Σερ Τέρενς Κόνραν (1931-2020): Ο επίμονος κηπουρός του καλού γούστου

Σερ Τέρενς Κόνραν (1931-2020): Ο επίμονος κηπουρός του καλού γούστου

8' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μια πραγματική γιορτή της ζωής μέσα από την ανάμνηση μιας παλαιότερης συνάντησης με τον ιδρυτή των Ηabitat και του Design Museum του Λονδίνου.

Ένα απόγευμα του φθινοπώρου του 1999, περπατούσα βιαστικά στο Tower Bridge του Λονδίνου. Ήθελα να φτάσω στην ώρα μου στο Butler’s Wharf, στη νότια όχθη του Τάμεση, για μια συνέντευξη με τον σερ Τέρενς Κόνραν, τον designer, αρχιτέκτονα, εστιάτορα, ιδρυτή της αλυσίδας καταστημάτων ειδών σπιτιού Habitat και του Design Museum, του Άγγλου που πιστώνεται με τον εκδημοκρατισμό του καλού γούστου και ο οποίος πέθανε το Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020. Τα πέντε παιδιά και τα δεκατρία εγγόνια του κληρονομούν μια περιουσία περίπου 96 εκατομμυρίων ευρώ. Πώς τη δημιούργησε; Το Butler’s Wharf, μια αποβάθρα του 1873, ήταν το 1999 ένα φρέσκο πρότυπο αστικής ανάπλασης, χάρη στην αναπαλαίωση των εγκαταλελειμμένων αποθηκών, που λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν χρησιμεύσει ως σκηνικό παρακμής για πειραματικές ομάδες χορού και κινηματογραφικά πλάνα του Ντέρεκ Τζάρμαν. Στον Τέρενς Κόνραν δεν άρεσε η παρακμή. Για μια ολόκληρη ζωή πρωτοστάτησε στον μεταβολισμό του γαλλικού, του ιταλικού και του σκανδιναβικού γούστου, αφοσιωμένος στη βελτίωση της –συχνά απογοητευτικής– βρετανικής αισθητικής. Γνώριζε, φυσικά, ότι στη χώρα του υπήρχαν ατελείωτα περιθώρια αισθητικής αναβάθμισης – από τα μπολ της σαλάτας έως τις ξεχασμένες γειτονιές. Όταν τον συνάντησα, είχε μόλις κυκλοφορήσει ένα βιβλίο για κήπους με τίτλο «The Essential Garden Book». Έγραψε αναρίθμητα βιβλία για την ιδανική διακόσμηση, αλλά οι κήποι ήταν η αδυναμία του. Ο αναμορφωτής της αστικής ζωής είχε μέσα στην καρδιά του τον αγρό και την αγγλική επαρχία. 

Σερ Τέρενς Κόνραν (1931-2020): Ο επίμονος κηπουρός του καλού γούστου-1
Σε ηλικία 24 ετών, με την πρώτη του γυναίκα Σίρλεϊ (γεν. 1932). © Hulton-Deutsch/ Getty Images/ Ideal Image

 

Το σκούρο λιθόστρωτο στην οδό Shad Thames, σχεδόν πενήντα μέτρα παράλληλα της αποβάθρας Butler’s Wharf, έκοβε την κυκλώπεια αποθήκη στα δύο. Τα δύο κτίρια, χτισμένα με καφέ τούβλο, ενώνονταν σε πολλά σημεία και σε διαφορετικό ύψος με μαύρες μεταλλικές γέφυρες. Περπατούσες μέσα σε ένα υποβλητικό βιομηχανικό σκηνικό. Ολόκληρο το οικοδόμημα φιλοξενούσε πλέον διαμερίσματα (αξίας σήμερα πολλών εκατομμυρίων), καταστήματα και εστιατόρια, με πιο γνωστό το ιδιοκτησίας Κόνραν Le Pont de la Tour, όπου οι Μπλερ έκαναν το τραπέζι στους Κλίντον λίγο καιρό προτού οι τελευταίοι επισκεφθούν την Αθήνα, όπου τους υποδέχτηκαν με πέτρες διαδηλωτές που «έσπασαν» τις βιτρίνες της Πανεπιστημίου, σε ένα κρεσέντο αντιαμερικανισμού – από τα τελευταία. Τέτοια φαινόμενα ανυπακοής ήταν ξένα στο τότε Λονδίνο. Εκείνη την εποχή το ψυχρό λονδρέζικο οξυγόνο περιείχε γενναίες προσμείξεις ρομαντισμού και αισιοδοξίας εν όψει του εορτασμού της νέας χιλιετίας. Το Brexit δεν υπήρχε ούτε στην επιστημονική φαντασία. Ο Μπλερ κουβέντιαζε μήπως βάλει τη Βρετανία στην ευρωζώνη. Το ευρώ θα κυκλοφορούσε σε ένα δύο χρόνια… 

Χαμόγελο γενναιόδωρο και παιγνιώδες
 
Ο προορισμός μου ήταν το home-office του Τέρενς Κόνραν, που βρισκόταν ακριβώς πίσω από το Design Museum. Εμφανίστηκε ντυμένος με την κλασική «στολή» του: μπλε κοστούμι και βαθύ γαλάζιο πουκάμισο («Conran Blue») χωρίς γραβάτα. Είχε συνεχώς ένα χαμόγελο, που ήταν αυθόρμητο, γενναιόδωρο και παιγνιώδες, ακριβώς όπως στις φωτογραφίες που δημοσιεύονταν σχεδόν καθημερινά στον βρετανικό Τύπο. Δεν υπήρχε μέρα που να μην πρωταγωνιστούσε σε μια πρεμιέρα ή σε κάποια εγκαίνια. Ο βετεράνος δημιουργός, που για δεκαετίες πρωτοστατούσε στη μεταστοιχείωση του ντιζάιν σε εμπορικά αγαθά που πωλούνταν ακριβά ως καπιταλιστικά σύμβολα ταυτότητας, θα με αιφνιδίαζε μιλώντας μου για τον Μαρξ και τον Λένιν.

Σερ Τέρενς Κόνραν (1931-2020): Ο επίμονος κηπουρός του καλού γούστου-2

 
Τότε ήταν μόλις 68 ετών και δεν είχε καιρό για χάσιμο. Δέχτηκε ωστόσο να αφιερώσει χρόνο σε έναν δημοσιογράφο από την Ελλάδα, ίσως γιατί είχε πληροφορηθεί ότι οι Έλληνες είχαν ξεκινήσει τη μεγάλη επιδρομή για ψώνια στο Λονδίνο, που κράτησε τουλάχιστον για άλλα δέκα χρόνια. Δεν του ζήτησα να μου μιλήσει για τον τόπο καταγωγής του, το χωριό Esher στο Surrey, μόλις 22 χιλιόμετρα από το Big Ben, για τη χρεοκοπία του επιχειρηματία πατέρα του ή για την αγάπη της μητέρας του για την τέχνη, την οποία κληρονόμησε. Η συζήτηση δεν πήγε στο ότι από τα δεκατρία του, μέσα στον πόλεμο, έχασε την όραση στο αριστερό μάτι εξαιτίας ενός ατυχήματος όταν μαστόρευε στον κήπο. Δεν μιλήσαμε για την πρώτη δουλειά του (δίπλα στον αρχιτέκτονα Ντένις Λένον), για το πρώτο ατελιέ του στο Bethnal Green, που νοίκιασε το 1951 μαζί με έναν φίλο του, τον pop art Σκωτσέζο γλύπτη Εντουάρντο Παολόζι, ούτε για το πρώτο του εστιατόριο στο Charing Cross, το Soup Kitchen, που άνοιξε το 1953 επιστρέφοντας από το Παρίσι, όπου δούλεψε ως λαντζέρης στην κουζίνα του La Méditerranée. Το Soup Kitchen ήταν μια επένδυση που του κόστισε συνολικά 267 στερλίνες και το εξόπλισε με μία από τις πρώτες μηχανές εσπρέσο του Λονδίνου (οι Άγγλοι δεν είχαν ιδέα από εσπρέσο σχεδόν μέχρι το 1990).

Γνώριζα φυσικά ότι δημιούργησε το πρώτο Habitat στις 11 Μαΐου 1964 στη Fulham Road του Λονδίνου (σήμερα το Habitat «ζει» μέσα στο Ikea, που το απορρόφησε το 1992). 

Και εστιάτορας

Δημιούργησε το «δικό του προσωπικό Habitat», το Conran Shop, το 1973. Στις αρχές του ’80 έβαλε το Habitat στο χρηματιστήριο, πέτυχε συγχώνευση των επιχειρήσεών του με το μεγαθήριο British Home Stores και σύντομα απογοητεύτηκε από τους χρηματιστές, τις συσκέψεις και τα σεντόνια από νάιλον που τα στελέχη του BhS αρνήθηκαν να αποσύρουν από τα καταστήματα. Ήταν το «σεντόνι-best seller» κι αυτό τον εξόργιζε. Προτιμούσε τα λινά. Στις αρχές του 1990 αποχώρησε. Γνώριζα ότι ίδρυσε το Design Museum το 1989 στο Butler’s Wharf (το 2016 μετακόμισε στο Kensington), ότι άνοιξε κάμποσα διάσημα εστιατόρια, όπως το Mezzo, το Quaglino’s, το Bluebird και το Bibendum, και ότι επανίδρυσε το Conran Shop με υποκαταστήματα στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στο Τόκιο. Το Conran Shop εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς για όσους έχουν κατορθώσει να απολέσουν την αίσθηση του χρήματος και πληρώνουν 375 στερλίνες (407 ευρώ) για ένα σκαμπό Gerda (βρείτε το στο Google). Το Bibendum και το Conran Shop (τα οποία πούλησε το 2007 και στις αρχές του 2020 αντίστοιχα) λειτουργούν μέχρι σήμερα. Αυτό που δεν γνώριζα (μου το είπε ο ίδιος με υπερηφάνεια) ήταν ότι το αγαπημένο μου κατάστημα, το Muji, προήλθε από τη σειρά Basic Habitat της δεκαετίας του ’70. Οι Γιαπωνέζοι που είχαν το franchise του Habitat στο Τόκιο του ζήτησαν να αναπτύξουν την Basic Habitat σε μια νέα φίρμα. Τους έδωσε την άδεια. Έτσι γεννήθηκε το Muji, που σύντομα απλώθηκε στον κόσμο. Όσο για τα εστιατόρια Carluccio’s, που μετέτρεψαν το τίμιο φαγητό της ιταλικής επαρχίας σε εμπειρία cool Britannia; Ο μάγειρας Αντόνιο Καρλούτσιο παντρεύτηκε τη μικρότερη αδελφή του Κόνραν, Πρισίλα, σχεδιάστρια και συνεργάτιδα του αδελφού της. Τα αδέλφια Κόνραν ευθύνονται (και) γι’ αυτή την αστική αλχημεία.  

«Σχεδόν ό,τι έχω κάνει το έχω κάνει ως χόμπι»
 
Πάντως δεν συζητήσαμε για τίποτε από τα παραπάνω, γιατί εκείνο που ήθελα πιο πολύ ήταν να κλέψω κάτι από τη σκέψη του: «Μετά από πέντε δεκαετίες στις οποίες δημιουργείτε ένα καλύτερο σήμερα, ποιο είναι το όραμά σας για το αύριο;». Απάντηση: «Αν είχα μια καθαρή εικόνα για το αύριο, δεν θα σας την έλεγα. Θα την πουλούσα». «Κάνετε το χόμπι σας;» «Σχεδόν ό,τι έχω κάνει το έχω κάνει ως χόμπι». «Πιστεύετε ότι η καλύτερη εκπαίδευση είναι η ίδια η δουλειά;» «Ναι. Στο πανεπιστήμιο μαθαίνεις πώς να μαθαίνεις. Η πραγματική γνώση έρχεται όταν αρχίζεις να εργάζεσαι». «Τι είναι αυτό που κάνει τον κόσμο να γυρίζει;» «Η δύναμη της θέλησης. Ποτέ δεν κερδήθηκε κάτι που δεν τολμήθηκε». «Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο που θέλει να γίνει επιχειρηματίας;» «Να πάει να δουλέψει για έναν άλλον επιχειρηματία και να προσπαθήσει να μαθαίνει από τα λάθη των άλλων». «Τι πρέπει να κάνεις για να σχεδιάζεις επιτυχημένα προϊόντα;» «Πρέπει να μπορείς να βλέπεις τα προϊόντα σου με τα μάτια των άλλων και να αισθάνεσαι τα δικά τους συναισθήματα». «Γιατί είστε σοσιαλιστής;» «Γιατί ο σοσιαλισμός υπόσχεται έναν πιο δημοκρατικό τρόπο ζωής… Εξάλλου ο Μαρξ και ο Λένιν είχαν καινοτόμο επιχειρηματικό πνεύμα, με την έννοια ότι ήθελαν να αλλάξουν την πολιτική και την κοινωνία». «Λένε ότι πίσω από έναν επιτυχημένο άνδρα κρύβεται μια έξυπνη γυναίκα. Στη δική σας περίπτωση υπήρξε μόνο μία έξυπνη γυναίκα ή περισσότερες;» Έκανε μια παύση. «Έχω παντρευτεί και χωρίσει τρεις φορές και τώρα συζώ με μια άλλη γυναίκα (τη Βίκι Ντέιβις, την οποία τελικά παντρεύτηκε το 2000). «Αλλά δεν ξέρω αν αυτή η ερώτηση είναι σωστή. Δηλαδή, αν κάποιος είναι γκέι, τι θα πούμε;» Χαμογέλασε και συμπλήρωσε: «Δεν εννοώ ότι είμαι γκέι. Είμαι ένας από τους ελάχιστους ετεροφυλόφιλους στην πιάτσα, αλλά έχω παρατηρήσει ότι οι επιτυχημένοι άνδρες δεν έχουν πάντοτε δίπλα τους γυναίκες. Κατά συνέπεια, λέω ότι κάθε επιτυχημένος άνδρας πρέπει να έχει δίπλα του έξυπνους ανθρώπους – γυναίκες και άνδρες».

Σερ Τέρενς Κόνραν (1931-2020): Ο επίμονος κηπουρός του καλού γούστου-3
 Λίγο πριν από τα εγκαίνια του Guastavino’s στη Νέα Υόρκη. © Fred R. Conrad/The New York Times

 

Όλες οι απαντήσεις του ήταν έξυπνες και απροσδόκητες, αλλά, αν ήξερες, μπορούσες να διακρίνεις το «γιατί». Για παράδειγμα, ένα από τα πέντε παιδιά του είναι ο σχεδιαστής μόδας Τζάσπερ Κόνραν, που από νέος είναι ανοιχτά γκέι. Ο διάσημος πατέρας του αποδέχτηκε την επιλογή του και φρόντιζε να είναι πάντοτε υποστηρικτικός και πολιτικά ορθός. 

Ο Τέρενς Κόνραν συνδύαζε πολλές ιδιότητες, ταυτότητες και ευαισθησίες. Ήταν Άγγλος και Ευρωπαίος, καλλιτέχνης και έμπορος, σοσιαλιστής και εστέτ. Συνδύαζε την αυτοπεποίθηση με την αυτοσυγκράτηση, το όραμα με τον ρεαλισμό και τον εγωισμό με τον αυτοσαρκασμό. Το χιούμορ και η πληθωρικότητα που τον διέκριναν αποκτούσαν βάθος μέσα από τις εύγλωττες παύσεις του λόγου του. Γινόταν αμέσως φιλικός και προσιτός στον καθένα την ίδια ώρα που κέρδιζε τον σεβασμό με έναν τρόπο αυτονόητο. Και μέχρι τέλους τού άρεσε να αιφνιδιάζει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε μια έπαυλη που αγόρασε το 1971, το Barton Court, χτισμένη σε ένα αγρόκτημα περίπου 580 στρεμμάτων στο χωριό Kintbury, στο Berkshire, μισή ώρα από το Ρέντινγκ και μία ώρα από το Λονδίνο. Το Barton Court ήταν η αντανάκλαση του εσωτερικού του κόσμου στον οποίο αποσύρθηκε διακριτικά για να προετοιμαστεί για το τέλος. Σχεδόν πάντα με ένα Hoyo de Monterey πούρο στο χέρι, καθισμένος στην πολυθρόνα Karuselli, που σχεδίασε το 1964 ο Φινλανδός Yrjö Kukkapuro, και χωρίς να χάσει ποτέ το χαμόγελό του, έλεγε στους επισκέπτες του: «Αν ξανάρχιζα τη ζωή μου από την αρχή, θα γινόμουν κηπουρός». ■ 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή