Από την «Ορέστεια» στο «The Wire»

Από την «Ορέστεια» στο «The Wire»

Μπορούν τα επιτεύγματα της «χρυσής εποχής» της τηλεόρασης να συγκριθούν με τις μεγάλες λογοτεχνικές αφηγήσεις;

6' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Βασικά, ξεσκίσαμε τους Έλληνες», έλεγε ο Ντέιβιντ Σάιμον σε παλαιότερη τηλεοπτική συνέντευξη. Αναφερόταν στο αριστούργημά του, τη σειρά «The Wire» (ΗΒΟ, 2002-2008), που είναι ίσως ό,τι πιο κοντινό από την τηλεόραση μπορεί να συγκριθεί με τη γνήσια λογοτεχνία. 

Η αποστροφή του Σάιμον χρειάζεται μια εξήγηση βέβαια. Λέγοντας «Έλληνες», εννοεί τους αρχαίους Έλληνες. Και, πιο συγκεκριμένα, τους αρχαίους τραγικούς. Είναι, ίσως, η τρανή επιβεβαίωση ότι οι αρχαίοι τραγικοί «τα είπανε όλα» για την ανθρώπινη κατάσταση ανεξαρτήτως χρόνου και χώρου, τόσο που ένας Αμερικανός πρώην αστυνομικός ρεπόρτερ και νυν σεναριογράφος (ένας γνήσιος story-teller με άλλα λόγια) να μπορεί να αφομοιώσει επιρροές από π.χ. την «Ορέστεια» στη δική του αποτύπωση ενός κομματιού της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας: σχέσεις αίματος, σχέσεις εξουσίας, παρανομία, κρατική βία, ύβρις, ελεύθερη βούληση και πεπρωμένο, κ.λπ.

Ωστόσο, το «Ξεσκίσαμε τους Έλληνες» του Σάιμον προσωπικά με παραπέμπει στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη, το θεμελιακό κείμενο πίσω από κάθε αφήγηση. Στην «Ποιητική», ο Αριστοτέλης αναλύει, μέσα κυρίως από το παράδειγμα του «Οιδίποδα Τύραννου» (το κορυφαίο δείγμα τραγωδίας κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο), ποια είναι η υποδειγματική αφήγηση μιας ιστορίας και πώς πραγματώνεται μια δραστική αφήγηση. Μολονότι έχει ως σημείο αναφοράς την τραγωδία, η αναλυτική της εμβέλεια καλύπτει κάθε είδος αφήγησης: μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, θέατρο, σενάριο – οτιδήποτε βγαίνει μέσα από τον πεζό λόγο. Υπό μία έννοια, ακόμα και ένα εκτενές αφηγηματικό ρεπορτάζ θα μπορούσε να αντλήσει από τη θεωρητική σκευή που παρέχει η «Ποιητική». 

Όλο αυτό μπορεί να ακούγεται πολύ κολακευτικό για εμάς τους Έλληνες. Υπό μία έννοια, είναι, όπως και σχεδόν οτιδήποτε αφορά την αρχαία ελληνική γραμματολογία. Όμως, από μια άλλη σκοπιά, δεν είναι: σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, εμείς, ως Έλληνες, ως συγγραφείς, αφηγητές κάθε είδους, αγνοούμε τους καρπούς της «Ποιητικής». Αν ήταν αλλιώς, ίσως να μην ακούγαμε τόσο συχνά την επωδό «πάσχει από σενάριο» όταν αναφερόμαστε σε ελληνική ταινία ή σειρά…

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Φυσικά, οι Αμερικανοί είχαν «ξεσκίσει τους Έλληνες» πολύ πριν το κάνει ο Σάιμον. Κυρίως, οι Αμερικανοί έχουν «ξεσκίσει» την «Ποιητική»: σε όλες τις σοβαρές σχολές δημιουργικής γραφής και ειδικά κινηματογραφικού σεναρίου, η «Ποιητική» ήταν και παραμένει σημείο αναφοράς – με μια ειδοποιό διαφορά: ο Αριστοτέλης επιμένει στη δραματική δύναμη της δυσάρεστης κατάληξης μιας ιστορίας. Το λέει ευθέως, προτρέποντάς μας να φανταστούμε πόσο άκομψο θα ήταν να βλέπαμε στο τέλος της «Ορέστειας» τον Ορέστη με τον Αίγισθο να αποχωρούν από τη σκηνή πιασμένοι χέρι χέρι. Το Χόλιγουντ όμως έκανε ακριβώς αυτό: στα «Σαγόνια του καρχαρία», ο Μεγάλος Λευκός δεν τους τρώει όλους, οι ήρωες σκοτώνουν το τέρας και επιστρέφουν στην ακτή με γέλια και χαρές. 

Ο Σάιμον βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της αφηγηματικής γραμμής. Περιορίζομαι στο «The Wire», καθώς το θεωρώ κορυφαία στιγμή όχι μόνο του Σάιμον αλλά και ολόκληρης, έως τώρα, της λεγόμενης «χρυσής εποχής» της τηλεόρασης. Ξεκίνησε δειλά τη δεκαετία του 1990 με το «πειραγμένο» «Twin Peaks» (ABC, Showtime, 1990-91, 2017) του Ντέιβιντ  Λιντς και, βέβαια, με τους έξοχους «Sopranos» (HBO, 1999-2007). 

Κυρίως, το «The Wire» φέρει κατεξοχήν γνήσιες λογοτεχνικές αρετές: είναι ένα μεγάλο, ρεαλιστικό (αν όχι και νατουραλιστικό), σύγχρονο την ίδια στιγμή, μυθιστόρημα, με μια πλειάδα χαρακτήρων και, πάνω απ’ όλα, χωρίς καλούς και κακούς επί της ουσίας. Και, οπωσδήποτε, δεν υπάρχει διόλου «χάπι εντ», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι κάθε κύκλος ή και όλη η σειρά κλείνει απαισιόδοξα. 

Περισσότερο, θα έλεγα, αποτυπώνει με αριστοτεχνικό τρόπο τις αντιφάσεις μέσα στην ανθρώπινη φύση, τις αντιφάσεις του ανθρώπινου βίου, το δίκαιο να θριαμβεύει πλάι πλάι στους θριάμβους της αδικίας, δίνοντας έναν τόνο κάθαρσης σε κάθε φινάλε, ειδικά στο οριστικό, του τελευταίου κύκλου.
Δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο κοντά στην αρχαία τραγωδία όλο αυτό όπου δεν έχουμε ποτέ μια μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό (όπως στο Χόλιγουντ) αλλά ανάμεσα στο καλό και στο καλό ή και ανάμεσα στο κακό και στο κακό.
 
Το τραγικό στοιχείο πηγάζει κυρίως από αυτή την πτυχή: ποιος είναι ο δίκαιος και ποιος ο άδικος στην «Ορέστεια»; Ο Ορέστης που σκοτώνει τη μητέρα του είναι άδικος; Ναι, αλλά και εκείνη διέταξε τη δολοφονία του πατέρα του, και μάλιστα από τον εραστή. Όμως και ο πατέρας του θυσίασε την κόρη του, και αδελφή του Ορέστη, για να εξευμενίσει τους θεούς εν όψει της εκστρατείας. Ποιος ξεκίνησε τον κύκλο του αίματος; Πότε αποδίδεται δικαιοσύνη; Αποδίδεται; 

Στο «The Wire» βλέπουμε σε μικρογραφίες, είτε στις γωνίες των δρόμων όπου «πουσάρονται» τα ναρκωτικά είτε στους συνδικαλιστές του λιμανιού και τη μαφία που το πολιορκεί είτε στους κόλπους της αστυνομίας είτε στα πολιτικά παρασκήνια του δήμου της πόλης είτε στην αίθουσα σύνταξης της εφημερίδας της πόλης κ.λπ., τέτοια σχήματα να επαναλαμβάνονται με έναν τόσο δραστικό, πειστικό τρόπο, που σπάνια έχουμε συναντήσει στην ιστορία της τηλεόρασης παγκοσμίως. 

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ειρωνεία είναι πως το πιο τρανταχτό επιχείρημα πως το «The Wire» διέθετε αρετές λογοτεχνικού έργου είναι ότι αρκετοί «το βαρέθηκαν» από τα πρώτα επεισόδια. Πέρα από όσους παρεξήγησαν πως είχαν να κάνουν με ένα ακόμα συμβατικό αστυνομικό σίριαλ, οι πράγματι ιδιαίτεροι ρυθμοί του, ο διαλογικός του χαρακτήρας, όλα αυτά αποξένωσαν τους πιο ανυπόμονους και σίγουρα όσους έχουν (έχουμε) συνηθίσει σε έναν πιο νευρώδη τηλεοπτικό ρυθμό. 

Το «The Wire» δεν είναι η μοναδική σειρά που μοιάζει να απαιτεί πολλά από τον τηλεθεατή. Είναι όμως θαρρώ η πιο χαρακτηριστική. Τώρα, το γιατί η τηλεόραση (η αμερικανική, η ισραηλινή, η σκανδιναβική, η βρετανική κ.ά.) βρέθηκε σε έναν «χρυσό αιώνα», αυτό έχει να κάνει και με ορισμένες συγκυρίες: η «εφηβικοποίηση» του σινεμά στην Αμερική (με την κυριαρχία των κόμικς και με σαφή στόχευση των εταιρειών παραγωγής στο νεανικό κοινό) έστρεψε σκηνοθέτες και σεναριογράφους αξίας στις νέες τηλεοπτικές πλατφόρμες, οι οποίες τους προσέφεραν πολύ μεγαλύτερες ελευθερίες έκφρασης, πειραματισμού, με γυρίσματα, μοντάζ κ.λπ. κινηματογραφικού επιπέδου. Υψηλού επιπέδου είναι και τα ντοκιμαντέρ που γυρίζονται (αφηγηματικά, συναγωνίζονται τις καλύτερες μυθοπλασίες), αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο. 

Τι καλό βγήκε από αυτό; Εντελώς ενδεικτικά: «Top of the Lake» (BBC UKTV, BBC2, 2013-17) της Τζέιν Κάμπιον, «The Night of» (HBO 2016, σεναριογράφος εδώ ένας ακόμα σημαντικός συγγραφέας που είχε συμμετοχή και στο «The Wire», ο Ρίτσαρντ Πράις), το εκπληκτικό «The Left Overs» (HBO 2014-17, στον πρώτο κύκλο και στα τελευταία επεισόδια του τρίτου), το αλά New Age «Sense8» (Netflix, 2015-18) των αδελφών Γουατσόφσκι, το σχεδόν ονειρικό «The Young Pope» (Sky Atlantic, HBO, Canal+, 2016), ενός ακόμα κινηματογραφιστή, του Πάολο Σορεντίνο, το σαιξπηρικής έμπνευσης αλλά τόσο σύγχρονο «Succession» (ΗΒΟ, 2018-σήμερα, από τον εξαιρετικό Τζέσε Άρμστρονγκ), το δυστοπικό βρετανικό «Black Mirror» (Channel 4/Netflix, 2011-σήμερα) – και να αναφέρουμε και δύο «λοξές» κωμικές σειρές: το αμερικανικό αλά Φίλιπ Ροθ «Μέθοδος Κομίνσκι» (Netflix, 2018-σήμερα) και το βρετανικό «Fleabag» (BBC, 2016-19) της Φοίβης Γουόλερ-Μπριτζ. 

Όμως, ας μη γελιόμαστε: άλλη η γλώσσα της τηλεόρασης (ή του σινεμά) και άλλη εκείνη της λογοτεχνίας. Το «The Wire» ή το «Six Feet Under» (HBO, 2001-05) ή το «True Detective» (ΗΒΟ, 2014-19, πρώτος και τρίτος κύκλος) ή το «Fargo» ή το γαλλικό «Les Revenants» (Canal+, 2012-15, αυστηρά πρώτος κύκλος) ή και το πιο πρόσφατο «The Crown» (Netflix, 2016-σήμερα, μια απρόσμενη αποτύπωση των αντιφάσεων της ανθρώπινης ψυχής σε χαρακτήρες που εύκολα θα μπορούσαν είτε να παρουσιαστούν αγιοποιημένοι ή δαιμονοποιημένοι, γραφικοί), είναι, προπάντων, καλή τηλεόραση. Δεν είναι, δεν θα μπορούσαν να είναι, λογοτεχνία. Όταν όμως ένας σύγχρονος και άξιος story-teller ξέρει πώς να «ξεσκίζει τους (αρχαίους) Έλληνες», δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αυτό που παρακολουθούμε έχει μια βαθύτητα, μια δραστικότητα και μια ευρύτητα που συνήθως συναντάμε σε ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα.  ■

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή