Σον Κόνερι: Όλοι κάποτε μεγαλώνουν

Σον Κόνερι: Όλοι κάποτε μεγαλώνουν

8' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Τζέιμς Μποντ. Ένας γοητευτικός ασπρομάλλης. Ένας περήφανος Σκοτσέζος. Όσα υπήρξε και όσα δεν υπήρξε ο διάσημος ηθοποιός που ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 90 του χρόνια.

Λίγες διαφημίσεις είχαν την απήχηση της συγκεκριμένης: ο Σον Κόνερι συναντά τον νεότερο εαυτό του, του προτείνει να δοκιμάσει ένα συγκεκριμένο ουίσκι και τον συμβουλεύει να μην ξεχνάει ότι μπορεί κάποιοι να μεγαλώνουν, άλλοι όμως απλώς ωριμάζουν. Εκτός από το διαφημιζόμενο ουίσκι, ήταν και ο ίδιος μια τέτοια περίπτωση. Στα εξήντα του το περιοδικό «People» τον χαρακτήρισε ως τον «sexiest man alive», καθώς είχε πια αντικαταστήσει το περιπετειώδες προφίλ της νεότητάς του με ένα άλλο, πιθανόν γοητευτικότερο· άσπρα μαλλιά και γένια, διαπεραστικό βλέμμα και μια φωνή βαθιά, χρωματισμένη με τη μυθολογία των Χάιλαντς. Έκτοτε πέρασαν αρκετά χρόνια. Ο Κόνερι έχει εξαφανιστεί πια από τη δημόσια ζωή και, εγκατεστημένος στην έπαυλή του στις Μπαχάμες, ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 90 του χρόνια. Άραγε θα του περάσει από το μυαλό ότι, τελικά, όλοι κάποτε μεγαλώνουν;

Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο, στις 25 Αυγούστου 1930. Ο πατέρας του δούλευε σε εργοστάσιο και οδηγούσε φορτηγά, η μητέρα του ήταν καθαρίστρια. Για να συνεισφέρει στα οικονομικά του σπιτιού, παράτησε το σχολείο στα 13 του και μοίραζε γάλατα στη γειτονιά. Υπάρχουν πολλές και αρκετά διασκεδαστικές ιστορίες από τα χρόνια της ενηλικίωσής του, όπως ότι κατά τη θητεία του στο βρετανικό ναυτικό, αμέσως μετά τον πόλεμο, έκανε δύο τατουάζ που το ένα έλεγε «Mum and Dad» και το άλλο «Scotland Forever», ή ότι κάποια στιγμή λίγο αργότερα δούλεψε ένα διάστημα ως μπεϊμπισίτερ. Δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Παραλίγο να γίνει ποδοσφαιριστής (ο μύθος λέει ότι ο Ματ Μπάσμπι της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον είδε σε ένα ερασιτεχνικό ματς και του πρόσφερε συμβόλαιο), ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 ξεκίνησε το μποντιμπίλντινγκ και διαγωνίστηκε για τον τίτλο του Mr. Universe. Έκανε δεκάδες ακόμα δουλειές, μέχρι που βρήκε μια θέση στα παρασκήνια του Βασιλικού Θεάτρου του Εδιμβούργου. Ήταν θέμα χρόνου να ανέβει και στη σκηνή.

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Οι πρώτοι του μικροί, βοηθητικοί ρόλοι στο θέατρο του επέτρεψαν να γνωρίσει μια διαφορετική κουλτούρα – συναναστράφηκε με κόσμο που δεν είχε συναντήσει στα σοκάκια των φτωχογειτονιών της πόλης (τότε γνώρισε και τον ισόβιο φίλο του Μάικλ Κέιν) και βρέθηκαν γύρω του άνθρωποι που τον βοήθησαν να καλλιεργήσει το πνεύμα του, όπως ο ηθοποιός Ρόμπερτ Χέντερσον, που του δάνεισε βιβλία του Ίψεν και τον έφερε σε επαφή με τον κόσμο της λογοτεχνίας, τον Προύστ, τον Τουργκένιεφ. Πολλά χρόνια αργότερα σχολίασε στην αυτοβιογραφία του («Being a Scot», 2008) το εξής: «Η πρώτη μεγάλη ευκαιρία μού παρουσιάστηκε όταν ήμουν πέντε χρονών. Μου πήρε περισσότερο από εβδομήντα χρόνια να το συνειδητοποιήσω. Γιατί στα πέντε μου έμαθα να διαβάζω. Είναι τόσο απλό και τόσο καθοριστικό».

Σον Κόνερι: Όλοι κάποτε μεγαλώνουν-1

© Terry O'Neill/ Getty Images/ Ideal Image

Η αυτοβιογραφία αυτή, κατά τ’ άλλα, πρέπει να απογοήτευσε αρκετά τους συντάκτες των ταμπλόιντ, που μάταια την ξεφύλλισαν ψάχνοντας για κάποιο ίχνος κουτσομπολιού για τις ερωτικές του σχέσεις ή έστω κάποιο παραλειπόμενο από τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ. Όχι, ο Κόνερι δεν τους έκανε τη χάρη και έγραψε ένα βιβλίο που ήταν (σύμφωνα με την κριτική των Times) «η προσωπική συνεισφορά του στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Σκοτσέζων και της πολιτιστικής τους υπερηφάνειας». Ένα μείγμα αναμνήσεων από το Εδιμβούργο των παιδικών του χρόνων, των μύθων και της λογοτεχνίας της Σκοτίας και της εμπειρίας και της σημασίας τού να είσαι Σκοτσέζος.

Ο ΣΚΟΤΣΕΖΟΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

Ο Κόνερι, ως γνωστών, ταυτίστηκε στον μέγιστο βαθμό με τον Τζέιμς Μποντ, όντας ο πρώτος που τον υποδύθηκε στη μεγάλη οθόνη και ο κατά γενική ομολογία πιο πετυχημένος στον συγκεκριμένο ρόλο, κάτι που παραδέχτηκε και ο  Ίαν Φλέμινγκ, συγγραφέας των μυθιστορημάτων του 007, παρά τις αρχικές του ενστάσεις για την επιλογή ενός Σκοτσέζου από την εργατική τάξη, που δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει την κομψότητα των κινήσεων και την κοσμοπολίτικη γοητεία του ήρωά του. Υπάρχει πράγματι κάτι παράδοξο. Ο Κόνερι υποδύθηκε έναν πράκτορα που έθετε εαυτόν στην υπηρεσία της Βασίλισσας της Αγγλίας, όντας ένας περήφανος Σκοτσέζος, και μάλιστα φανατικός υποστηρικτής (και ενίοτε χρηματοδότης) του SNP (Σκοτικό Εθνικό Κόμμα) που μάχεται για την ανεξαρτητοποίηση της χώρας. Εξ ου και διατυπώθηκαν ορισμένες αντιδράσεις όταν η Ελισάβετ τον έχρισε ιππότη το 2000 για την προσφορά του στην υποκριτική τέχνη – ο ίδιος όχι μόνο δέχτηκε, φορώντας το κλασικό του κιλτ, αλλά δήλωσε πως η στιγμή εκείνη ήταν «μία από τις πιο περήφανες της ζωής μου».

Σον Κόνερι: Όλοι κάποτε μεγαλώνουν-2

Καλοκαίρι του 2000. Με την παραδοσιακή φορεσιά της Σκοτίας και το μετάλλιο του ιππότη που μόλις του έχει δώσει η βασίλισσα Ελισάβετ.

Το καθεστώς του «φορολογικού εξόριστου» που απολαμβάνει δεν του επιτρέπει να βρίσκεται περισσότερες από 90 ημέρες τον χρόνο στη Σκοτία, γι’ αυτό (και λόγω κλίματος, ίσως) έζησε για χρόνια στην Ισπανία και πλέον σε έναν παράδεισο στις Μπαχάμες. Η απουσία του από τη χώρα, πάντως, δεν τον εμπόδισε να εμπλακεί εξ αποστάσεως στο δημοψήφισμα του 2014, όταν οι συμπατριώτες του κλήθηκαν στις κάλπες για να διαλέξουν αν επιθυμούν την ανεξαρτησία τους. «Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτό που ορίζει μια χώρα είναι η κουλτούρα της. Προσφέρει διεθνή ορατότητα και εγείρει το παγκόσμιο ενδιαφέρον περισσότερο από την πολιτική, τις επιχειρήσεις ή την οικονομία του εκάστοτε έθνους», έγραψε τότε στο «New Statesman», υποστηρίζοντας ότι η Σκοτία διαθέτει ακριβώς αυτό που χρειάζεται, από την ιστορία της και τις παραδόσεις, μέχρι ακόμα και τα τοπία, που θα της επέτρεπαν να σταθεί ανεξάρτητη και ικανή να «ανταγωνίζεται τους καλύτερους».

Οι Σκοτσέζοι προτίμησαν, τελικά, να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο (55-45%) – ο Κόνερι μπορεί να είναι ο πιο διάσημος πολίτης της χώρας για τον υπόλοιπο κόσμο, και ένας σπουδαίος ανεπίσημος πρεσβευτής της Σκοτίας, αλλά για όλα τα μεσαία στρώματα που κλήθηκαν να πάρουν τη μεγάλη απόφαση είναι κυρίως ένας εκατομμυριούχος που (νόμιμα μεν, αλλά με μια σημαντική ηθική ένσταση) δεν αποδίδει τους φόρους του στην αγαπημένη του πατρίδα. Ο λόγος του εκείνη την περίοδο υπήρξε συναισθηματικός, ασφαλώς, αλλά όχι επιδραστικός.

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ

Ο Κόνερι υποδύθηκε τον Μποντ σε έξι ταινίες, από το 1962 έως το 1971 και σε μία ακόμη το 1983, χωρίς όμως ποτέ να αγαπήσει τον συγκεκριμένο ρόλο, χάρη στον οποίο, πάντως, καθιερώθηκε στο παγκόσμιο σινεμά και έβγαλε πολλά χρήματα. Ήταν ευτύχημα για τον ίδιο ότι μεγαλώνοντας (ωριμάζοντας, έστω) το παρουσιαστικό του άλλαξε τόσο ώστε να μπορέσει να υποστηρίξει μια καινούρια δημόσια εικόνα και να αναλάβει ρόλους χωρίς ο κόσμος να βλέπει στο πρόσωπό του τον Μποντ. Έτσι, το 1987 έπαιξε στους «Αδιάφθορους» του Ντε Πάλμα, κερδίζοντας ένα Όσκαρ (Β’ αντρικού), πρωταγωνίστησε στη μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο, «Το όνομα του Ρόδου», υποδύθηκε τον πατέρα του Ιντιάνα Τζόουνς στην «Τελευταία σταυροφορία» και βρέθηκε στο καστ μεγάλων εμπορικών επιτυχιών της δεκαετίας του 1990, από τον «Βράχο» και το «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» μέχρι τον «Λάνσελοτ: Ο Πρώτος Ιππότης».

Σον Κόνερι: Όλοι κάποτε μεγαλώνουν-3

Διάλειμμα στα γυρίσματα της ταινίας «Επιχείρηση κεραυνός», παρέα με την ηθοποιό Λουτσιάνα Παλούτζι. © Mario De Biasi via Getty Images/ Ideal Image

Οι ερμηνείες του δεν τον κατέταξαν ποτέ στο πάνω πάνω ράφι της υποκριτικής, ωστόσο κέρδισε την καθολική αποδοχή από ένα παγκόσμιο κοινό και υπήρξε οικεία και αγαπημένη φιγούρα. Και μετά, το 2003, αφού έπαιξε στο «The League of Extraordinary Gentlemen» (βασισμένο στο κομίστικο σύμπαν του Άλαν Μουρ) και αφού συγκρούστηκε με τον σκηνοθέτη, Στίβεν Νόριγκτον, λέγοντας ότι «θα έπρεπε να νοσηλευτεί για παράνοια», αποφάσισε να αποσυρθεί από το σινεμά, όπως και έκανε, προτιμώντας να παίζει γκολφ στις Μπαχάμες και να συζητά για το μέλλον της Σκοτίας. «Η συνταξιοδότηση είναι πολύ διασκεδαστική», είπε κάποια στιγμή.

ΤΟ ΑΝΔΡΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ

Ο Κόνερι υπήρξε επίσης ένα πετυχημένο ανδρικό πρότυπο, αρχικά μέσα από την εικόνα του κλασικού ωραίου με τον δυναμισμό και την αυτοπεποίθηση, και στη συνέχεια ως ο γοητευτικός και κατασταλαγμένος ασπρομάλλης που έκρυβε στο βλέμμα του τις εμπειρίες μιας ζωής. Έδινε πάντα την εικόνα του άνδρα που ήξερε τι ζητούσε και γνώριζε τον τρόπο να επιβιώνει και να βρίσκει τον δρόμο του. Ήταν μια συνεπής πορεία, αναμφίβολα, στην οποία τώρα, αφορμής δοθείσης των 90ών του γενεθλίων, μπορούμε να προσθέσουμε έναν αστερίσκο.

Σον Κόνερι: Όλοι κάποτε μεγαλώνουν-4

Με τη ζωγράφο Μισελίν Ροκμπρίν παντρεύτηκαν το 1975. Εδώ φωτογραφίζονται στο ατελιέ της στη βίλα τους στην Ανδαλουσία το 1986. © Jean-Claude Deutsch via Getty Images/ Ideal Image

Η πρώην σύζυγός του, Νταϊάν Σιλέντο (1932-2011), ανέφερε στην αυτοβιογραφία της (2006) ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους (1962-1973) ο Κόνερι την κακοποιούσε πνευματικά και σωματικά – η δήλωση αυτή δεν επηρέασε ιδιαίτερα την υστεροφημία του ηθοποιού, πιθανόν επειδή εκφράστηκε σε μια εποχή, σε αντίθεση με τη σημερινή, που δεν υπήρχε ακόμα ιδιαίτερα μεγάλη ευαισθησία για τέτοια ζητήματα. Δεν μπορούμε, φυσικά, να γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη και τι δεν συνέβη. Αλλά ο Κόνερι, όσο κι αν δεν ταιριάζει στο προφίλ του τζέντλεμαν με το ζεστό χαμόγελο, είχε βεβαρυμένο παρελθόν: Σε μια συνέντευξή του στο «Playboy», το 1965, είπε ότι «δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι ιδιαίτερα λάθος στο να χτυπάς μια γυναίκα… ωστόσο δεν συνιστώ να το κάνει κανείς με τον ίδιο τρόπο που θα χτυπούσε έναν άντρα». Μερικά χρόνια αργότερα, σε μια άλλη συνέντευξη στο «Vanity Fair», είπε ότι το να επιβαρύνεις μια γυναίκα ψυχολογικά είναι πολύ χειρότερο από το να τη χτυπήσεις. Και κατέληξε: «Υπάρχουν γυναίκες που φτάνουν τις καταστάσεις στα άκρα. Αυτό που ψάχνουν είναι η απόλυτη σύγκρουση – θέλουν ένα χαστούκι».

Σήμερα η κοινή γνώμη θα τον είχε σταυρώσει. Δικαίως. Και ας προάγει μέσα από τη γενικότερη στάση του την ευγένεια, και ας παρερμηνεύτηκαν οι δηλώσεις του, όπως έχει πει ο ίδιος, και ας τοποθετήθηκαν σε λάθος πλαίσιο. Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, πάντως, αν διαβάσει κανείς ολόκληρες τις συνεντεύξεις του, αλλά η αλήθεια είναι ότι υπάρχει κάτι λάθος σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο: ο Κόνερι έφτιαξε την καριέρα του ερμηνεύοντας τον Τζέιμς Μποντ, για τον οποίο οι γυναίκες ήταν πάντα διακοσμητικές και είχαν θέση δίπλα του μόνο χάρη στην ομορφιά τους. Είχε δικαίωμα να είναι μαζί τους σκληρός και να τις χρησιμοποιεί γιατί αυτός ήταν ο τρόπος του, το στιλ του, η γοητεία του. Και ο μέσος θεατής είδε στο πρόσωπό του έναν ήρωα, αποθέωσε τη συμπεριφορά του και τον κατέταξε στη σφαίρα της φαντασίωσης. Ο Κόνερι υπηρέτησε (και) αυτό το πρότυπο. Η κοινωνία το αποδέχτηκε. Τα διαμάντια, όμως, δεν είναι παντοτινά. Οι εποχές αλλάζουν. Όλοι κάποτε μεγαλώνουν. ■

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή