Ιστορίες για Όσκαρ

Τέσσερις ταινίες που ξεχώρισαν σε μια εποχή ειδικών συνθηκών και κλειστών σινεμά, υπογραμμίζοντας τη σημασία του διαφορετικού και τοποθετώντας τους θεατές στη θέση του «άλλου».

9' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ό,τι υπάρχει στη μνήμη μένει ζωντανό», λέει η Φερν, πρωταγωνίστρια στην ταινία «Nomadland» της Κλόε Ζάο, την οποία υποδύεται καθηλωτικά η Φράνσις Μακ Ντόρμαντ. H Φερν θυμάται τον πατέρα της να λέει αυτή τη φράση και κάνει τα λόγια του πράξη για χάρη του άνδρα της. Ο άνδρας της δεν γνώρισε τους γονείς του, δεν απέκτησε ποτέ παιδιά και, αν δεν υπήρχε η Φερν να απλώσει ρίζες δίπλα του, να γίνει μάρτυρας των αποτυπωμάτων του σε αυτή τη Γη και να τον διατηρήσει ζωντανό στη μνήμη της, θα ήταν σαν να μην πέρασε ποτέ από αυτή τη ζωή. Μετά την απώλεια του άνδρα της, της σταθερής δουλειάς της και του σπιτιού της εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2011, η Φερν πουλάει όλα τα υλικά υπάρχοντά της, αγοράζει ένα βαν, που το μετατρέπει στο νέο κινητό σπίτι της, και ξεκινάει ένα ταξίδι χωρίς πλάνο. «Δεν είμαι χωρίς σπίτι, είμαι χωρίς στέγη. Μην ανησυχείς για μένα», απαντά η Φερν σε μια έφηβη πρώην μαθήτριά της που μιμείται την αντίδραση της μητέρας της και νιώθει λύπηση για τη Φερν.

H Ζάο είναι η σκηνοθέτις που ξεκίνησε από το Πεκίνο και κέρδισε το Χόλιγουντ ως μια νέα φωνή στο indie σινεμά που ακούγεται πάνω από όλες τις υπόλοιπες, χωρίς να υψώνει τα ντεσιμπέλ της. Τίποτα στην προσωπικότητα και τη σκηνοθετική ματιά της δεν φωνάζει, αλλά κερδίζει την προσοχή με μια ήρεμη δύναμη που πηγάζει από την κατανόηση ότι δεν υπάρχει τίποτα παντοτινό και καμία απόλυτη, πανανθρώπινη αλήθεια. Υμνεί την παροδική φύση της ζωής και τις διαφορετικές ανθρώπινες ιστορίες. Τις ιστορίες όσων έχουμε τοποθετήσει στο περιθώριο, γιατί πάνε κόντρα στην εικόνα του γνώριμου κοινωνικοοικονομικού συστήματος, το οποίο υποτίθεται πως μας προσφέρει ανακούφιση και σταθερότητα. Είναι ιστορίες που ήρθε η ώρα να αναδυθούν, σαν τον αέρα που έχει εγκλωβιστεί στα πετρώματα στην έρημο της Αριζόνα και ανοίγει τρύπες για να απελευθερωθεί, δημιουργώντας τα εντυπωσιακά σκηνικά στη φύση που απαθανατίζει με την κάμερά της η Ζάο και θαυμάζει η Φερν.

Στο «Nomadland» εμφανίζονται οι Μπομπ Γουέλς και Λίντα Μέι, δύο πραγματικοί νομάδες που υποδύονται μια εκδοχή του εαυτού τους και δείχνουν στη Φερν τον τρόπο για να ζήσει παράλληλα με αυτούς τη ζωή που ποθούσε πάντα ως ελεύθερη μέσα στη φύση. Το σκηνοθετικό βλέμμα της Ζάο συλλαμβάνει τους νομάδες ως αγέρωχα και συγχρόνως σπαρακτικά ανθρώπινους, ενώ μας δείχνει την ενσυναίσθηση και την αποδοχή για ό,τι μας τρομάζει ως διαφορετικό ή το απορρίπτουμε ως υποδεέστερο.

Υπάρχει μια κομβική σκηνή σε αυτό το road movie με ένα μεγάλο μονοπλάνο της Ζάο, όπου η Φερν περπατάει ανάμεσα στα φορτηγάκια και τα τροχόσπιτα των νομάδων στην κοινότητα όπου εγκαταστάθηκε προσωρινά, χαιρετώντας όσους έχει προλάβει να γνωρίσει και απολαμβάνοντας το ηλιοβασίλεμα. «Αυτή η σκηνή είναι η πρώτη φορά από όταν άφησε το σπίτι της που η Φερν νιώθει ότι μπορεί να σταματήσει για λίγο, ότι για μια στιγμή όλα θα είναι καλά μέχρι όλοι να φύγουν πάλι. Αυτή είναι μια διαρκής αίσθηση όταν είσαι στον δρόμο, όταν δημιουργείς μια σύνδεση με τη γη και τους ανθρώπους και μερικές μέρες μετά, όλοι φεύγουν. Επομένως, νιώθεις αλλεπάλληλα το κέρδος και την απώλεια, και το αποτέλεσμα είναι να αποκτήσεις μια υγιή σχέση με την παροδική φύση όλων στη ζωή», σχολιάζει για τη συγκεκριμένη σκηνή η Ζάο, ξετυλίγοντας το όραμά της γι’ αυτό το road movie που σάρωσε στις υποψηφιότητες των Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Α΄ Γυναικείου Ρόλου για τη Μακ Ντόρμαντ.

Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Στην ταινία «Sound of Metal», o Ρούμπεν, τον οποίο υποδύεται ο Ριζ Άχμεντ, είναι ένας ντράμερ πανκ μέταλ μουσικής και πρώην χρήστης ναρκωτικών, ο οποίος χάνει στην αρχή μερικώς και αργότερα ολοκληρωτικά την ακοή του. Είδα την ταινία λίγες μέρες μετά το «Nomadland» και η αίσθηση ήταν γνώριμη όταν άκουσα τον απεγνωσμένο Ρούμπεν, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ό,τι του συμβαίνει, να λέει: «Τι σημασία έχει; Απλώς περνάει. Αν εξαφανιστώ, ποιος θα νοιαστεί; Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Αλήθεια. Και αυτό είναι εντάξει. Αυτή είναι η ζωή. Αλήθεια. Εντάξει; Απλώς περνάει». 

Ιστορίες για Όσκαρ-1
Ο Ριζ Άχμεντ υποδύεται έναν ντράμερ και πρώην χρήστη ναρκωτικών στο «Sound of Metal». ©Ryan Lowry/The New York Times

Ο Ρούμπεν έχει αναγκαστεί να σταματήσει την ατέρμονη περιοδεία του μέσα σε ένα τροχόσπιτο με τη Λου, τη σύντροφό του, που τον βοήθησε να απεξαρτηθεί, προκειμένου να φιλοξενηθεί στην κοινότητα των κωφών και να συμφιλιωθεί με το ότι πρέπει να μάθει νέους τρόπους αλληλεπίδρασης με τον κόσμο γύρω του. Ο Ρούμπεν δεν γνωρίζει πώς είναι ο κόσμος των κωφών και πώς μπορεί να λειτουργήσει ως μέλος του, εν μέρει και επειδή, όπως και εμείς, δεν έχει συνεισφέρει για να δημιουργηθεί μια συμπεριληπτική κοινωνία. Ο σκηνοθέτης Ντάριους Μάρντερ και ο sound designer Νίκολας Μπέκερ δημιουργούν πλάνα στα οποία δεν ακούγεται απολύτως τίποτα, και εμείς, μαζί με τον Ρούμπεν, παρακολουθούμε αποκλεισμένοι από επεξήγηση τους διαλόγους σε νοηματική γλώσσα κατά τη διάρκεια ενός δείπνου στην κοινότητα. Είναι συγκλονιστικό το ότι εμείς νιώθουμε άβολα και δεν έχουμε πρόσβαση στο νόημα για μερικά μονάχα λεπτά, σε σύγκριση με εκείνους για τους οποίους αυτή είναι η καθημερινότητα.

Ο Άχμεντ είναι ο πρώτος μουσουλμάνος πακιστανικής καταγωγής ηθοποιός υποψήφιος για Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου και πέρασε έναν ολόκληρο χρόνο δουλεύοντας με κοινότητες κωφών και πρώην χρηστών, μαθαίνοντας τη νοηματική γλώσσα, μαθαίνοντας να παίζει ντραμς, να προσλαμβάνει τις ηχητικές δονήσεις μέσα από το σώμα του, να αφήνεται στο ένστικτο και στις αισθήσεις του, προκειμένου να γίνει φορέας άγνωστων στην πλειονότητα ιστοριών μέσα από την ένταση της ερμηνείας του. «Όταν σταματάς να υπεραναλύεις και να ελέγχεις τη σκέψη σου, το σώμα σου αποκτά μια ευφυΐα στην οποία παραδίνεσαι. Η δημιουργικότητα έχει περισσότερη φυσική διάσταση από όση αντιλαμβανόμαστε», δήλωσε ο ίδιος για την έντονη ψυχολογικά και σωματικά διαδικασία προετοιμασίας για τον ρόλο του. 

Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ #ΜΕΤΟΟ

Παρακολουθώντας την ταινία «Promising Young Woman» της σκηνοθέτιδας Έμεραλντ Φένελ, το μόνο που αποτέλεσε έκπληξη (σε μια γυναίκα θεατή) είναι η αναπάντεχη επιλογή των τραγουδιών, μια σαρκαστική αντιπαράθεση μεταξύ αντικρουόμενων οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων – θηλυκή, εκδικητική οργή στα πλάνα και μελωδική θηλυκή ποπ στα ηχεία. Στην ταινία ερχόμαστε σε επαφή με κάθε περίπτωση σεξιστικού κλισέ, επίθεσης, σεξουαλικής παρενόχλησης, βιασμού, catcalling, gaslighting και κάθε όρου που έχει δημιουργηθεί για να δώσει όνομα και μορφή σε όσα έχουν υποστεί οι γυναίκες από την ανδρική ψυχολογική, λεκτική και σωματική βία. Εκτός από το soundtrack, το δεύτερο ανατρεπτικό στοιχείο στην υπόθεση είναι το τέλος, μια στιγμή ανακούφισης για την απόδοση δικαιοσύνης, που έρχεται επιτέλους, μια στιγμή κορύφωσης για όλο το κίνημα #ΜeΤoo, ένα φινάλε που μοιάζει να παίρνει αχόρταγα πίσω το συλλογικό αίμα των γυναικών που αφέθηκαν να νιώθουν ότι έφταιγαν, ότι τα ήθελαν και ότι είναι κατώτερες στα μάτια του νόμου και στο πλαίσιο της πατριαρχικής κοινωνίας – ενώ οι δράστες κυκλοφορούν ατιμώρητοι.

Ιστορίες για Όσκαρ-2
Η Έμεραλντ Φένελ δίνει εκκωφαντικό «παρών» στο σινεμά του σήμερα και του αύριο με το «Promising Young Woman». © Taylor Jewell/Invision/AP

Το «Promising Young Woman» μπορεί να το δει κανείς ως μια εισαγωγή στη γυναικεία ζωή, αλλά η σημαντικότερη συνεισφορά του είναι πάλι στο επίπεδο της ενσυναίσθησης και της ενημέρωσης για όσα αντιμετωπίζει μόνο ένα μέρος του κοινωνικού συνόλου – λειτουργεί ως παράθυρο και καθρέφτης για οποιονδήποτε άνδρα θέλει να μπει στη θέση μας και να σταθεί κριτικά απέναντι στον εαυτό του, να καταλάβει γιατί δεν υπάρχει τίποτε αυτονόητο στον αγώνα των γυναικών για ασφάλεια και έλεγχο του σώματος και της αφήγησής μας, να απορρίψει όσα έχει μάθει να θεωρεί νορμάλ και πταίσματα, να ακούσει, να αλλάξει, να έρθει με το μέρος μας.

Η Φένελ είναι ένα πολυδιάστατο ταλέντο που δεν έχει περάσει απαρατήρητο μέχρι στιγμής, αλλά δίνει πρώτη φορά ένα τόσο εκκωφαντικό «παρών» στον κινηματογράφο ως σεναριογράφος, σκηνοθέτις και παραγωγός του «Promising Young Woman», για το οποίο είναι υποψήφια για Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Δύο γυναίκες υποψήφιες για Όσκαρ Σκηνοθεσίας είναι μία ακόμα απρόσμενη συγκυρία των φετινών υποψηφιοτήτων, αλλά ειδικά η υποψηφιότητα της Φένελ έρχεται σε μια κομβική στιγμή για τον αγώνα του #ΜeΤoo σε παγκόσμιο επίπεδο. «Ξαφνικά, νιώθω πως ο κόσμος ακούει για πρώτη φορά και είναι πολύ δεκτικός στη συζήτηση. Είμαι απίστευτα ταραγμένη με όσα συμβαίνουν», δήλωσε η Φένελ σε συνέντευξή της μετά την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων Όσκαρ, αναφερόμενη στην πρόσφατη δολοφονία της Σάρα Έβεραρντ. 

ΑΡΩΜΑ ΑΠΟ ΜΙΝΑΡΙ

Ας κλείσουμε με την ταινία «Minari», την ποιητική ιστορία μιας οικογένειας Κορεατών μεταναστών στις ΗΠΑ. Ο Τζέικομπ ονειρεύεται να αποκτήσει ένα κομμάτι γης στην Καλιφόρνια και να φτιάξει μια φάρμα, για να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά του, τη γυναίκα του Μόνικα και τα δύο παιδιά τους Ντέιβιντ και Αν. Παράλληλα, δουλεύουν σε ένα εκκολαπτήριο, όπου οι Ασιάτες μετανάστες είναι εξπέρ στην αναγνώριση του φύλου των νεοσσών κοτόπουλων, ένα επάγγελμα την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα πλήρως.

Το ζευγάρι επικοινωνεί γλωσσικά στα κορεατικά, αλλά συναισθηματικά και ουσιαστικά σε καμία γλώσσα, ενώ ο Ντέιβιντ και η Αν εξασκούνται και στα αγγλικά. Έπειτα από λίγο καιρό καταφθάνει να μείνει μαζί τους και η μητέρα της Μόνικα, που κουβαλά μαζί της φαγητά και ενθύμια από την Κορέα, σπόρους από το ανθεκτικό φυτό μινάρι, τη μυρωδιά του παλιού και της Κορέας και όσα παλεύει να αφήσει πίσω του ο Τζέικομπ.

Ιστορίες για Όσκαρ-3
Η Γέρι Χαν και ο Στίβεν Γέουν, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι στη νέα έκπληξη που μας έρχεται από την Κορέα, το «Minari». © Ethan Johnson/A24 via AP

Το ότι μπορείς εύκολα να καταλάβεις τους συμβολισμούς δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να σε μαγέψει με τη δύναμη, τη γλώσσα, τον ρυθμό, τις εικόνες και το νόημά της. Στο «Minari» δεν υπάρχουν οι πολυεπίπεδοι συμβολισμοί που είχαν τα «Παράσιτα», η περσινή κορεατική ταινία που κέρδισε όλα τα βραβεία αλλά και τις καρδιές των θεατών παγκοσμίως. Όμως, η βαθιά ανθρώπινη αγωνία όσων εγκαταλείπουν τις ρίζες τους για να κυνηγήσουν μια καλύτερη τύχη σε άλλη γη και κουλτούρα, η ανάγκη για επιβίωση, ασφάλεια, ευημερία, επικοινωνία, η πάλη ανάμεσα στην παράδοση και στο μοντέρνο όραμα είναι έκδηλες σε κάθε πλάνο, σε κάθε κίνηση, αλλά κυρίως στο παθιασμένο, επίμονο και άκαμπτα προσηλωμένο στον στόχο βλέμμα του Τζέικομπ – τον υποδύεται ο Στίβεν Γέουν. Ο Γέουν είναι υποψήφιος για Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου και μέχρι την τελευταία στιγμή καθρεφτίζονται στα μάτια του όλα όσα νιώθει και βλέπει· από το όραμα της ευτυχίας που βλέπει να ανθίζει καταπράσινο για λίγο μπροστά του μέχρι τις πορτοκαλί φλόγες που καίνε το όνειρό του.

Αυτό που αγάπησα στο «Minari» είναι το ότι μπορεί η ιστορία του να είναι η ιστορία τόσων οικογενειών μεταναστών που επιχείρησαν κάτι αντίστοιχο, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια ιστορία που δίνει έμφαση στις ιδιοσυγκρασίες και στους χαρακτήρες μιας συγκεκριμένης οικογένειας – είναι ο Ντέιβιντ που φοράει πάντα καουμπόικες μπότες, είναι ο Τζέικομπ και η Μόνικα που έχουν το δικό τους τραγούδι, είναι η Αν, ώριμη ως μεγάλη αδερφή, και είναι η γιαγιά που μαθαίνει στα εγγόνια της να βρίζουν και να παίζουν χαρτιά.

Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από ιστορίες που μπορεί να μοιάζουν ίδιες αν τις κοιτάς από το φεγγάρι, αλλά που είναι και τόσο διαφορετικές όταν ρίχνεις την κάμερα στις γωνιές όπου δεν έχει φτάσει το φως του. Το νέο σινεμά που φωτίζει αυτές τις γωνιές του και καλλιεργεί ένα γόνιμο έδαφος για την ανθρώπινη ενσυναίσθηση είναι ο πραγματικός νικητής των φετινών Όσκαρ. ■

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή