«Αθηναίοι» από επιλογή

Έξι νέοι άνθρωποι από διαφορετικά σημεία του πλανήτη εξηγούν στο «Κ» γιατί επέλεξαν να ζήσουν στην ελληνική πρωτεύουσα και περιγράφουν τα πλεονεκτήματα που βρήκαν συγκριτικά με τις μεγαλουπόλεις του εξωτερικού.

12' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την εποχή που η εκούσια απόφαση να μετακομίσεις από το εξωτερικό στην Αθήνα προκαλούσε απορία, ειδικά στους ίδιους τους κατοίκους της. Όμως αυτή η εποχή έχει παρέλθει για τα καλά. «Η Αθήνα αυξάνει συνεχώς τη φήμη της διεθνώς», λέει ο Chris Kossaifi, ο Λιβανέζος υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της γκαλερί Carwan, που άνοιξε πρόσφατα στον Πειραιά. «Μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλο· Γάλλοι, Λιβανέζοι, Άγγλοι, Έλληνες και άλλες εθνικότητες συνυπάρχουμε. Ο καθένας κομίζει νέες γεύσεις και συμπεριφορές στην πόλη. Ο καθένας προσθέτει κάτι στην αξία της».

Για πολύ καιρό η ελληνική πρωτεύουσα δεν φάνταζε ιδιαίτερα ελκυστική, σε αντίθεση με τα νησιά της χώρας. Όμως, αφότου πέρασαν τα δύσκολα χρόνια της κρίσης, ξεκίνησε μια ενδιαφέρουσα εισροή ξένων στην Αθήνα. Την αρχή έκαναν νέοι καλλιτέχνες και δημιουργοί που δελεάστηκαν από τα χαμηλά ενοίκια και τη διαφορετική εμπειρία αστικής ζωής που προσέφερε η πόλη.
 
Το boom των start-up εταιρειών ήταν η πρώτη και πιο σημαντική ένδειξη ότι η Ελλάδα ανακάμπτει οικονομικά. Σήμερα η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών start-ups υπολογίζεται στα 3,5 δισεκατομμύρια – σημαντικό ποσό αν αναλογιστείς ότι ο τομέας της τεχνολογίας απουσίαζε παντελώς από την οικονομία πριν από δέκα χρόνια. Μετά την επέλαση του brain drain, η τεχνολογία σήμερα έχει ενταχθεί σε παραδοσιακούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως η ναυτιλία και ο τουρισμός, και ο νέος προσανατολισμός είναι να προσελκυσθούν ικανά στελέχη και ταλέντα από όλο τον κόσμο, ώστε να συμβάλουν στην ανάπτυξή τους. Υπήρχαν φόβοι ότι η κρίση της πανδημίας θα φρέναρε μοιραία αυτά τα νέα.

Όμως, χάρη στο lockdown του Μαρτίου, η Ελλάδα κράτησε χαμηλά τα κρούσματά της και τελικά ενίσχυσε τη φήμη της διεθνώς. Παρόλο που η ζημιά της οικονομίας είναι σημαντική και ακόμη δεν έχει σταθεροποιηθεί, η πανδημία δεν κατάφερε να υποσκελίσει την αυξανόμενη γοητεία της Αθήνας. Μάλιστα, με το μεγαλύτερο μέρος των υπαλλήλων να δουλεύει αναγκαστικά από το σπίτι, πολλοί αποφάσισαν να εξετάσουν την πιθανότητα να εργάζονται μόνιμα από απόσταση με έδρα την Αθήνα. «Πιστεύουμε ότι η πόλη έχει ακόμη πολλά να δώσει και δεν νομίζω ότι είμαστε οι μόνοι», επιβεβαιώνει ο Kossaifi. «Η Ελλάδα μού προσφέρει μια αίσθηση ελευθερίας, ποτέ άλλοτε δεν έχω νιώσει τόσο ελεύθερος». Για την ακρίβεια, όλοι όσοι μίλησαν στο «Κ» αναφέρθηκαν στην ίδια λέξη: ελευθερία. 

Chris Kossaifi, γκαλερίστας από τη Βηρυτό

«Αθηναίοι» από επιλογή-1

«Πιστεύουμε ότι το DNA και η ταυτότητα της Αθήνας μοιάζουν πολύ με της Βηρυτού από πολλές απόψεις», εξηγεί ο Chris Kossaifi (δεξιά στη φωτογραφία) της Carwan Gallery, η οποία, όταν ιδρύθηκε το 2011 στην πρωτεύουσα του Λιβάνου, ήταν η πρώτη σύγχρονη γκαλερί της Μέσης Ανατολής. Ο Chris γνώρισε τους δύο Γάλλους συνιδρυτές της, Quentin Moyse (αριστερά στη φωτογραφία) και Nicolas Bellavance-Lecompte, όσο εργαζόταν στο Παρίσι το 2017 και δύο χρόνια αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα για να αναλάβει τις δημόσιες σχέσεις και την επικοινωνία της γκαλερί, που είχε εν τω μεταξύ βρει την καινούργια της έδρα στην ελληνική πρωτεύουσα. Ήταν το ιδανικότερο μέρος, καθώς βρίσκεται κοντά στη Μέση Ανατολή και ταυτόχρονα επωφελείται μιας σχετικής σταθερότητας που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η λιβανέζικη ιθαγένεια του Chris συχνά δυσχεραίνει τα ταξίδια και τις συναλλαγές, αλλά, καθώς στο παρελθόν ζούσε στη Γαλλία, η γραφειοκρατική διαδικασία μετεγκατάστασής του στην Ελλάδα ήταν αρκετά απλή. Πολλοί άλλοι Λιβανέζοι αξιοποίησαν το πρόγραμμα Golden Visa και αγόρασαν ακίνητα στην Αθήνα. Ο Chris μάλιστα προβλέπει ένα νέο κύμα Λιβανέζων μετοίκων που θα ενταχθούν στη γαστρονομική και πολιτιστική σκηνή της πόλης τα επόμενα χρόνια. «Η Αθήνα είναι μια μοναδική και πολλά υποσχόμενη πόλη», εξηγεί. «Οι ξένοι επενδύουν εδώ και η τέχνη “ανθίζει”. Ανοίγουν νέες γκαλερί, όπως η δική μας ή η Gagosian, για παράδειγμα. Οι Έλληνες είναι ανοιχτοί στην αλλαγή. Επικρατεί μια δυναμική ενέργεια που τη νιώθεις διάχυτη στους δρόμους». 

Στην Αθήνα η Carwan μοιάζει να έχει καλή παρέα… συνορεύοντας με την γκαλερί Rodeo, που αντίστοιχα μετακόμισε από την Κωνσταντινούπολη, την Intermission Gallery και το wine bar Paleo στην οδό Πολυδεύκους. Όλα μαζί συντελούν στη μετατροπή της βιομηχανικής περιοχής δίπλα από το λιμάνι του Πειραιά σε πολιτιστικό προορισμό.


Laure Jaffuel, ντιζάινερ από τη Γαλλία

«Αθηναίοι» από επιλογή-2

«Η Αθήνα είναι πόλος έλξης για ενδιαφέροντες ανθρώπους», εξηγεί η designer Laure Jaffuel. «Είναι ακόμη μικρής σχετικά εμβέλειας και αυτό δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζεις τους πάντες και να συνδέεσαι γρήγορα μαζί τους. H αλληλεγγύη είναι συνυφασμένη με την κουλτούρα των Αθηναίων. Οι γνωριμίες με τη σειρά τους οδηγούν σε νέα projects και συνεργασίες». 

Η Laure μεγάλωσε στο Μονπελιέ της νότιας Γαλλίας και έπειτα από μία δεκαετία κατά την οποία σπούδασε, δούλεψε και δίδαξε στο Παρίσι, στο Άμστερνταμ, στην Κοπεγχάγη και στη Νέα Υόρκη, άρχισε να ονειρεύεται την επιστροφή της σε έναν τόπο με μεσογειακό κλίμα και τρόπο ζωής. Έφτασε στην Αθήνα στα τέλη του 2017, για τη διοργάνωση του φεστιβάλ σύγχρονης τέχνης Documenta, που έβαλε την Αθήνα επισήμως στον παγκόσμιο χάρτη της τέχνης. 

«Η Αθήνα είναι η τελευταία μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη στην οποία βρίσκεις τεχνίτες και εργαστήρια», εξηγεί. «Αυτό είναι υπέροχο για έναν designer. Μπορώ να έχω πρόσβαση με το μετρό σε έναν μεταλλουργό ή σε έναν προμηθευτή μαρμάρου, για παράδειγμα. Οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη αυτού του είδους οι τεχνίτες έχουν εκτοπιστεί από τα κέντρα των πόλεων». Το βασικό αντικείμενο της Laure στην Αθήνα είναι οι δημόσιοι χώροι, και συγκεκριμένα εργάζεται σε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα του Ιδρύματος Ωνάση, το οποίο ακολουθεί πολλαπλές προσεγγίσεις για τη διερεύνηση των δημόσιων χώρων. Έφερε στην Αθήνα τους μεταπτυχιακούς της μαθητές από το Ινστιτούτο Sandberg στο Άμστερνταμ για ένα ομαδικό πρόγραμμα δέκα ημερών, το οποίο εκτυλίχθηκε στο στούντιό της και σε δημόσιους χώρους γύρω από την πόλη. Το project θα ολοκληρωθεί με την έκδοση ενός βιβλίου, το οποίο πρόκειται να δημοσιευθεί στις αρχές του 2021 από το Ίδρυμα Ωνάση και τις εκδόσεις Dolce.

Αλλά ίσως το πιο εντυπωσιακό έργο της Laure είναι ο χώρος 400 τ.μ. που δημιούργησε και στον οποίο ζει και εργάζεται, ενώ λειτουργεί και ως ξενώνας. Βρίσκεται στην περιοχή του Αγίου Παύλου, μια μέχρι πρότινος αποθήκη του δήμου που ήταν άδεια για δώδεκα χρόνια.

«Βλέπω αυτόν τον χώρο σαν ένα εργαλείο για να ζήσω, να δουλέψω, να καλέσω δημιουργικούς ανθρώπους να στήσουν εδώ το δικό τους μικρό εργαστήριο», λέει η Laure. «Είναι επίσης ένα έργο που θα συνεχίσει να εξελίσσεται παράλληλα με τη δημιουργική επιχειρηματικότητα και τις συνεργασίες μου με άλλους».


Erik Polus, στέλεχος τεχνολογίας από τη Φινλανδία 

«Αθηναίοι» από επιλογή-3

Έπειτα από δέκα χρόνια καριέρας στον τομέα της τεχνολογίας στην Αμερική, ο Erik Polus αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή για μια αλλαγή. Η προϋπηρεσία του στην ανταγωνιστική αγορά του Σαν Φρανσίσκο και της Νέας Υόρκης τού επέτρεπε να επιλέξει μια θέση στελέχους όπου ήθελε. Και άραγε πού να επιλέξει να πάει; Απέρριψε γρήγορα την Καλιφόρνια, όπου μετακόμισε με την οικογένειά του από το Ελσίνκι όταν ήταν 12 ετών. Ακολούθως απέρριψε και τα υπόλοιπα τεχνολογικά hubs της Αμερικής, όπως το Όστιν και το Σικάγο. Έτσι άρχισε να κοιτάζει στην Ευρώπη, σε πόλεις με σημαντική δραστηριότητα στον τομέα της τεχνολογίας, όπως το Βερολίνο, το Άμστερνταμ και η Βαρκελώνη. «Ήθελα να φύγω από την Αμερική, αλλά να πάω σε μια μεγάλη πόλη», εξηγεί. «Βασική μου προτεραιότητα είναι να μπορώ να πηγαίνω στη δουλειά περπατώντας, να τρώω ό,τι θέλω όταν το θέλω και γενικά να έχω την άνεση του κέντρου της πόλης». Μέχρι εκείνο το σημείο η Αθήνα δεν υπήρχε ούτε σαν σκέψη. 

Η Beat (πρώην Taxi Beat) ιδρύθηκε το 2011 από τον Νίκο Δρανδάκη, με αφορμή το ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να βρει ταξί στα βόρεια προάστια. Η εταιρεία έγινε πρωτοσέλιδο όταν το 2017 αγοράστηκε από τη γερμανική πολυεθνική Daimler, ο COO της οποίας έδειξε ενδιαφέρον για το βιογραφικό του Erik. Λίγες μέρες μετά, ο Erik πέρασε από την πρώτη του συνέντευξη στην Beat. Μέχρι τότε δεν είχε επισκεφτεί ποτέ την Αθήνα, ενώ οι φίλοι του στη Νέα Υόρκη δεν είχαν να πουν τα καλύτερα για την ελληνική πρωτεύουσα. Ωστόσο ο μισθός και η θέση (σήμερα είναι Vice President) ήταν δελεαστικά και αποδέχτηκε την πρόταση.  

O Erik έφτασε στην Αθήνα μία από τις σπάνιες μέρες που ήταν καλυμμένη από το χιόνι, τον Ιανουάριο του 2019. Από τότε η άποψή του άλλαξε πολύ προς το καλύτερο. «Από τη χειρότερη μέρα της χρονιάς μου στην Αθήνα βρέθηκα να ζω το πιο επικό καλοκαίρι που θα μπορούσε να μου προσφέρει ο πλανήτης», θυμάται. «Σήμερα απολαμβάνω έναν τρόπο ζωής που δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να μου προσφέρει η Νέα Υόρκη ή το Σαν Φρανσίσκο. Η Αθήνα είναι υποτιμημένη πόλη. Δεν είναι ευρέως γνωστό το πόσο μπορεί κάποιος να απολαύσει εδώ τη φιλοξενία, τις συναναστροφές, τη διασκέδαση. Νομίζω ότι πρόλαβα την τάση. Εννοώ ότι οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας στην Ελλάδα ήδη αυτή τη στιγμή αναζητούν ικανά στελέχη από το εξωτερικό προκειμένου να τα φέρουν στην Αθήνα και να τα εντάξουν στο δυναμικό τους. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, η πόλη δεν θα είναι πια η ίδια».


Manuel Capurso, ιδιοκτήτης εστιατορίου από την Ιταλία

«Αθηναίοι» από επιλογή-4

Το Λονδίνο στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν η πιο κοσμοπολίτικη, πολιτιστικά πλούσια και εμπορικά δυνατή πόλη στην Ευρώπη. Καμία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα δεν μπορούσε να το συναγωνιστεί. Όλα όμως άλλαξαν όταν οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ του Brexit. Εκατομμύρια ξένοι, οι οποίοι είχαν συνεισφέρει σημαντικά στο να κάνουν την πόλη το απίστευτο μέρος που ήταν, δεν αισθάνονταν πλέον ευπρόσδεκτοι. 

«Έζησα στο Λονδίνο δεκαέξι χρόνια και έφτασα να το αποκαλώ σπίτι μου», εξηγεί ο Manuel Capurso, με καταγωγή από το Μιλάνο. «Μετά το Brexit δεν ήθελα να μείνω στην Αγγλία και να ζω σαν πολίτης κατώτερης τάξης». Για την Αθήνα δεν ήξερε πολλά όταν αποφάσισε να μετακομίσει στην Ελλάδα. Είχε επισκεφτεί τη χώρα κάποιες φορές για το Φεστιβάλ Φωτογραφίας της Αθήνας και αντίστοιχα την Μπιενάλε Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης. «Είχα την επιθυμία να επιστρέψω στη Νότια Ευρώπη», λέει ο Manuel. «Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να κάνω κάτι σε ένα μέρος που αποτέλεσε τον αποδιοπομπαίο τράγο της κρίσης της Ευρώπης. Αλλά στ’ αλήθεια δεν ήξερα την Αθήνα καθόλου και ήταν ρίσκο». 

Αφού εργάστηκε ως φωτογράφος και User Experience designer, ο Manuel πήρε άλλο ένα ρίσκο όταν αποφάσισε να ανοίξει πιτσαρία στα Εξάρχεια, τη γειτονιά της παλιάς του φίλης και πλέον συνεταίρου του, Γεωργίας Στρατάκη. Το στήσιμο ήταν σχετικά εύκολο, αλλά προέκυψαν πολλά εμπόδια στην πορεία που καθυστέρησαν το άνοιγμα, όπως η αναμονή τεσσάρων μηνών για τη σύνδεση του φυσικού αερίου. Έπειτα από σχεδόν έναν χρόνο έρευνας και προετοιμασίας, η Valteziana Pizzeria άνοιξε τον Οκτώβριο του 2019 στην πεζοδρομημένη οδό Βαλτετσίου, απέναντι από το εμβληματικό υπαίθριο Cinema Riviera. Όλα τα υλικά που χρησιμοποιούνται, όπως το αλεύρι για τη ζύμη της πίτσας, η μοτσαρέλα και το προσούτο, είναι ιταλικά. Μόνο τα λαχανικά, η μπίρα και η λίστα κρασιών είναι ελληνικά.

Οι παροχές υψηλού επιπέδου βρήκαν μεγάλη αποδοχή, μέχρι που η πανδημία τούς ανάγκασε να τροποποιήσουν το concept της επιχείρησης. «Βλέπουμε την πίτσα σαν το θέατρο: οι άνθρωποι κάθονται γύρω από τον μεγάλο ξυλόφουρνο και παρακολουθούν τον σεφ επί το έργον», εξηγεί ο Μανουέλ. «Όμως οι περιορισμοί της πανδημίας μάς ανάγκασαν να περιοριστούμε στο delivery κατά τη διάρκεια των lockdowns. Είναι δύσκολο να προσαρμοστoύμε στις νέες συνθήκες και το δάνειο από το κράτος δεν συμβαδίζει με την τεράστια απώλεια κερδών. Παρακάμπτοντας την πανδημία, γενικά η Αθήνα είναι ένα εξαιρετικά καλό μέρος για την εστίαση. Οι Αθηναίοι, ειδικά οι νέοι, είναι ανοιχτοί σε νέες ιδέες και γεύσεις και εκτιμούν πραγματικά την ποιότητα».


Rebecca Rendina, φοιτήτρια τέχνης από την Ιταλία

«Αθηναίοι» από επιλογή-5

«Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά», λέει η Rebecca Rendina ανακαλώντας τις πρώτες της στιγμές στην Αθήνα, όταν μετακόμισε εδώ για να σπουδάσει. Παρόλο που μεγάλωσε στη Ρώμη με Ελληνίδα μητέρα, δεν είχε μιλήσει ποτέ ελληνικά στο σπίτι της και οι μοναδικές παραστάσεις που είχε από την Αθήνα ήταν στον δρόμο για τον Πειραιά, από όπου έφευγαν για οικογενειακές διακοπές στην Κρήτη. «Το μόνο που θυμόμουν από την παιδική μου ηλικία ήταν η σπανακόπιτα και ο freddo espresso», εξηγεί. «Δεν ήξερα τίποτα για την Αθήνα ούτε φανταζόμουν ότι είχε μια τόσο ακμάζουσα καλλιτεχνική σκηνή. Απλώς έψαχνα κάπου να συνεχίσω τις σπουδές μου όταν τελείωσα το γυμνάσιο».

Αφού ναυάγησε οποιαδήποτε άλλη επιλογή, η Rebecca μετακόμισε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2016, σε ηλικία 18 ετών, με σκοπό να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις για την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Κατά τις εξετάσεις, μέσα σε μία εβδομάδα έπρεπε να σχεδιάσει αρχαία ελληνικά αγάλματα. Η Rebecca ήταν μέσα στο κάτι λιγότερο από 10% που πέρασε ανάμεσα σε 1.000 υποψηφίους. Μόνο τότε αποκάλυψε στους καθηγητές ότι δεν μιλούσε ελληνικά. Και φτάνουμε στο σήμερα, όπου η Rebecca είναι 22 ετών, στο τρίτο έτος των σπουδών της στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τα ελληνικά της βελτιώθηκαν πολύ με το διάβασμα, την καθημερινή τριβή και τη δουλειά στο Laboratory Of Visual Culture του Ιδρύματος Ωνάση, αλλά και στο μπαρ Σπίρτο στα Εξάρχεια. Απολαμβάνει τη φοιτητική ζωή της και νιώθει ότι είναι πολύ καλύτερη από ό,τι θα ήταν στη Ρώμη ή σε κάποια άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη όπου οι φοιτητές ζουν αποκομμένοι εκτός του κέντρου. 

«Η Αθήνα προσφέρει υψηλή ποιότητα ζωής», εξηγεί. «Οι φοιτητές είναι συγκεντρωμένοι στο κέντρο, οπότε η κοινωνικοποίηση είναι πολύ εύκολη – όλοι οι φίλοι μου ζουν κοντά μου». Η Rebecca δεν είναι μόνο κοντά στους συμφοιτητές της, αλλά έχει πρόσβαση και στο στερέωμα της σύγχρονης τέχνης της Αθήνας, σε αντίθεση με άλλες μεγάλες πόλεις όπου το να προσεγγίσεις τους κλειστούς καλλιτεχνικούς κύκλους είναι από δύσκολο έως αδύνατο.

«Οι νέοι καλλιτέχνες έχουν πολλές επιλογές στην Αθήνα και πολλές ευκαιρίες χρηματοδότησης από το Ίδρυμα Ωνάση και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, καθώς και από ξένους θεσμούς όπως το Γαλλικό Ινστιτούτο ή το Goethe», εξηγεί. Ένα από τα αγαπημένα της projects ήταν η συμμετοχή της στο τριήμερο Live Action Role Play καλλιτεχνών του Onassis Blockchain Festival. «Το λατρεύω όταν η τέχνη, η μόδα και η νυχτερινή ζωή ενώνονται», εξηγεί η Rebecca. «Η νυχτερινή ζωή στην Αθήνα είναι τόσο ακατέργαστη και ανεπιτήδευτη. Είναι όλα πιο αυθόρμητα εδώ από οπουδήποτε αλλού, και αυτό αφήνει ελεύθερο χώρο για να συμβαίνουν νέα πράγματα διαρκώς».


Anastasia Miari, δημοσιογράφος από το Ηνωμένο Βασίλειο 

«Αθηναίοι» από επιλογή-6

«Αισθάνομαι μισή Ελληνίδα, μισή Βρετανίδα», εξηγεί η δημοσιογράφος Anastasia Miari, η οποία πράγματι γεννήθηκε στην Κέρκυρα από Έλληνα πατέρα και Αγγλίδα μητέρα. Έφυγε από την Κέρκυρα στα έντεκά της, συνέχισε το σχολείο στην Αγγλία, πέρασε τα εφηβικά της χρόνια στο Blackpool, ένα παραθαλάσσιο resort στη βόρεια Αγγλία, σπούδασε στο Μάντσεστερ και εργάστηκε για δέκα χρόνια στο Λονδίνο.  

Αν και παραδοσιακά το Λονδίνο αποτελεί πρόσφορο έδαφος για δημοσιογράφους, η Anastasia δεν ένιωθε αρκετά δημιουργική εκεί: «Στο Λονδίνο κάνεις ό,τι προκύψει προκειμένου να τα βγάλεις πέρα», θυμάται. «Έκανα κείμενα για ξενοδοχεία και για εταιρείες τροφίμων. Ήταν αποκαρδιωτικό και βαρετό, αλλά δεν είχα επιλογή, γιατί στο Λονδίνο δεν βγάζεις αρκετά χρήματα ως δημοσιογράφος ώστε να μπορείς να ζήσεις». 

Τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα κάθε χρόνο, και η Anastasia άρχισε να αναζητά νέα βάση. «Ήρθα πρώτη φορά στην Αθήνα το 2014 και πέρασα αξέχαστα. Η νυχτερινή ζωή της με συνεπήρε», λέει. «Εκείνη τη χρονιά η Αθήνα είχε παλμό αντίστοιχο με του Hackney (στο ανατολικό Λονδίνο) πριν από 20 χρόνια. Βασικά μου φάνηκε πολύ πιο συναρπαστική από το Λονδίνο». 

Αφότου επέστρεψε από ένα ταξίδι στο Μπουένος Άιρες στο Λονδίνο και πέρασε έναν μουντό χειμώνα, αποφάσισε ότι δεν πήγαινε άλλο και ότι θα μετακόμιζε στην Αθήνα τον Μάρτιο του 2018. «Είχα ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα», εξηγεί. «Κάποιοι άνθρωποι των media με ανακάλυψαν στη νέα μου βάση και άρχισα να δέχομαι προτάσεις συνεργασίας. Το χαμηλό κόστος ζωής μού έδωσε την ευκαιρία, παράλληλα με τη δουλειά, να επενδύω σε δημιουργικά projects, όπως ταινίες και podcasts». 

Από τότε η ζωή της Anastasia φαντάζει και είναι αξιοζήλευτη: κάθε καλοκαίρι επισκέπτεται ελληνικά νησιά και καταγράφει τις εμπειρίες της για ταξιδιωτικές εκδόσεις ανά τον κόσμο. Επίσης έγραψε τον οδηγό της Αθήνας για το Wallpaper και ολοκλήρωσε το βιβλίο της «Grand Dishes», που θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 2021 και έχει ως θέμα του τα διαχρονικά πιάτα των γιαγιάδων όλου του κόσμου – φυσικά περιλαμβάνει και τη δική της Ελληνίδα γιαγιά.  

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή