Eπάγγελμα: τηλεκριτικός στους New York Times

Eπάγγελμα: τηλεκριτικός στους New York Times

Ο Tζέιμς Πονιεγουόζικ σχολιάζει την πληθωρική μας τηλεοπτική εποχή.

18' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχουν συνεντεύξεις που τις νιώθεις «ημιτελείς», σαν τηλεοπτική σειρά που διακόπηκε άδοξα. Όχι γιατί κράτησαν λίγο, όχι γιατί οι λέξεις βγήκαν λίγες –κάθε άλλο– ή γιατί οι απαντήσεις δεν ήταν ενδιαφέρουσες, αλλά επειδή απλώς ήθελες κι άλλο. Ε, αυτό έπαθα με τον Τζέιμς Πονιεγουόζικ, τον αρχι-κριτικό τηλεόρασης των New York Times, έναν από τους πιο επιδραστικούς στις ΗΠΑ, ο οποίος τα τελευταία είκοσι χρόνια, ξεκινώντας από το περιοδικό Time, έχει καλύψει τη λεγόμενη «χρυσή εποχή» της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας. Ήθελα να ζητήσω τη γνώμη του για κάθε σίριαλ που την ίδια περίοδο αγάπησα κι εγώ. Αν γινόταν, θα του ζητούσα να στρέψει την κάμερα του υπολογιστή στα ράφια με τα DVD του για να χαζέψω, αφού κι εγώ είχα το μικρόβιο της συλλογής, και προηγουμένως συμφωνήσαμε ότι εδώ και χρόνια απλώς πιάνουν σκόνη, αλλά βρίσκουμε δύσκολο το να τα αποχωριστούμε. Ήθελα να τον ρωτήσω πού τοποθετεί το «Justified» ως νεο-γουέστερν, αν το «Battlestar Galactica» είναι ένα φιλοσοφικό αριστούργημα με περιτύλιγμα επιστημονικής φαντασίας, αν ο Λάρι Ντέιβιντ είναι ο πιο αστείος άνθρωπος στον κόσμο και αν το «South Park» είναι ό,τι πιο διαχρονικά τολμηρό έχει παιχτεί στην TV, αλλά φυσικά ο χρόνος δεν έφτασε. Εξ ου και η αίσθηση του ανολοκλήρωτου.

Ρώτησα όμως για ένα πρόσφατο άρθρο γνώμης του στους NYT, με τίτλο «2020, η χρονιά που όλα έγιναν τηλεόραση». Όχι μόνο η ψυχαγωγία και η ενημέρωσή μας, δηλαδή, αλλά και η δουλειά μας, και οι προσωπικές στιγμές μας, και η επικοινωνία μας με τους αγαπημένους μας. Τι, δηλαδή; Έτσι θα ζούμε τώρα; Με ένα γαλάζιο φως (από το κινητό, το τάμπλετ, το λάπτοπ, την τηλεόραση) στο πρόσωπο; Ή είναι κάτι περαστικό, που οφείλεται στη συγκυρία της πανδημίας; «Φυσικά και το φαινόμενο του να βιώνουμε σχεδόν τα πάντα μέσα από μια οθόνη εκπορεύεται από την πανδημία και, όταν αυτή περάσει, θα ξεχυθούμε έξω για να ξαναζήσουμε τη φυσική επαφή, αλλά όντως νομίζω ότι θα υπάρξουν κάποιες μόνιμες αλλαγές». Όπως; «Δεν χρειάζεται να κάνουμε διά ζώσης όλες τις συναντήσεις μας. Ανακαλύψαμε ότι μπορούμε να εργαστούμε και χωρίς να πηγαίνουμε στο γραφείο κάθε μέρα. Θα συνηθίσουμε στην ιδέα ότι το Zoom μπορεί υπό προϋποθέσεις να γίνει ένα καλό υποκατάστατο ενός επαγγελματικού ταξιδιού. Με την ευρύτερη έννοια, πιστεύω ότι η πανδημία έμαθε στους ανθρώπους παλαιότερων γενεών αυτό που οι νεότεροι ήδη ξέρουν. Ότι οι εικονικές συναντήσεις και αλληλεπιδράσεις είναι το ίδιο “αληθινές” με αυτές της φυσικής παρουσίας».

Ας μιλήσουμε για τηλεόραση, λοιπόν.

Πόσο δύσκολη κάνει τη δουλειά σας η υπερπροσφορά προγραμμάτων; Ζείτε με τη μόνιμη αγωνία ότι κάτι σας ξεφεύγει;
Νομίζω πως πρέπει να αποδεχτείς, ως τηλεκριτικός σήμερα, ότι δεν πρόκειται να δεις τα πάντα. Να πάρεις απόφαση ότι η δουλειά μας είναι περισσότερο να δειγματίζουμε, να επιλέγουμε αυτά που θεωρούμε πιο ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας σε μια εποχή υπερπροσφοράς. Θεωρώ σημαντικό να μη γράφεις για θέματα στα οποία θα αναφερθεί το 95% των άλλων κριτικών και να αφιερώνεις μέρος του χρόνου σου στο να αναδεικνύεις προγράμματα που θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό περιεχομένου. Όταν ξεκινούσα, πριν από είκοσι χρόνια, η δουλειά ήταν κάπως πιο συγκρίσιμη με εκείνη του κινηματογραφικού κριτικού. Ούτε αυτός μπορεί να παρακολουθήσει όποια ταινία βγαίνει, υπάρχει όμως η εύλογη προσδοκία από αυτόν να δει κάθε «μεγάλη» ταινία ευρείας διανομής. Όμως μια ταινία είναι πεπερασμένη – αφιερώνεις δύο ώρες, ξεμπέρδεψες. Πριν από είκοσι χρόνια, ως τηλεκριτικός, φυσικά και αντιμετώπιζες πολύ μεγαλύτερο όγκο τηλεοπτικών προγραμμάτων από ό,τι κινηματογραφικών ταινιών, αλλά ίσχυε η ίδια εύλογη προσδοκία τού να παρακολουθείς κάθε σημαντική κυκλοφορία των μεγάλων τηλεοπτικών δικτύων, όπως και των λίγων, τότε, καλωδιακών, που πρόσφεραν ψυχαγωγικό πρόγραμμα. Σήμερα, το να είσαι τηλεκριτικός είναι σαν να είσαι κριτικός βιβλίων. Ακόμα και σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο θα βρεις περισσότερους τίτλους από όσους θα μπορούσες να διαβάσεις σε όλη σου τη ζωή. Η δουλειά σου είναι να «σκανάρεις», να διαβάζεις μερικές σελίδες, πολλά να τα πετάς και κάποια να τα βάζεις στην άκρη και να τους αφιερώνεις μεγαλύτερη προσοχή, επειδή κρίνεις ότι έχουν περισσότερο ενδιαφέρον. Να φιλτράρεις.

Περιμένατε ποτέ ότι το 2019 θα μετρούσαμε 532 σειρές μυθοπλασίας μόνο στις ΗΠΑ;
Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε κάποιος να το προβλέψει. Σαφώς δεν περίμενα ότι το Netflix θα γίνει διανομέας πρωτότυπου περιεχομένου, πόσω μάλλον ότι θα υπήρχε ένα επιχειρηματικό μοντέλο που θα υποστήριζε τέτοιο όγκο τηλεοπτικού προγράμματος αξιώσεων – όχι μόνο μυθοπλασίας, αλλά και εκπομπών λόγου, αθλητικών, ειδησεογραφίας κ.λπ. Πριν από είκοσι χρόνια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όπως οι «Sopranos» στο HBO, στις ΗΠΑ οι περισσότερες σειρές παίζονταν στα λίγα μεγάλα δίκτυα και θα έπρεπε να αποκτήσουν ένα κοινό τουλάχιστον 15 εκατομμυρίων για να επιβιώσουν. Μια σειρά μπορούσε να κοπεί αν είχε «μόνο» 10 εκατομμύρια θεατές, αριθμός που σήμερα, με το κοινό τόσο κατακερματισμένο, θα την καθιστούσε μία από τις πιο επιτυχημένες. Σε ένα μέσο όπως η τηλεόραση, το επιχειρηματικό κομμάτι συχνά είναι αυτό που σχηματοποιεί τη δημιουργία. Σαφώς λοιπόν δεν είχα προβλέψει ότι τα επιχειρηματικά μοντέλα θα άλλαζαν τόσο πολύ, ώστε να υποστηρίζουν τη δημιουργική έκρηξη που βλέπουμε σήμερα.

Πώς μοιράζετε τον χρόνο σας ανάμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες προγραμμάτων;
Κατά κανόνα πρέπει να περνώ πολύ περισσότερο χρόνο παρακολουθώντας ψυχαγωγική τηλεόραση –κυρίως σειρές, αλλά και reality και ντοκιμαντέρ–, γιατί αυτή τροφοδοτεί τον κύριο όγκο των κριτικών μου και γιατί απαιτούνται περισσότερες ώρες προκειμένου να έχεις μια εποπτεία. Αυτό όμως ποικίλλει από βδομάδα σε βδομάδα. Όταν καλύπτω την τηλεοπτική παρουσίαση ενός μεγάλου γεγονότος, όπως οι εκλογές, θα περάσουν διαστήματα που θα βλέπω μόνο εκπομπές λόγου και ειδήσεις – π.χ., όταν διεξάγεται κάποιο μεγάλο συνέδριο κόμματος. Και επειδή τα τελευταία χρόνια είχαμε έναν πρόεδρο που ήρθε στο προσκήνιο ως πρωταγωνιστής reality show, έγραφα πιο συχνά για την επίδραση της τηλεόρασης στον δημόσιο βίο. Με την αλλαγή στην προεδρία, μάλλον θα έχω τον χρόνο να εστιάσω περισσότερο σε προγράμματα μυθοπλασίας. Πέραν αυτού, βλέπω αποσπασματικά τα βραδινά talk shows για να ξέρω «τι παίζει», αλλά δεν τους αφιερώνω χρόνο. Σπορ δεν βλέπω καθόλου. Μπορεί να έχω τις ειδήσεις στο mute την ώρα που δουλεύω, αλλά πέραν αυτού αποφεύγω να βλέπω πολλές ειδήσεις σε καλωδιακά κανάλια όταν δεν χρειάζεται για τη δουλειά, γιατί δηλητηριάζουν το μυαλό.

Μπορείτε να απολαμβάνετε μια σειρά σαν απλός θεατής, χωρίς να κρατάτε σημειώσεις;
Υποθέτω πως ο κριτικός πάντα κρύβεται σε μια γωνιά του μυαλού. Σαφώς όμως υπάρχει το στοιχείο της απόλαυσης και είναι απαραίτητο να περνάς κάποιον χρόνο όπου απλώς «αφήνεσαι» σε μια καλή σειρά σαν απλός τηλεθεατής, χωρίς να κρατάς σημειώσεις, χωρίς να υπεραναλύεις κάθε σκηνή, χωρίς να πατάς pause-rewind για να παρατηρήσεις λεπτομέρειες. Είναι μια διαφορετική εμπειρία ή μάλλον μια διαφορετική όψη της ίδιας εμπειρίας, εξίσου σημαντική. Όταν βγήκε το «Mad Men», μια σειρά που οι κριτικοί λάτρεψαν γιατί ήταν τόσο λογοτεχνική, τόσο μεστή σε νοήματα και μεταφορές, τόσο απολαυστική να γράφεις γι’ αυτήν, έκανα κριτική κάθε επεισοδίου στο site του Time. Μετά τις πρώτες σεζόν «κάηκα», με κούρασε. Όταν ξαναείδα λοιπόν το «Mad Men» ως απλός θεατής, χωρίς να αφιερώνω δύο ώρες μετά από κάθε επεισόδιο για να βρω τι θα γράψω, όντως το απόλαυσα περισσότερο. Κι όταν πια ολοκληρώθηκε, του αφιέρωσα το μεγαλύτερο άρθρο που έχω γράψει ποτέ –15.000 λέξεις–, με το χέρι μου να το οδηγεί σε μεγάλο βαθμό η εμπειρία μου ως απλού θεατή. Αυτή μου έδωσε μια διαφορετική οπτική, με βοήθησε να το δω σαν ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, αντί να το βάζω στο μικροσκόπιο και να εστιάζω στις λεπτομέρειες. Το «Better Things» είναι ένα άλλο παράδειγμα. Έγραψα κριτική για την εξαιρετική τρίτη σεζόν του, αλλά μου έδωσε απίστευτη χαρά που κάθισα και απόλαυσα τόσο εγωιστικά την τέταρτη σεζόν, χωρίς το άγχος να βρω τι νέο μπορώ να γράψω γι’ αυτό.

Πολλοί λένε ότι διανύουμε την Τρίτη Χρυσή Εποχή της τηλεόρασης ή την εποχή του Peak TV*. Συμφωνείτε με αυτές τις «ετικέτες»;
Δεν μου πολυαρέσουν τέτοιοι προσδιορισμοί, γιατί απλώς δεν πιστεύω ότι η ανθρωπότητα γίνεται πιο δημιουργική τη μία δεκαετία σε σύγκριση με κάποια άλλη. Υπάρχουν πολλές χρυσές εποχές της τηλεόρασης που μπορώ να αναγνωρίσω· για κάποιους είναι η δεκαετία του ’50, για άλλους η εποχή μετά τους «Sopranos». Αν και λίγοι μιλούν για τα ’70s, θεωρώ ότι και αυτά ήταν μια χρυσή εποχή για το είδος της τηλεοπτικής κωμωδίας καταστάσεων, των sitcoms, με τον Νόρμαν Λιρ ως δημιουργό να υπογράφει τη μία επιτυχία μετά την άλλη. Θα έλεγα ότι το αποτύπωμα μιας εποχής μπορείς να το αντιληφθείς μόνο αναδρομικά. Πέρυσι, με τους συναδέλφους μου κάναμε μια λίστα με τα 20 καλύτερα τηλεοπτικά δράματα της μετά «Sopranos» εποχής και συνειδητοποίησα ότι το συγκεκριμένο είδος έχει περάσει τρεις διαδοχικές, διακριτές περιόδους τα τελευταία είκοσι χρόνια. Oι «Sopranos» ας πούμε ότι εγκαινιάζουν την κλασική εποχή της δραματουργίας τύπου HBO, με σειρές όπως το «Deadwood» ή και το «Shield»: μεγαλόπνοες σειρές, σκοτεινές και βίαιες, φιλόδοξες, με προβληματικούς άνδρες αντιήρωες στο επίκεντρο. Μετά απομακρυνόμαστε από αυτό το είδος, που περιλάμβανε σειρές Μαφίας, γουέστερν, αστυνομικές και τα συναφή, και περνάμε σε μια εποχή μεγαλύτερης ποικιλομορφίας, που σηματοδοτείται από το «Mad Men» – ένα δράμα πολύ πιο ευρύ, βγαλμένο από την «κανονική ζωή» των «λευκών κολάρων». Τέλος, γύρω στο 2013-2014 έχουμε την εποχή του Netflix, με το streaming να επιτρέπει στο κοινό να βλέπει πολλά επεισόδια μαζί, άρα αλλάζει τους κανόνες της αφήγησης και τη δομή των ιστοριών. Κυρίως όμως την εποχή αυτή, η οποία ξεκινά με σειρές όπως το «Orange is the New Black», το «Transparent» ή το «Atlanta», οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα γίνονται δυσδιάκριτες. Αισθάνομαι ότι πολλή δημιουργική ενέργεια στη σημερινή τηλεόραση διοχετεύεται σε σειρές που είναι λίγο κωμωδία, λίγο δράμα, λίγο κάτι ενδιάμεσο.

Θα λέγατε ότι το HBΟ υπήρξε η πιο τολμηρή δημιουργική δύναμη όλα αυτά τα χρόνια;
Σαφώς και το τηλεοπτικό δράμα ήταν εντελώς διαφορετικό πριν και μετά τους «Sopranos». Μιλάμε για ένα από τα κορυφαία τηλεοπτικά δράματα όλων των εποχών και, έχοντας ξαναδεί πρόσφατα μεγάλο μέρος του, πιστεύω ότι αντέχει στον χρόνο. Το HBO εμπότισε το είδος με μια λογοτεχνική φιλοδοξία, όπου γινόταν εξερεύνηση θεμάτων και χαρακτήρων που πριν θα βλέπαμε στις ταινίες, π.χ. ενός Μάρτιν Σκορσέζε. Επίσης, στο πρόσωπο του Τόνι Σοπράνο εισήγαγε τον αρχετυπικό τηλεοπτικό αντιήρωα, έναν κεντρικό χαρακτήρα χαρισματικό, που σίγουρα μας γοητεύει, αλλά δεν τον συμπαθούμε απαραίτητα ούτε τον θεωρούμε «καλό άνθρωπο». Την παλιά εποχή της τηλεόρασης, αυτό αποτελούσε ακραία εξαίρεση και πιθανότατα θα καταδίκαζε μια σειρά σε αποτυχία. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί, και ο τρόπος με τον οποίο το HBO προεξέτεινε τις δημιουργικές δυνατότητες ενός μέσου όπως η τηλεόραση, δικαιολογούν το ότι μιλάμε σήμερα για τους «Sopranos» με όρους «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν». Έχουμε το τηλεοπτικό δράμα «προ Τόνι Σοπράνο» και «μετά Τόνι Σοπράνο».

Ένας μαφιόζος σε ψυχοθεραπεία, που έχει προβλήματα με τη μητέρα του…
Όντως, η αρχική συνθήκη θα μπορούσε περίπου να αναπτυχθεί ως κωμωδία. Στους «Sopranos» υπήρχαν πολλές εξαιρετικά αστείες στιγμές και άλλες όπου οι χαρακτήρες αντιμετώπιζαν σοβαρές, δραματικές καταστάσεις. Δεν ήταν απλώς μια βίαιη σειρά. Ήταν σκοτεινή και αμείλικτη με την ανθρώπινη φύση. Στην τηλεόραση παλαιότερα υπήρχε ένας άγραφος κανόνας, ότι χρειαζόταν ένα φως αισιοδοξίας. Οι «καλοί» κάπως έπρεπε να «νικήσουν». Οι άνθρωποι έπρεπε να είναι ικανοί να ωριμάσουν, να μάθουν, να γίνουν καλύτεροι. Η κεντρική ιδέα των «Sopranos» είναι ότι οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν, δεν αλλάζουν, ότι το είδος μας είναι ικανό για καλοσύνη μέχρις ενός σημείου και δεν πάει παραπάνω. Περισσότερο και από τη βία, τη βωμολοχία, το γυμνό και ό,τι άλλο μπορείς να δείξεις σε μια σειρά του HBO, αυτή ήταν η καινοτομία που έφερε στην τηλεόραση η συγκεκριμένη σειρά.

Ας μιλήσουμε για το Netflix. Η θεωρία τους είναι ότι η τεράστια ποικιλία του προσφερόμενου περιεχομένου, μέσω κάποιων αλγορίθμων, οδηγεί τελικά στην απόλυτη εξατομίκευση της ψυχαγωγίας μας. Συμφωνείτε;
Σαφέστατα η κυριαρχία του Netflix είναι ό,τι πιο σημαντικό έχει γίνει στην τηλεόραση στην εποχή μας. Ακόμα και εμείς, ως επαγγελματίες του χώρου, μόλις που αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε το πώς αλλάζει την τέχνη, τον τρόπο αφήγησης, το μέσο και τη σχέση των ανθρώπων μαζί του. Eίναι ταυτόχρονα ό,τι μεγαλύτερο και ό,τι μικρότερο έχουμε δει στην τηλεόραση ποτέ.

Πώς το εννοείτε;
Κατ’ αρχάς, το Netflix κομίζει την έννοια ενός συγκεντρωτικού μέσου όπου όλοι οι άνθρωποι θα απευθύνονται για την ψυχαγωγία τους. Αυτό που κάποτε είχαμε στην Αμερική ήταν τα μεγάλα δίκτυα, ABC, NBC, CBS, και δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι συντονίζονταν στις συχνότητές τους κάθε βράδυ και έβλεπαν το ίδιο πρόγραμμα. Τη δεκαετία του ’80 ήρθε η καλωδιακή τηλεόραση, με δεκάδες επιλογές καναλιών, και κατακερμάτισε το κοινό. Και πλέον έχεις ένα Netflix να συγκεντρώνει ένα τεράστιο κοινό ξανά, έχοντας περισσότερους συνδρομητές από ό,τι είχε το μεγαλύτερο αμερικανικό δίκτυο τη δεκαετία του ’60, αλλά με μία διαφορά: κανείς δεν βλέπει το ίδιο Netflix. Η κλασική φόρμουλα της «παλιάς» τηλεόρασης ήταν το σόου του Εντ Σάλιβαν, ένα μεγάλο βαριετέ που είχε κάτι για όλους: από τους Beatles μέχρι μαριονέτες για τα παιδιά ή κάτι για τους ηλικιωμένους… Το Netflix έχει επίσης κάτι για τον καθένα, αλλά ξεχωριστά. Χορταστική ψυχαγωγία για όλη την οικογένεια, φρικτά βίαιο splatter και οτιδήποτε ενδιάμεσο. Ακόμα και η εναρκτήρια οθόνη που σε υποδέχεται, με τα μενού και τα εικονίδια, είναι άλλη για μένα και άλλη για σένα – κόβεται και ράβεται στα γούστα μας. Έχει συγκεντρώσει και κινητοποιήσει ένα τεράστιο κοινό με τρόπους που δεν έχουμε ακόμα κατανοήσει.

Και, επιπλέον, είναι ένας πανίσχυρος παραγωγός, που σύντομα θα ξοδεύει πάνω από 20 δισ. τον χρόνο για πρωτότυπο περιεχόμενο. Το βλέπετε σαν μια δύναμη δημιουργίας;
Μπορεί να γίνει, αν και δεν έχω μετρήσει πόσες από τις σειρές και τις ταινίες του γυρίζονται από το Netflix ή απλώς αγοράζονται. Εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες του ίντερνετ, δεν έχει συγκεκριμένο ωρολόγιο πρόγραμμα να γεμίσει, δεν έχει περιορισμούς σε χώρο ή χρόνο, άρα μπορεί να συστήσει σε πολλούς ανθρώπους την τηλεόραση άλλων χωρών, άλλων πολιτισμών… Δυνητικά αυτό είναι θετικό, αλλά ελλοχεύουν και κίνδυνοι όταν έχεις μια τέτοια παγκόσμια τηλεοπτική δύναμη. Κατ’ αρχάς, ό,τι εκτίθεται σε περισσότερα μάτια μέσω του interface είναι αυτό που το ίδιο το Netflix θέλει να αναδείξει. Επιπλέον, έχουμε δει και περιπτώσεις όπου αποφασίζει να «κατεβάσει» προγράμματα σε ορισμένες χώρες, άρα δεν δείχνει την ίδια προσήλωση στην καλλιτεχνική ελευθερία που άλλοι φορείς ενδεχομένως θα είχαν. Γενικά μιλώντας, πάντως, το να κάνεις μια τόσο μεγάλη «βιβλιοθήκη» περιεχομένου προσβάσιμη σε τόσους ανθρώπους από όλο τον κόσμο είναι δυνητικά κάτι καλό.

Τουλάχιστον στην Ελλάδα, πολυσυζητημένες σειρές του Netflix που γνωρίζουν επιτυχία «μιλούν» τουρκικά, όπως το «Ethos», ισπανικά, όπως το «La Casa de Papel», κ.ο.κ. Στην Αμερική έχουν απήχηση μη αγγλόφωνες σειρές;
Υπήρχε πάντα μια προκατάληψη του αμερικανικού κοινού υπέρ των αμερικανικών σειρών. Στην εφημερίδα ευτυχώς είμαστε τρεις κριτικοί και μπορούμε να καλύπτουμε και προγράμματα από τρίτες χώρες, εφόσον όμως είναι εύκολα προσβάσιμες. Αλλά και αυτό έχει αρχίσει να μεταβάλλεται χάρη στο Netflix. Ένα παράδειγμα είναι η σειρά «Borgen», που για χρόνια κυκλοφορούσε μόνο σε DVD και ως εκ τούτου δεν έτυχε μεγάλης προβολής, παρόλο που πολλοί κριτικοί –ανάμεσά τους και εγώ– συμφωνούσαν ότι είναι εξαιρετική. Πρόσφατα μπήκε στο streaming, άρχισε να συζητιέται, και σκέφτομαι να δω και τις τρεις σεζόν του και να γράψω κάτι γι’ αυτό. Αντίστοιχο παράδειγμα είναι το «Babylon Berlin», που βρήκε στις ΗΠΑ ένα κοινό που θα ήταν αδύνατο να βρει πριν από δέκα χρόνια.

Μιλώντας για προσβασιμότητα στις σειρές και δεδομένου ότι το «κατέβασμα» με torrents είναι παράνομο, δικαιούται ένας τηλεθεατής που διαβάζει για ένα τηλεοπτικό αριστούργημα που δεν είναι διαθέσιμο στη χώρα του να το αναζητήσει πλαγίως στο ίντερνετ; Υπάρχει και το παράδειγμα του «Game of Thrones», που γιγαντώθηκε ως φαινόμενο μέσα από την πειρατεία.

Καλή ερώτηση. Όντως το HBO αποδέχθηκε κάποια στιγμή αυτό που γινόταν με το «Game of Thrones» και αποφάσισε ότι δεν άξιζε τον κόπο να το κυνηγήσει. Αλλά δεν είναι όλες οι σειρές «Game of Thrones», και άλλοι δημιουργοί μπορεί να «πονέσουν» πολύ από την πειρατεία. Προσωπικά αγαπώ πολύ την τέχνη και τους καλλιτέχνες και πιστεύω ότι πρέπει να μπορούν να βιοπορίζονται από το έργο τους. Αν έχεις τη δυνατότητα να πληρώσεις για κάτι, πρέπει να το κάνεις, αλλιώς πρέπει να ζήσεις χωρίς αυτό. Εξυπακούεται ότι οι μεγάλες εταιρείες πρέπει να κάνουν το περιεχόμενό τους προσβάσιμο σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Αν δεν σου δίνουν καν την επιλογή να το πληρώσεις, δεν θα πω ότι επικροτώ το να το αναζητήσεις μέσω άλλων οδών, αλλά το κατανοώ.

Μπορεί κανείς να διακινδυνεύσει μια πρόβλεψη για το πώς θα διαμορφωθεί το τοπίο μέσα από αυτή τη «γιγαντομαχία» ανάμεσα σε πλατφόρμες – Netflix, Amazon, Disney, Apple κ.ά.; 
Από τη σκοπιά του θεατή είναι σαφώς θετικό να έχεις περισσότερα και καλύτερα προγράμματα να διαλέξεις. Ως καταναλωτής, πάλι, είναι ένα ερώτημα πόσα χρήματα θα πρέπει να ξοδεύεις για διάφορες συνδρομές, με τόσες πλατφόρμες να διεκδικούν το δικό τους μερίδιο. Πού θα οδηγήσει ο ανταγωνισμός; Μια εικασία που μπορώ να κάνω, επειδή οι περισσότερες από τις εταιρείες αυτές προέρχονται από τον χώρο της τεχνολογίας, βασίζεται στο τι είχε συμβεί πριν στην τεχνολογία. Όσο μαίνεται ο «πόλεμος» για την κυριαρχία, οι εταιρείες αυτές δεν έχουν πρόβλημα να σκορπίσουν δισεκατομμύρια των επενδυτών τους και να χάνουν χρήματα για χρόνια, μέχρι να εγκαθιδρύσουν την κυριαρχία τους. Τι γίνεται όμως μετά, όταν κάποιοι παίκτες φύγουν από την αγορά και ο ανταγωνισμός δεν είναι τόσο έντονος; Θα έχουν το κίνητρο να συνεχίσουν τις μεγάλες επενδύσεις σε ποιοτικά προγράμματα; Η ανησυχία μου είναι ότι δεν θα έχουν. Θα γίνει ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα, θα έχεις νικητές και χαμένους, όχι τόσο ποιοτικό περιεχόμενο και όχι τόσες επενδύσεις.


Παλιές αγάπες – και ένα λάθος

Eπάγγελμα: τηλεκριτικός στους New York Times-1
Εικονογράφηση: Βασίλης Γεωργίου

Πρέπει να ρωτήσω ποιες είναι οι αγαπημένες σας σειρές όλων των εποχών.
Πολύ κοντά στην καρδιά μου είναι το «Freaks and Geeks»**. Συνέπεσε με την εποχή που ξεκινούσα ως κριτικός τηλεόρασης, εκτυλισσόταν στα μέρη όπου μεγάλωσα (ένα προάστιο του Ντιτρόιτ) και αντανακλούσε το πνεύμα της εποχής με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί στην τηλεόραση. Πηγαίνοντας πιο πίσω, στα ‘70s, νιώθω μεγάλη οικειότητα με κάποιες κωμικές σειρές που ήταν κάπως ακατάλληλες για την ηλικία μου, όπως το «All in the Family», το «Mary Tyler Moore Show», το «Μ*A*S*H» βεβαίως, γιατί έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωσή μου, στο πώς αντιλαμβάνομαι την κωμωδία και τον κόσμο. Τέλος, έχοντας πλέον ο ίδιος παιδιά στην εφηβεία, επιστρέφουμε σε μερικές πιο πρόσφατες σειρές, όπως οι «Sopranos», αλλά πρέπει να πω ότι αυτό που αντέχει περισσότερο στη δεύτερη θέαση είναι το «Mad Men». Δεν έχει ούτε ένα δευτερόλεπτο περιττό. Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, κάθε ατάκα εμπεριέχει τόσα μηνύματα και επίπεδα, που πραγματικά με εντυπωσιάζει το επίπεδο της δεξιοτεχνίας του, παρόλο που το έχω ξαναδεί. Και, φυσικά, για την εποχή μας είναι το αντίθετο της πολιτικής ορθότητας. Είναι μια ιστορία τρόμου με συμπεριφορές που κάποτε θεωρούνταν φυσιολογικές.

Υπήρξε περίπτωση που πέσατε τραγικά έξω στην κρίση σας για μια σειρά;
Φυσικά. Με το «Succession». Όταν το πρωτοείδα, δεν μου άρεσε καθόλου. Βρήκα ότι δεν είχε τον σωστό τόνο, ότι πλασαριζόταν υπερβολικά ως κωμωδία, ότι ήταν μοχθηρό και κυνικό χωρίς λόγο, πραγματικά δεν κατάλαβα την απήχησή του. Όμως άκουγα από διαφόρους ότι γίνεται όλο και καλύτερο και τελικά πείστηκα να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία. Του έδωσα τις δέκα ώρες που χρειάζονταν για να δω ολόκληρη τη σεζόν, και όντως πρόκειται για εξαιρετική τηλεόραση.


Ο Τραμπ και τα νυχτερινά talk shows

Eπάγγελμα: τηλεκριτικός στους New York Times-2
Εικονογράφηση: Βασίλης Γεωργίου

Θα γινόταν ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ ένας ενδιαφέρων χαρακτήρας τηλεοπτικής σειράς; Ας πούμε μιας πολιτικής σάτιρας σαν αυτές του μετρ του είδους, Αρμάντο Ιανούτσι; 
Ήδη γίνονται προσπάθειες να γυριστούν ταινίες και σειρές γι’ αυτή την εποχή, αλλά θα είναι δύσκολο, γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ήδη τηλεοπτικός χαρακτήρας. Έτσι καθιερώθηκε από τη δεκαετία του ’80 ήδη – μια μιντιακή περσόνα που υποδυόταν έναν χαρακτήρα, που ήταν την ίδια στιγμή αστεία και τρομακτική. Σάτιρες όπως το «The Thick of It» ή το «Veep» του Ιανούτσι βασίζονται στο αξίωμα ότι υπάρχει ένα ελάχιστο όριο ικανότητας και σοβαρότητας που αναμένουμε από τους πολιτικούς, ως εκ τούτου μπορούμε να διακωμωδήσουμε τυχόν «παλιάτσους» που μπαίνουν στην πολιτική και είναι τόσο ανίκανοι που περνούν κάτω και από τον κατώτερο πήχη. Όταν έχεις για πρόεδρο αυτή τη φιγούρα, που εκπέμπει το μήνυμα «πάρτε με στα σοβαρά, αλλά μη με παίρνετε στα σοβαρά», κάποιον που διαλύει ακόμα και τις ελάχιστες προσδοκίες για το τι σημαίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, τότε είναι δύσκολο να τον σατιρίσεις, γιατί βρίσκεται ήδη εκτός του πλαισίου της σάτιρας, που έχει σκοπό να σε κάνει να γελάσεις. Αναρωτιέμαι τι ταινίες ή σειρές θα δούμε γι’ αυτή την εποχή, αλλά πιστεύω ότι οι καλύτερες δεν θα αναφέρονται προσωπικά στον Τραμπ. Ένα παράδειγμα είναι το «Succession», μια εξαιρετική σειρά για την παντοδυναμία των μίντια που μπορεί να οδηγήσει έναν τέτοιο άνθρωπο στην εξουσία.

Μου κάνει εντύπωση η σφοδρότητα με την οποία κάθε βράδυ όλοι οι παρουσιαστές talk shows διακωμωδούσαν έναν πρόεδρο. Πιστεύετε ότι άσκησαν κάποια πολιτική επιρροή;
Όχι. Ίσως με τον έμμεσο τρόπο τού να δίνουν μια κοινή «γλώσσα» για να συζητούν άνθρωποι που τα παρακολουθούσαν και ήταν έτσι κι αλλιώς κατά του Τραμπ. Πιστεύω ότι ουδέποτε αυτές οι εκπομπές άσκησαν κάποια πολιτική επιρροή – μάλλον αντανακλούσαν μεταβολές που ήδη συντελούνταν στην κοινή γνώμη. Δεκαετίες πριν, είχες ένα διαφορετικό περιβάλλον, όπου εκατομμύρια τηλεθεατές με διαφορετικά πολιτικά πιστεύω έβλεπαν τον Τζόνι Κάρσον. Αν ο Κάρσον άρχιζε να διακωμωδεί τον Νίξον ή τον Κάρτερ, αυτό θα είχε αντίκτυπο και ίσως έκανε κάποιους να σκεφτούν διαφορετικά. Σήμερα αυτές οι εκπομπές απευθύνονται σε συγκεκριμένα κοινά και βασικά στην περίπτωση του Τραμπ είχες αντι-Τραμπ παρουσιαστές να απευθύνονται σε ένα αντι-Τραμπ κοινό. Δεν ξέρω αν η αποχώρησή του θα βλάψει τις θεαματικότητές τους, αλλά μάλλον θα ωφελήσει την ποιότητα της κωμωδίας τους, γιατί είχε καταντήσει βαρετό να διακωμωδείς κάθε βράδυ κάποιον που είναι ήδη κωμική φιγούρα.

Ο Τζέιμς προτείνει… τα καλύτερα του 2020 

«Better Call Saul» (AMC)
«Better Things» (FX)
«City So Real» (National Geographic) και «The Good Lord Bird» (Showtime)
«I May Destroy You» (HBO)
«Keep Your Hands Off Eizouken!» (Crunchyroll)
«Mrs. America» (FX on Hulu)
«Normal People» (Hulu)
«Pen15» (Hulu)
«P-Valley» (Starz)
«What We Do in the Shadows» (FX)

 * Όρος που ανήκει στον CEO του δικτύου FX, Tζον Λάντγκραφ, και αφενός περιγράφει την εποχή υπερπροσφοράς σύνθετων, φιλόδοξων, υψηλής ποιότητας σειρών διεθνούς απήχησης, αφετέρου υπαινίσσεται ότι νομοτελειακά ο όγκος τους θα φτάσει σε μια κορύφωση και θα αρχίσει σταδιακά να υποχωρεί.
 ** Μια νεανική δραματική κωμωδία του 1999-2000, εξαιρετικά βραχύβια πλην τρομερά επιδραστική, που ανέδειξε τον Τζαντ Άπατοου ως παραγωγό – σεναριογράφο και πολλούς από τους πρωταγωνιστές της σύγχρονης αμερικανικής κωμωδίας, όπως ο Σεθ Ρόγκεν, ο Τζέιμς Φράνκο, ο Τζέισον Σίγκελ κ.ά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή