Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με μερικά από τα καλύτερα τυριά της Νάξου και δύο πασίγνωστα εστιατόρια της Αθήνας. Και όμως, είναι αρχιτέκτονας. Ξεκίνησε ως παιδί βοσκών στη Νάξο να δουλεύει στα ζώα της οικογένειάς του και να αναζητεί ερεθίσματα για να τροφοδοτήσει την καλλιτεχνική του φύση και κατέληξε επικεφαλής αρχιτεκτονικού σχεδιασμού της εταιρείας Korres, με το αρχιτεκτονικό του γραφείο, την Trail, να αφήνει το δικό της ίχνος.
Ανοίγει τις φωτογραφίες στο κινητό του, «θέλω να σου δείξω κάτι», λέει. Η πρώτη εικόνα είναι ένα παράθυρο μιας εφήμερης αλουμινένιας κατασκευής. Η δεύτερη δείχνει μια κατασκευή με τσιμεντόλιθους που αφήνουν κενά μεταξύ τους σαν σταυρόλεξο. Η τρίτη μοιάζει με διαχωριστικό –μπετόν κάτω, συρματόπλεγμα στη μέση, ξύλινη επιφάνεια πάνω– που προσπαθεί να κρύψει ένα εργοτάξιο. «Το πιο σημαντικό πράγμα στη διαδικασία του σχεδιασμού είναι η σύνθεση», λέει. «Εγώ έχω την τάση να παρατηρώ πράγματα που έχουν προκύψει συνθετικά, με αυθόρμητο τρόπο. Να στέκομαι σε αυτά και να προσπαθώ να επανασυνθέσω, χρησιμοποιώντας τα ως αναφορές. Μπορεί να είναι η σχέση αυτού του παραθύρου κάπου στις Αχαρνές με το υλικό της επιφάνειας. Μπορεί να είναι το κόλπο με τους τσιμεντόλιθους που έχει κάνει ένας μπάρμπας στο νησί. Αν σχεδίαζα αυτή τη στιγμή έναν χώρο, ενδεχομένως να επιχειρούσα να φτιάξω έναν κύβο με αυτή την τεχνική των τσιμεντόλιθων σε όλες τις πλευρές, προσπαθώντας να εφαρμοστεί ακόμα και στις οροφές». Μα θα σου έπεφταν στο κεφάλι, λέω αυθόρμητα. «Μοιάζει ανέφικτο, όμως μέρος της δουλειάς είναι να το κάνεις εφικτό. Σε αυτό το διαχωριστικό στη Νέα Υόρκη βλέπω τρία υλικά που θα μπορούσαν να είναι η πρόσοψη ενός κτιρίου. Το πιο σύνηθες στον κλάδο είναι να αναζητούμε αναφορές στο web. Προκειμένου να αποφύγω αυτό, επιστρέφω συχνά σε αυτές τις φωτογραφίες και δουλεύω, ώστε να αποκτήσουν τις ποιότητες και τα χαρακτηριστικά που θέλω».
«Ο χώρος ήταν πάντα σημαντικός,γιατί δεν τον είχα»
Ο Μάνος έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον χώρο. Κι αυτό ξεκινάει από τότε που ήταν πολύ μικρός. Τότε που ζούσε ακόμα στο Φιλότι της Νάξου, το μεγαλύτερο χωριό των Κυκλάδων (1.800 κάτοικοι, το 70% ασχολούνται με την κτηνοτροφία) και δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι τη δουλειά των γονιών του, τα ζώα και τα τυριά. Το εκτίμησε μεγάλος. «Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω πόσο σημαντικό είναι, πόσο αυθεντικό και ουσιώδες». Τότε όμως είχε άλλες ανησυχίες. «Είμαι το τρίτο παιδί της οικογένειας, ήρθα σχεδόν κατά λάθος. Στο σπίτι τα παιδιά είχαμε μόνο ένα υπνοδωμάτιο, τα κρεβάτια τα είχαν πιάσει οι άλλοι δύο. Για πολλά χρόνια κοιμόμουν στην κούνια, μετά μαζί με την αδερφή μου και μεγαλύτερος στον καναπέ. Η αναζήτησή μου με τον χώρο είχε ξεκινήσει γιατί δεν τον είχα. Και τον καταλάβαινα, ίσως γιατί τον πρόσεχα επειδή μου έλειπε». Τον πρώτο χώρο τον σχεδίασε έξι-επτά χρονών. Ήταν μια τουαλέτα για το μιτάτο, το σπίτι του βοσκού που κάθε κτηνοτροφική οικογένεια έχει εκεί που βόσκει τα ζώα. Το μιτάτο είναι δίχωρο δωμάτιο προσανατολισμένο στο βουνό, που έχει κρεβάτι, τζάκι και τραπέζι. Εκεί περνούσε τα Σαββατοκύριακα και τα καλοκαίρια. «Το θλιβερό ήταν τα ελάχιστα ερεθίσματα. Διψούσα για κάτι άλλο. Μια μέρα με σταμάτησε η μητέρα ενός συμμαθητή μου, που ήταν δικηγόρος. Μου έδειξε ένα βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη εικονογραφημένο με πίνακες του Εγγονόπουλου νομίζω. Αισθάνθηκα ότι μπήκα σε ένα εικαστικό σύμπαν, ήταν μαγική στιγμή. Ζωγράφιζα συνέχεια –ήμουν πολύ καλός– και εκτονωνόμουν στην τοπική θεατρική ομάδα, που ήταν σπουδαία. Οι γονείς μου σέβονταν τη διαφορετικότητά μου και προσπαθούσαν να τη διαχειριστούν. Ήταν και είναι και οι δύο εξαιρετικοί άνθρωποι. Η μαμά μου μας κατηύθυνε πάντα να μη σκεφτόμαστε με τον τρόπο που σκέφτονται στο χωριό. Η ίδια ήταν ένα κορίτσι που ο πατέρας της δεν την άφησε να συνεχίσει το γυμνάσιο, για να τον βοηθήσει με το κοπάδι. Ζούσε όλο τον χρόνο με τον μπαμπά και τον θείο στο μιτάτο, μακριά από το σπίτι, και το μόνο που την τροφοδοτούσε ήταν τα πράγματα που έβγαζε η θάλασσα και τα φώτα της Πάρου. Απέκτησε μια ευαισθησία και δημιούργησε μια αντίληψη στην οικογένεια που οφειλόταν και σε κάτι ακόμα. Μετά τον πόλεμο οι Φιλοτίτισσες που είχαν γεννήσει έρχονταν στην Αθήνα για να προσφέρουν το γάλα τους σε μωρά, στα αστικά σπίτια της εποχής. Μεταξύ αυτών και κάποιες από τις γιαγιάδες μου, που έρχονταν στην Αθήνα, έβλεπαν έναν νέο τρόπο ζωής και γυρίζοντας προσπαθούσαν να κατευθύνουν την οικογένεια προς αυτόν, πιστεύοντας ότι είναι ο σωστός. Δεν είναι ανάγκη να ταυτιστούμε με κανέναν εδώ, έλεγε, πρέπει να κοιτάμε μπροστά, το καλύτερο».
Αυτή η λογική που διαπέρασε τις γυναίκες της οικογένειας ήταν ένας από τους λόγους που διέπρεψε το τυροκομείο τους. Ο μπαμπάς του, δυναμικός και σεβάσμιος, ήθελε πάντα να γίνει βοσκός και το έκανε με επιτυχία. Ανέλαβε 150 ζώα και κατάφερε να κάνει «χιλιάρμενο», χίλια ζώα όπως μου εξηγεί ο Μάνος, κάτι εξαιρετικό και αξιοσέβαστο. Τα δύο κεφάλια τυρί που έκανε κάθε μέρα ο παππούς τα έκανε τρία, τέσσερα, δέκα, δώδεκα. «Ήξερε ανά πάσα στιγμή πόσα τυριά έχει, τι κοστίζουν, ποιος θα τα αγοράσει. Ήταν μάνατζερ εκτός από βοσκός. Ακόμα ξέρει το καθένα από τα χίλια ζώα του.
»Όταν θα μπουν τα 500 να αρμεχτούν, θα πει πού είναι η τάδε και η τάδε ζούλα. Είναι λεβεντοβοσκός. Όταν λοιπόν αποφασίστηκε από τους άνδρες της οικογένειας ότι ο αδερφός μου θα ακολουθήσει τη δουλειά του μπαμπά, η μαμά, λόγω και της δικής της εμπειρίας, αντέδρασε. Είπε, αφού θα πάρεις το παιδί, εγώ δεν θέλω να ταλαιπωρείται μια ζωή στη βροχή και στο κρύο, θα κάνουμε τυροκομείο». Κάπως έτσι ξεκίνησε το τυροκομείο Μπαμπούνη, που ολοκληρώθηκε τελικά πριν από 12 χρόνια, ανταποκρίνεται σε ευρωπαϊκές προδιαγραφές και βγάζει εξαιρετικά (και βραβευμένα) τυριά.
Η Αθήνα
«Τη μέρα που μπήκα στο καράβι για να έρθω Αθήνα, ήξερα ότι δεν θα ξαναγυρίσω. Με πήγαιναν στο λιμάνι τα αδέρφια μου και σε όλη τη διαδρομή κλαίγαμε χωρίς να μιλάμε, αφού μάλλον το ξέραμε κι οι τρεις. Όταν μπήκα στο καράβι, ένιωσα ελεύθερος». Τρεις απόπειρες για εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, καμία τύχη, αποφασίζει να έρθει στην Αθήνα και να κάνει την προσπάθειά του. Γράφεται σε μια δημόσια σχολή σχεδίου που δεν τον ικανοποιεί και πιάνει δουλειά σε μια κατασκευαστική ως παιδί για όλες τις δουλειές. «Είκοσι χρονών βλέπω την αφίσα της Βακαλό. Λέω αυτό μου κάνει, πάω να δω τι είναι. Με πιάνουν τα γέλια με τα υπέρογκα δίδακτρα, δεν έχω φράγκο, όμως λέω θα δούμε. Κάπου εκεί προκύπτει ο στρατός, όπου κάνω πολλούς καλούς φίλους, που στην πορεία θα με στηρίξουν. Απολύομαι, συνεχίζω τη δουλειά και λέω θα πάω, παρότι δεν έχω ούτε ένα ευρώ. Γράφομαι, στήνω ένα σύστημα με τη δουλειά και τη βοήθεια των δικών μου ανθρώπων για να αντεπεξέλθω. Γιατί εκεί για μένα είναι ο Παράδεισος, ρουφάω τα πάντα, γνωρίζω ενδιαφέροντες ανθρώπους, νιώθω ευτυχισμένος. Υπήρχαν φάσεις που δεν είχα λεφτά ούτε για να τυπώσω εργασίες, όμως βρίσκω τον εαυτό μου. Κι επειδή είχα κάνει αυτή τη μεγάλη κίνηση και τα είχα καταφέρει, όλα μου φαίνονταν εφικτά. Πίστευα ότι είχα ανακαλύψει έναν μηχανισμό με τον οποίο κάνεις πραγματικότητα τα όνειρά σου: τη θέληση, την πίστη».
Η σχολή τελειώνει, δουλεύει από δω κι από κει και σκέφτεται ότι πρέπει να κάνει μια δική του μάρκα. «Αποφασίζω να φτιάξω μια σειρά επίπλων από ανακυκλωμένα υλικά. Ένα βράδυ περνάω από ένα βουλκανιζατέρ και παίρνω ένα λάστιχο. Κόβω δύο ξύλινες επιφάνειες σε έναν ξυλουργό, τις κάνω σάντουιτς με το λάστιχο, βάζω βίδες για να κρατηθούν και ρόδες από κάτω. Μερικές μέρες μετά, με επισκέπτεται σπίτι μου –ένα εσωτερικό διαμερισματάκι στα Πετράλωνα στο οποίο πειραματίζομαι συνεχώς ανακαινίζοντας, βάφοντας– ένας φίλος μου. Δεν τον ξέρω καιρό. Βλέπει το τραπεζάκι, ενθουσιάζεται και ρωτάει: «Πού το βρήκες αυτό;». Λέω το έφτιαξα. Και απαντάει: «Εσένα πρέπει να σε γνωρίσει ο Κορρές». Ο φίλος του είναι ο Κώστας Πισιώτης, παλιός συνεργάτης στην εταιρεία Korres και νυν ιδιοκτήτης του Nolan και του Proveleggioς.
Μετά από λίγους μήνες και την απομάκρυνση κάποιου από το in house τμήμα ντιζάιν στον Korres, όντως ο Μάνος βρίσκεται να εργάζεται εκεί ως part time, με ελάχιστα χρήματα. «Όταν πήγα, ήταν ένα αντίστοιχο συναίσθημα με της Βακαλό. Ήμουν ξετρελαμένος, γιατί υπήρχε λόγος να σχεδιάζω, κι αυτό μου έφτανε. Σε κάποια φάση η Ελένη Πραμπλάν, που ήταν τότε επικεφαλής, μου δίνει να σχεδιάσω ένα σταντ. Ο Γιώργος Κορρές περνάει από το γραφείο και κάθεται πάνω από τον υπολογιστή μου. Κοιτάει αυτό που σχεδιάζω και λέει: “Αυτό το σχέδιο θα μπορούσε να γίνει ένα ολόκληρο μαγαζί”». Κάπως έτσι, αργά και σταθερά, κερδίζει την εκτίμηση της εταιρείας και σιγά σιγά αναδεικνύεται. Μέχρι που πριν από λίγα χρόνια γίνεται και επίσημα ο επικεφαλής αρχιτεκτονικού σχεδιασμού – εν ολίγοις, όλα τα καταστήματα Korres σε Ελλάδα και εξωτερικό είναι δική του ευθύνη. Το ίδιο και το εμβληματικό Naxos Apothecary, που ήρθε στην πορεία, αλλά και το νέο κατάστημα που ετοιμάζεται τώρα στο Marais του Παρισιού.
Διάθεση για πειραματισμό
«Η αρχιτεκτονική και το ντιζάιν είναι εφαρμοσμένες τέχνες. Στο μυαλό μου ό,τι σχεδιάζω πρέπει πάντα να λειτουργεί. Αν δεν βρω λόγο ύπαρξης –μέσα μου– για κάτι, δεν μπορώ να το βάλω στην εξίσωση. Αυτή την αρχή μού θύμισε το mantra του Σωτήρη (Κοντιζά) όταν τον γνώρισα, ο οποίος έλεγε πάντα πως δεν βάζει κάτι στο πιάτο αν δεν τρώγεται. Εκεί “συναντηθήκαμε”. Το Nolan είναι σημαντικό γιατί ήταν το πρώτο πρότζεκτ που καθόρισε με συνέπεια την αρχιτεκτονική μου προσέγγιση. Είχαμε στο μυαλό μας τον τρόπο οργάνωσης σε έναν μικρό χώρο, με στοιχεία από τη γιαπωνέζικη αυλή, μια καθαρή και αγνή ατμόσφαιρα. Ταυτόχρονα, ήταν πολύ σημαντικό να προκύψει οικειότητα με τον χρήστη. Με ενδιαφέρει πολύ ο άνθρωπος, θέλω ο χώρος που απευθύνεται σε αυτόν να του δημιουργεί συναίσθημα. Κάπως έτσι προέκυψε το μωσαϊκό σε συνδυασμό με το μάρμαρο, υλικά οικεία, άρρηκτα συνδεδεμένα με την αστική πολυκατοικία. Όμως έπρεπε να υπάρχει μια έκπληξη. Έτσι, το μωσαϊκό από δάπεδο έγινε επιφάνεια πλήρωσης και σηκώθηκε ψηλά. Όρισε τον κύβο που φιλοξενεί την κουζίνα, ώστε να τη βλέπουν όλοι από παντού, και έγινε το στοιχείο υποδοχής. Στο Nolan έχω αφήσει ένα κομμάτι από μένα, νιώθω ότι υπάρχω σε κάθε γωνίτσα. Ήταν δύσκολο, όμως έδινα κάθε μέρα τον καλύτερό μου εαυτό, χωρίς να ξέρω τι θα επακολουθήσει».
Τώρα το γραφείο του, η Trail, αποτελείται από μια ομάδα έξι συνεργατών, που δεν ξεχνά να υπενθυμίζει ότι κρύβονται πίσω από ό,τι κάνει: κατοικίες, καταστήματα, εστιατόρια όπως ο Proveleggioς. Προς τα πού κινούνται; «Δεν νιώθω την ανάγκη να το ορίσω, η διάθεση είναι να πειραματιστούμε, να διερευνήσουμε τον σχεδιασμό σε διαφορετικές κλίμακες και περιβάλλοντα. Πριν από λίγα χρόνια, με δύο φίλες νηπιαγωγούς σχεδιάσαμε ένα διετές εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το πώς αντιλαμβάνονται την αρχιτεκτονική τα νήπια. Συμμετείχαμε σε ένα συνέδριο, παρουσιάσαμε τη δουλειά μας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Συνεπώς νιώθω πολύ καλά, τόσο σχεδιάζοντας ένα χρηστικό αντικείμενο όπως ένατραπέζι ή ένα πιάτο, όσο και με την ιδέα να αφοσιωθώ στον σχεδιασμό ενός σχολείου, με έναν τρόπο που δεν θα είναι ο προφανής…» ■
*trailpractice.com