Ο Ντιέγκο και ο μαγικός ρεαλισμός

Ο Ντιέγκο και ο μαγικός ρεαλισμός

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Μαραντόνα και ο Μάρκες, ο Κάστρο και ο Τσε, ο Μπόρχες, η Εβίτα, ο Κάρλος Γαρδέλ, ο Γκαλεάνο και ο ιδιαίτερος κόσμος της Λατινικής Αμερικής. 

Αντιγράφω από τη λογοτεχνική εγκυκλοπαίδεια Merriam Webster τον ορισμό που δίνεται για τον όρο «μαγικός ρεαλισμός»: «λατινοαμερικανικό λογοτεχνικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από την ενσωμάτωση φανταστικών ή μυθολογικών στοιχείων στην πραγματικότητα, σε μια κατά τα άλλα ρεαλιστική αφήγηση». Το είδος είχε αρχίσει να καλλιεργείται στη Λατινική Αμερική προπολεμικά, όμως καθιερώθηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’60, όταν όλος ο κόσμος διάβασε το «Εκατό χρόνια μοναξιά» – ο Κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραψε το μυθιστόρημα στην Πόλη του Μεξικού, όχι μακριά από το Στάδιο Αζτέκα, όπου είκοσι χρόνια αργότερα ένας άλλος Λατινοαμερικανός, Αργεντίνος εκείνος, θα έδινε το τέλειο παράδειγμα μαγικού ρεαλισμού μέσα από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. 

Σε ολόκληρη τη ζωή του Ντιέγκο Μαραντόνα συνυπήρξαν αυτά τα δύο στοιχεία: το ρεαλιστικό (παιδί από φτωχή οικογένεια που βρίσκει διέξοδο στο ποδόσφαιρο, κατακτά την κορυφή, που τον ζαλίζει και τον καταστρέφει) και το μαγικό (μια προσωπικότητα που αγγίζει το μεταφυσικό, λατρεύεται σαν θεός –κυριολεκτικά ορισμένως, αν κρίνουμε από την ύπαρξη της Εκκλησίας του Μαραντόνα–, δημιουργεί καταστάσεις και συναισθήματα που δεν εξηγούνται με ανθρώπινους όρους). Αλλά κυρίως εκείνο το απόγευμα στο Μεξικό, στις 22 Ιουνίου του 1986, στον προημιτελικό με την Αγγλία στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο Μαραντόνα βρήκε τον τρόπο και εκπλήρωσε προφητείες, ικανοποίησε φαντασιώσεις, πέτυχε υπερβάσεις, δημιούργησε εφιάλτες και πέρασε από το στάτους του καλύτερου ποδοσφαιριστή της εποχής του σε εκείνο του αιώνιου Λατινοαμερικανού ήρωα. 

Πρώτα ήταν το «χέρι του Θεού»· ένα βγάλσιμο της γλώσσας στους Άγγλους για την πρόσφατη νίκη τους στον Πόλεμο των Φόκλαντ, μια αναίδεια, μια κλεψιά, ένα ξεχαρβάλωμα του συστήματος και του πολιτικώς ορθού. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε το «γκολ του αιώνα»· μια υπενθύμιση ότι μπορεί να επιβληθεί με κάθε όρο, όντας απλώς ο καλύτερος, ένας καλλιτέχνης που αυτοσχεδιάζει και δημιουργεί ένα αριστούργημα για τα χρόνια που θα έρθουν. Ο Αργεντίνος συγγραφέας Χέρναν Κασιέρι έχει γράψει ένα συγκλονιστικό διήγημα με θέμα ακριβώς αυτό το γκολ, με τίτλο «10,6 δευτερόλεπτα» (μπορείτε να το βρείτε στα αγγλικά στο ίντερνετ), όσο διήρκεσε δηλαδή η τρελή κούρσα του Ντιέγκο ανάμεσα σε όλη την ομάδα της Αγγλίας. Ο Κασιέρι παραφράζει σε ένα σημείο το διάσημο διήγημα «Το Άλεφ» του επίσης Αργεντίνου Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ο Μπόρχες δεν αγαπούσε καθόλου το ποδόσφαιρο. Πέθανε κατά σύμπτωση εκείνο τον Ιούνιο του ’86, χωρίς να προλάβει να δει τον αγώνα με την Αγγλία, που ίσως θα τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Ή ίσως καταλάβαινε ότι ο Μαραντόνα ήταν κάτι σαν το Άλεφ, «μια μικρή ιριδίζουσα σφαίρα που ακτινοβολούσε σχεδόν ανυπόφορα», το μαγικό αντικείμενο του κόσμου των αλχημιστών που η θέα του αποκάλυπτε το ασύλληπτο σύμπαν. Ο Μαραντόνα ήταν όλες οι όψεις της ζωής σε μία. Ενσάρκωνε τις αναρίθμητες πιθανότητες της ύπαρξης. 

HASTA LA VICTORIA SIEMPRE

Ο Μαραντόνα και ο Μάρκες, εκτός από εκφραστές –ο καθένας με τον τρόπο του– του μαγικού ρεαλισμού, είχαν και έναν πολύ καλό κοινό φίλο: τον Φιντέλ Κάστρο. Ο Μαραντόνα τον είχε και τατουάζ στη γάμπα του. Όπως είχε και τον Τσε Γκεβάρα στο μπράτσο του. Με τον Κάστρο τούς συνέδεε μια πολυετής φιλία, υπάρχουν αμέτρητες φωτογραφίες και βίντεο με τους δυο τους στην Κούβα, ενώ μιλούσαν συχνά στο τηλέφωνο και συζητούσαν για πολιτική. Στον Κάστρο ακόμη αφιέρωσε την αυτοβιογραφία του, ενώ κατά σύμπτωση πέθαναν την ίδια μέρα, με διαφορά τεσσάρων ετών. Ο Μαραντόνα διατηρούσε επίσης φιλικές σχέσεις με τον Βενεζουελανό Ούγκο Τσάβες και τον Βολιβιανό Έβο Μοράλες, φιλίες που επιδίωξε και επιδίωξαν, εκείνοι για προφανείς λόγους, εκείνος επειδή έψαχνε έναν τρόπο να υπογραμμίσει ότι στη ζωή του υπήρξε πάντα κατά. 

Ο Ντιέγκο και ο μαγικός ρεαλισμός-1
Μια γωνιά από το «Σπίτι του Θεού», όπως λέγεται το μουσείο που φιλοξενείται στο Μπουένος Άιρες, στο διαμέρισμα όπου έζησε ο Μαραντόνα από το 1978 έως το 1980. © EITAN ABRAMOVICH / AFP/visualhellas.gr

 

Κατά της Δύσης, κατά της Αμερικής, κατά των ισχυρών, κατά των κανόνων, κατά των συμβάσεων, κατά της FIFA, κατά του ιταλικού βορρά όταν συνδέθηκε με τους Ναπολιτάνους, κατά του Βατικανού όταν είδε τις χρυσές λεπτομέρειες της διακόσμησης του Αγίου Πέτρου. Κατά, γενικά. Και υπέρ της αντιδραστικής λατινοαμερικανικής φύσης. Συνεπής με τη βασανισμένη ψυχοσύνθεση της ηπείρου του, πλημμυρισμένος με το αίσθημα της καταπίεσης και της αδικίας, παραδομένος στα πάθη, στα όνειρα και στις ψευδαισθήσεις, γεμάτος δυνατότητες και αδυναμίες, ένα καταραμένο είδωλο, αυθεντικός, περήφανος, ευφυής και παράλογος, πομπώδης, κιτς, εξωφρενικός, ένας τραγικός λαϊκός ήρωας, αυτοκαταστροφικός και ευάλωτος, ένας υπέροχος Λατινοαμερικανός, ένας «βρόμικος, αμαρτωλός Θεός», όπως είπε κάποτε γι’ αυτόν ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο. 

Με το Βατικανό ο Μαραντόνα συμφιλιώθηκε και ανέκτησε την εμπιστοσύνη του στην Καθολική Εκκλησία όταν εξελέγη ποντίφικας ένας Αργεντίνος, ποδοσφαιρόφιλος και προσωπικός του φίλος. Ήταν κάπως παράδοξη η σχέση του με τον Πάπα Φραγκίσκο, αν σκεφτεί κανείς ότι ο επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας συνδεόταν φιλικά με έναν άνθρωπο που ακολούθησε έναν βίο εκ διαμέτρου αντίθετο με αυτόν που ορίζει η θρησκεία και ο οποίος επίσης αυτοαποκαλούνταν Θεός. Άφεση αμαρτιών; Ο Μαραντόνα το είχε κερδίσει αυτό γενικά.

DON’T CRY FOR ME, ARGENTINA


Ο Τζόναθαν Γουίλσον έγραψε στον Guardian πριν από λίγες μέρες πως η είδηση ότι ο Μαραντόνα απέτυχε στον έλεγχο για απαγορευμένες ουσίες μετά τον αγώνα με την Ελλάδα στο Μουντιάλ του 1994 σκόρπισε στο Μπουένος Άιρες μια θλίψη που δεν είχε εμφανιστεί από τον θάνατο της Περόν.

Ο Μαραντόνα, παρεμπιπτόντως, μεγάλωσε με μια φωτογραφία της Εβίτας στο πατρικό του, καθώς η μητέρα του τη λάτρευε. Με την Εβίτα επίσης ο Μαραντόνα μοιράζεται το ίδιο μπαλκόνι σε ένα κτίριο της περιοχής Μπόκα στο Μπουένος Άιρες, δυο φιγούρες που χαιρετούν το πλήθος, μαζί με μία ακόμα, αυτή του λαοφιλούς προπολεμικού τραγουδιστή του τάνγκο Κάρλος Γαρδέλ, που σκοτώθηκε στα 45 του σε αεροπορικό δυστύχημα, βυθίζοντας μια ολόκληρη ήπειρο στη θλίψη.

Στον τάφο της Περόν αναγράφεται μια φράση που έγινε πασίγνωστη μέσα από το τραγούδι του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ και την ταινία «Evita», που γυρίστηκε αργότερα για τη ζωή της: «Don’t cry for me, Argentina, I remain quite near to you» («Μην κλαις για μένα, Αργεντινή, παραμένω κοντά σου»). Παρακολουθώντας τη ζωντανή μετάδοση του λαϊκού προσκυνήματος της σορού του Μαραντόνα στην Κάσα Ροσάδα, το προεδρικό μέγαρο της αργεντίνικης πρωτεύουσας με το οποίο τόσο συνδέθηκε η Περόν, και βλέποντας χιλιάδες ανθρώπους να του αφήνουν αναμνηστικά για το «μεγάλο ταξίδι» και να κλαίνε απαρηγόρητοι, σκέφτηκα ότι και ο Ντιέγκο θα απαντούσε κάτι τέτοιο. Ότι κανείς δεν πρέπει να κλάψει γι’ αυτόν. Ότι η δική του αποστολή ήταν να δίνει χαρά και κουράγιο. Αλλά πώς γίνεται να μην κλάψεις γι’ αυτόν; Έτσι κι αλλιώς, αφού κοιτάξεις το Άλεφ, νιώθεις μετά «μια απύθμενη λατρεία, μια απύθμενη λύπη».  ■

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή