιούχος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή