Αυτός o Ρούμπενς δεν ήταν του Ρούμπενς

Αυτός o Ρούμπενς δεν ήταν του Ρούμπενς

Η ιστορία ενός χαμένου πίνακα, ενός πλαστού πίνακα και το χρονικό μιας μυθιστορηματικής έρευνας που έπειτα από τρεις δεκαετίες αφήνει επιτέλους ένα χαμόγελο στα χείλη της Ευφροσύνης Δοξιάδη. Η συζήτηση μαζί της ήταν απολαυστική.

14' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αυτή η συνέντευξη τελειώνει με μια φράση της Ευφροσύνης Δοξιάδη που, αν κανείς την απομονώσει, μοιάζει κάπως αστεία: «Ίσως έπρεπε να είχα γίνει ντετέκτιβ». Αυτόν τον ρόλο, πάντως, υιοθέτησε η Ελληνίδα εικαστικός και συγγραφέας από το τέλος της δεκαετίας του 1980, αναζητώντας τα στοιχεία εκείνα που θα επιβεβαίωναν τον ισχυρισμό της ότι ο Ρούμπενς δεν ζωγράφισε ποτέ τον πίνακα Σαμψών και Δαλιδά, που εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Ήταν για την ίδια μια επιδίωξη ζωής, ένα ρομαντικό πείσμα και, τελικά, μια περιπέτεια με αίσιο τέλος: προ ημερών ανακοινώθηκε από μια ελβετική εταιρεία ότι με τη χρήση μεθόδων τεχνητής νοημοσύνης αποδείχτηκε πως κατά πάσα πιθανότητα ο πίνακας δεν είναι αυθεντικός. Εξ αφορμής των ευχάριστων ειδήσεων, η κ. Δοξιάδη υποδέχτηκε το «Κ» στο σπίτι της και αφηγήθηκε όλη αυτή την ιστορία, που ξεκινά από την αγάπη της για τον Φλαμανδό ζωγράφο και μας μαθαίνει πολλά για τον σύγχρονο κόσμο της τέχνης, των ιστορικών, των μεγάλων μουσείων. Καθίσαμε σε μια γωνιά του σαλονιού της, ανάμεσα σε βιβλιοθήκες γεμάτες φακέλους και λευκώματα – «όλα αυτά είναι για τον Ρούμπενς», είπε κάποια στιγμή με τον πιο φυσικό τρόπο. 

Πώς έγινε και αγαπήσατε τον Ρούμπενς;
Ήμουν πολύ τυχερή. Όταν άρχισα να ζωγραφίζω, εκτός από το ότι είχα δάσκαλο τον Τέτση, είχα και αυτόν τον υπέροχο πατέρα [σ.σ. τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη], που ήταν αρχιτέκτονας και, ξέρεις, όλοι οι αρχιτέκτονες θα ήθελαν να είναι ζωγράφοι, όπως και ο δικός μου. Και μου μιλούσε για τον Σεζάν. Έτσι τον αγάπησα κι εγώ τον Σεζάν. Στα 18 μου πήγα στο Λονδίνο για να σπουδάσω στο Slade School of Art και θυμάμαι έμπαινα στις βιβλιοθήκες και έβρισκα παλιά μεγάλα βιβλία ντυμένα με δέρμα και διάβαζα για τον Σεζάν. Σε ένα από αυτά βρήκα μια συνέντευξή του όπου τον ρωτούσαν ποιος ήταν ο αγαπημένος του ζωγράφος και ο Σεζάν είχε πει: «Ο Ρούμπενς». Εγώ τα ’χασα τότε, γιατί νόμιζα, όπως πολλοί νομίζουμε μέχρι να τον γνωρίσουμε, ότι ο Ρούμπενς είναι εκείνος που ζωγραφίζει χοντρές γυναίκες και τέτοια. Ήταν αυτή η κακή δημοσιότητα που του είχαν δώσει οι εχθροί του, είχαν ρίξει πολύ φαρμάκι στον καημένο τον Ρούμπενς. Ο Ντελακρουά, όμως, που κι αυτόν τον αγαπούσα και διάβαζα τα ημερολόγιά του, έλεγε ότι ο Ρούμπενς είναι ο ζωγράφος των ζωγράφων, ο Όμηρος της ζωγραφικής, ότι είχε τρομερό και φυσικό ταλέντο. Έτσι έγινε λοιπόν ο Ρούμπενς πολύ αγαπητός μου. Γιατί ήταν αγαπητός των αγαπητών μου. 

Αυτός o Ρούμπενς δεν ήταν του Ρούμπενς-1
Η Ευφροσύνη Δοξιάδη στο σπίτι της στο κέντρο της Αθήνας, μπροστά από έναν τυπωμένο Σαμψών και Δαλιδά στο φυσικό του μέγεθος. 

Επίσης, είμαι κατά το ένα τέταρτο Φλαμανδή. Ο πατέρας της μητέρας μου δηλαδή καταγόταν από την Αμβέρσα. Ο Ρούμπενς βέβαια γεννήθηκε στο Ζίγκεν, στη Γερμανία, γιατί ο πατέρας του είχε εξοριστεί εκεί, αλλά όταν πέθανε η οικογένεια επέστρεψε στην Αμβέρσα. Το 1600 ο Ρούμπενς πήγε στην Ιταλία και εγκαταστάθηκε στη Μάντοβα, στην αυλή του δούκα Βιντσέντσο Γκονζάγκα, την ίδια εποχή που μουσικός της αυλής ήταν ο Μοντεβέρντι. Πολύ θα ήθελα να άκουγα τι έλεγαν οι δυο τους, όπως και όσα έλεγε ο Ρούμπενς με τον Βελάσκεθ όταν συναντήθηκαν στην Ισπανία. Τέλος πάντων, εκεί, στη Μάντοβα, ο Γκονζάγκα τού ζήτησε να αντιγράψει πίνακες του Τιτσιάνο. Εκτίθενται στο Πράδο σήμερα αυτοί οι πίνακες, είναι αλλιώτικοι και, για να αστειευτώ λίγο, νομίζω κάπως τους έχει βελτιώσει. Το 1608 και ενώ βρισκόταν ακόμα στην Ιταλία, τον ενημέρωσαν ότι η μητέρα του ήταν άρρωστη, οπότε πήρε ένα άλογο και ανέβηκε προς τον βορρά, όμως δεν την πρόλαβε. Τον παρηγόρησε τότε η φιλία του με τον δήμαρχο της Αμβέρσας, Νίκολας Ροκόξ, που ήταν ένας ουμανιστής, γλυκός άνθρωπος. Ο Ροκόξ δεν είχε παιδιά και περιέθαλψε τον Ρούμπενς σαν γιο του. Είχε αρχίσει τότε μια περίοδος ειρήνης, το λιμάνι της πόλης θα άνοιγε πάλι και ο Ροκόξ είπε στον Ρούμπενς, που ήταν πλέον διάσημος μετά τα χρόνια του στην Ιταλία, ότι είχε έρθει η ώρα να κάνουν την Αμβέρσα γνωστή σε όλο τον κόσμο. Όπως και έγινε. 

Τότε ζωγράφισε ο Ρούμπενς τον πίνακα Σαμψών και Δαλιδά;
Ναι, του το ζήτησε ο Ροκόξ. Ήταν ένα περίεργο θέμα το Σαμψών και Δαλιδά, το αγαπούσαν κυρίως οι καθολικοί, γιατί ήταν διδακτικό, σε μάθαινε να φοβάσαι τις χαρές της σάρκας γιατί κινδύνευες να γίνεις ρεζίλι. Ή να σκοτωθείς, δεν ξέρω. Τον πίνακα ο Ροκόξ τον έβαλε πάνω από το τζάκι του. 

Αυτό πώς το ξέρουμε;
Υπήρχαν δύο αυτόπτες μάρτυρες. Ο ένας ήταν ο Ολλανδός χαράκτης Τζέικομπ Μέιθαμ, φίλος και του Ρούμπενς και του Ροκόξ, ο οποίος έφτιαξε ένα χαρακτικό-αντίγραφο του πίνακα με σημείωση από κάτω ότι τον αντέγραψε όσο πιστότερα μπορούσε. Ο δεύτερος ήταν ο ζωγράφος Φρανς Φράνκεν ΙΙ, επίσης φίλος και των δύο, ο οποίος έκανε το kunstkamer, ζωγραφίζοντας δηλαδή τον πίνακα μέσα στον δικό του πίνακα. Μετά υπάρχουν στην Αμβέρσα και ντοκουμέντα σε περγαμηνές. Οι Φλαμανδοί έχουν καταπληκτικά αρχεία, είναι τρομεροί σ’ αυτό. Ο Ρούμπενς και ο Ροκόξ πέθαναν και οι δύο το 1640. 

Αυτός o Ρούμπενς δεν ήταν του Ρούμπενς-2
Η Πινακοθήκη του Λονδίνου δάνεισε τον πίνακα το 2007 στο Μουσείο Ροκόξ, στην Αμβέρσα. Τον βλέπουμε εδώ, ακριβώς στο σημείο όπου βρισκόταν ο αληθινός. © PA Images / Getty Images / Ideal Image

Μέχρι τότε ο πίνακας κρεμόταν πάνω από το τζάκι στο σπίτι του δεύτερου, όπως ακριβώς μας το δείχνει ο πίνακας του Φράνκεν. To 1641 έγινε πλειστηριασμός, το έχω αυτό το ντοκουμέντο, είναι απίστευτο, έχει καταγραφεί τι ακριβώς είπε ο ντελάλης, ποια αντικείμενα θα έβγαιναν σε πλειστηριασμό, αφού ο Ροκόξ δεν είχε κληρονόμους. Ένας συμβολαιογράφος κατέγραψε ό,τι υπήρχε στο σπίτι του Ροκόξ την ημέρα του θανάτου του και περιγράφει και τον πίνακα, ότι βρισκόταν πάνω από το τζάκι, ότι ήταν του κυρίου Ρούμπενς, ότι ήταν ζωγραφισμένος σε λάδι και πάνω σε δρύινο ξύλο, ο συνηθισμένος τρόπος δηλαδή, ειδικά στα μικρότερα έργα, αν και ο Ρούμπενς χρησιμοποιούσε συχνά ξύλο ακόμα και στα μεγάλα του. 

Ποιος πήρε τον πίνακα;
Δεν ξέρουμε. Εκεί ο πίνακας χάθηκε για πάντα. 
Δηλαδή ίσως είναι ακόμα κάπου κρυμμένος, μπορεί να βρεθεί κάποτε σε μια αποθήκη. Ίσως και να έχει καεί. Από το 1641 και μετά, πάντως, δεν υπάρχουν ίχνη του. 

Και ο πίνακας που εκτίθεται στο Λονδίνο;
Το 1929 υποτίθεται ότι εμφανίστηκε ξανά, στα χέρια ενός συντηρητή. Δεν υπήρχαν στοιχεία γι’ αυτόν, τίποτα. Εγώ έπειτα από φοβερές προσπάθειες ανακάλυψα κάποια. Στην αρχή πήγα στο Παρίσι, στο Εβραϊκό Μουσείο, κρίνοντας από το επίθετό του, και σκεφτόμουν ότι θα τον είχαν πάει σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τελικά, από τα στοιχεία που συγκέντρωσα προέκυπτε ότι ο άνθρωπος αυτός είχε γεννηθεί στη Βραζιλία και μετά πήγε στη Μαδρίτη και έγινε μαθητής του μετα-ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Σορόγια, στη Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο, όπου εξασκούνταν αντιγράφοντας παλαιότερους πίνακες. 

Αυτός o Ρούμπενς δεν ήταν του Ρούμπενς-3
Το χαρακτικό αντίγραφο του Τζέικομπ Μέιθαμ.

Άρα λέτε ότι ο πίνακας που βρίσκεται στο Λονδίνο σήμερα δεν ζωγραφίστηκε από τον Ρούμπενς το 1609, αλλά από κάποιον μαθητευόμενο ζωγράφο στις αρχές του 20ού αιώνα;
Γι’ αυτό και τα δάχτυλα του ποδιού είναι κομμένα, κάτι που ο Ρούμπενς δεν θα έκανε ποτέ. Είναι άγραφος νόμος μεταξύ των ζωγράφων, αν κάνεις ένα αντίγραφο περίπου στις διαστάσεις του πραγματικού, αφήνεις κάτι έξω, που δείχνει ότι το δικό σου δεν είναι αυθεντικό. 

Η συζήτησή μας διακόπτεται από ένα τηλεφώνημα, στο οποίο ενημερώνεται ότι έχει ανέβει το In Rubens’ Name, μια ιστοσελίδα (https://www.inrubensname.org/) με όλο το υλικό που έχει συγκεντρωθεί αυτά τα χρόνια από την ίδια και άλλους μελετητές που συμμερίζονταν τις ενστάσεις της. «Θέλουμε να μαζευτούν υπογραφές, ώστε η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου να ανοίξει έναν δημόσιο διάλογο για το θέμα», μου εξηγεί. Την ιστοσελίδα την έφτιαξε ο γιος της κ. Δοξιάδη, Νικηφόρος Μάρδας, ο οποίος είχε φτιάξει μια αντίστοιχη και παλαιότερα, αλλά για τεχνικούς λόγους είχε κατέβει. «Χρωστάω πολλά στον Νικηφόρο, με βοηθάει σ’ αυτή την ιστορία από 16 χρονών».

Σας κουράζει να τα λέτε ξανά όλα αυτά;
Αυτή την ιστορία μπορώ να τη λέω και στον ύπνο μου. 

Αυτός o Ρούμπενς δεν ήταν του Ρούμπενς-4
Ο πίνακας μέσα στον πίνακα του Φρανς Φράνκεν ΙΙ, που μας δείχνει το δωμάτιο με το τζάκι στο σπίτι του Ροκόξ.

Ας επιστρέψουμε σ’ αυτόν τον συντηρητή. 
Μετά τη Μαδρίτη πήγε στο Παρίσι και έστησε εκεί ένα εργαστήριο συντήρησης κοντά στη Μονμάρτρη. Το 1929 πούλησε τον πίνακα σε έναν έμπορο που λεγόταν δόκτωρ Μπένεντικτ –το «δόκτωρ» μού φαίνεται πως ήταν λίγο φανταστικό–, τέλος πάντων, και από αυτόν έφτασε στα χέρια του Λούντιβιχ Μπούρχαρντ, που θεωρούνταν τότε ειδικός στον Ρούμπενς. Μαζί βρήκαν έναν συλλέκτη στο Πότσνταμ, τον Νόιμπεργκ, ο οποίος αγόρασε τον πίνακα και στα χρόνια του πολέμου τον έκρυψε σε ένα καταφύγιο, μαζί με όλη τη συλλογή του. Ο πίνακας έμεινε στα χέρια της οικογένειας μέχρι το 1980, όταν η κόρη του τον πούλησε στην Εθνική Πινακοθήκη μέσω δημοπρασίας του οίκου Christie’s. Εγώ συνέχισα να ψάχνω τα ίχνη του συντηρητή. Από τότε που ξεκίνησε το Internet ξεκίνησα να αναζητώ στοιχεία του. Κάθε μέρα. Δεν υπήρχε όμως τίποτα. Και ξαφνικά, το 2006, μπήκα ένα βράδυ στο Google, έγραψα το όνομά του και εμφανίστηκε μια φωτογραφία του. Είχε πεθάνει ένας φωτογράφος που τη δεκαετία του 1950 φωτογράφιζε καλλιτέχνες στη Νέα Υόρκη και είχαν αναρτηθεί στο Internet κάποιες εικόνες του: μία από αυτές ήταν ένα πορτρέτο του ανθρώπου που έψαχνα. Είχε πάει λοιπόν στη Νέα Υόρκη, όπως είχε κάνει και ο Σορόγια, για να ανοίξει κι εκεί εργαστήριο συντήρησης. Πέθανε το 1958. Πλέον ξέρουμε κάποια πράγματα γι’ αυτόν.

Τον ψεύτικο Ρούμπενς θυμάστε πότε τον είδατε πρώτη φορά από κοντά; 
Τον είδα στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1980, αφού είχε αγοραστεί από την Εθνική Πινακοθήκη. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα, κατάλαβα ότι δεν ήταν του Ρούμπενς. Ότι ήταν ένα κακό αντίγραφο. Δεν έκανα τίποτα τότε, δεν ήμουν έτοιμη. Αλλά το 1988 πήγα ξανά ως φοιτήτρια στο Λονδίνο, στο Wimbledon School of Art, και εκεί είχα συμφοιτητές δύο παιδιά 20 χρονών, τον Στιβ και τη Σιάν [σ.σ.: οι ζωγράφοι Steve C. Harvey και Siân Hopkinson]. Μια μέρα πήγα με τον Στιβ στην Πινακοθήκη να του δείξω τους πίνακες που μου άρεσαν, δεν ήθελα να του δείξω το Σαμψών και Δαλιδά, καμία σχέση, αυτό είχα θεωρήσει απλώς ότι ήταν ένα βλακώδες αντίγραφο, ότι ίσως το είχαν δανειστεί, δεν είχα δώσει μεγάλη σημασία. Ο Στιβ μού είπε ότι δεν του άρεσε ο Ρούμπενς, γιατί είχε κάνει εκείνη την αηδία, εννοώντας το Σαμψών και Δαλιδά, και εγώ του είπα τότε ότι δεν χρειαζόταν να το κοιτάει αυτό, ότι ήταν πλαστό. Την άλλη μέρα πήγε στην Πινακοθήκη με τη Σιάν. Μετά άρχισαν να με πιέζουν να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, αφού βλέπαμε πόσο κακό ήταν. Αποφασίσαμε τελικά να πάμε στο Μόναχο να δούμε από κοντά το έργο του Φράνκεν, τον πίνακα μέσα στον πίνακα, που τότε δεν ήταν τυπωμένος παντού, δεν ήταν εύκολο να τον βρούμε. Θα τον φωτογραφίζαμε και θα μπορούσαμε να τον συγκρίνουμε με τον πίνακα στην Πινακοθήκη. Πήραμε το τρένο και στο ταξίδι εγώ διάβαζα τη βιογραφία του Φράνκεν και πρόσεξα ότι είχε γεννηθεί στις 8 Μαΐου και είχε πεθάνει επίσης στις 8 Μαΐου, και εκείνη τη μέρα που ταξιδεύαμε ήταν 8 Μαΐου. Είναι τα μεταφυσικά τα δικά μου αυτά, όποιος τα ακούει λέει ότι είμαι μια γυναικούλα που λέει ιστορίες, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν σαν ο Φράνκεν να μας έλεγε «ελάτε να δείτε». 

Είπατε ότι από την πρώτη στιγμή που τον είδατε, καταλάβατε ότι ήταν αντίγραφο. Είναι κάτι που καταλαβαίνει κανείς με μία ματιά;
Αρκετοί άνθρωποι έχουν αυτό που λέμε μουσικό αυτί, αλλά το καλό μάτι είναι σπάνιο. Οι πιο πολλοί δεν βλέπουν. Βλέπουν αυτό που νομίζουν ότι βλέπουν. Εγώ είχα μια μεγάλη τύχη. Όταν ήμουν 16 χρονών, γνώρισα τον  Όσκαρ Κοκόσκα. Του είπα ότι ήθελα να γίνω ζωγράφος και μου είπε να πάω στη σχολή του. Έτσι το 1963 πήγα στο Σάλτσμπουργκ για έναν μήνα. Ο Κοκόσκα με θεώρησε την τέλεια μαθήτρια, γιατί ήμουν μικρή και δεν με είχαν χαλάσει οι σχολές ζωγραφικής. Στη δική του σχολή σού μάθαινε να βλέπεις, λεγόταν School of Seeing. Σου μάθαινε να βλέπεις το μοντέλο, όχι όμως, για παράδειγμα, τα βλέφαρα, αλλά το σχήμα που έχει το φως που πέφτει πάνω στο σώμα. Κάθε τέταρτο χτυπούσαν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της πόλης και άλλαζαν πόζα τα μοντέλα, αλλά σε ένα τέταρτο δεν προλάβαινες να δεις τις λεπτομέρειες. Δεν μαθαίνουμε να βλέπουμε γιατί έχουμε έννοιες στο μυαλό μας, βλέπουμε το γυμνό μοντέλο και λέμε «α, είναι μια γυναίκα». Ερχόταν ο Κοκόσκα από πάνω μας και κοιτούσε τι κάναμε, είχε στην τσέπη του καραμέλες, αν ήταν ικανοποιημένος από ό,τι έβλεπε, μας έδινε από μία και ζητούσε να κρεμάσουμε τα έργα μας στον τοίχο. Τα έχω ακόμα εκείνα τα έργα. Φύλαγα και τα χαρτάκια από τις καραμέλες, έτσι θυμάμαι τι μάρκα ήταν. 
Μπορείς να μετακινήσεις λίγο την καρέκλα σου; Δες εκεί στο κάτω ράφι αυτό το σακουλάκι. Μου το δίνεις; Πήγε ένας φίλος στη Βιέννη πέρυσι και μου έφερε, κυκλοφορούν ακόμα. 

Αυτός o Ρούμπενς δεν ήταν του Ρούμπενς-5
Λονδίνο 1980, μια εκδοχή του Σαμψών και Δαλιδά σε δημοπρασία του οίκου Christie’s.

Με κερνάει μια καραμέλα λεμόνι Wiener Zuckerl και φυλάω το χαρτάκι για να θυμάμαι τη μάρκα. Μου εξηγεί ότι μετά την εμπειρία της με τον Κοκόσκα ήταν πολύ σίγουρη για τις ικανότητές της να «βλέπει». Η αλήθεια είναι ότι, αν συγκρίνει κανείς τον μέχρι πρότινος θεωρούμενο ως αυθεντικό πίνακα με τα δύο αντίγραφά του, του Μέιθαμ και του Φράνκεν, μπορεί να βρει χτυπητές διαφορές, όπως τα κομμένα δάχτυλα ή το πλήθος των ανθρώπων στο βάθος. Ένας εξειδικευμένος παρατηρητής θα μιλήσει και για τεχνικές λεπτομέρειες (π.χ. το κόκκινο του φορέματος της Δαλιδά που δεν θυμίζει τα χαρακτηριστικά κόκκινα του Ρούμπενς), οι οποίες επισήμως δικαιολογήθηκαν ως διάθεση πειραματισμού εκ μέρους του ζωγράφου. Η κ. Δοξιάδη, όπως μου λέει, έψαξε κάθε πλευρά. Όπως για παράδειγμα το χαλί. Φωτογράφισε μια λεπτομέρεια και την πήγε σε έναν άνθρωπο που ειδικευόταν στα χαλιά που αναπαρίσταντο σε πίνακες. Όταν εκείνος είδε το δείγμα, χωρίς να ξέρει για ποιον πίνακα μιλούσε, είπε ότι όποιος το ζωγράφισε αυτό δεν ήξερε τι έκανε. Μια άλλη παράμετρος που έχει ενδιαφέρον είναι αυτή του ξύλου. Αν θυμάστε, ο Ρούμπενς είχε ζωγραφίσει τον πίνακα σε ξύλο. Η κ. Δοξιάδη πιστεύει ότι ο πίνακας που εκτίθεται στην Πινακοθήκη είναι σε λινό πανί.

Δηλαδή;
Καμιά φορά με πιάνει μια εξομολογητική διάθεση, όλα όσα λέω θα τα καταθέσω με τις κατάλληλες αποδείξεις προσεχώς. Τα στοιχεία που έχω είναι πάρα πολλά, δεν ήταν μια έρευνα που κάποτε σταμάτησε, όλα αυτά τα χρόνια συνέχισα να ψάχνω, ήθελα να δικαιωθεί ο Ρούμπενς, είχα μια εμμονή με αυτό. Και υπάρχουν ακόμα πράγματα που δεν γνωρίζουμε, όπως το ακριβές μέγεθος του αληθινού πίνακα, ο οποίος πιθανότατα ήταν μεγαλύτερος. Μπορούμε να το συμπεράνουμε από τη ζωγραφική του Φράνκεν, έχω μετρήσει τους χώρους στο σπίτι του Ροκόξ, που είναι σήμερα μουσείο, το τζάκι υπάρχει ακόμα. Σκέψου ότι κάποια στιγμή η Εθνική Πινακοθήκη είχε δανείσει τον πίνακα στο Μουσείο Ροκόξ και τον τοποθέτησαν πάνω από το τζάκι και φαινόταν ότι δεν γέμιζε τον τοίχο όπως θα έπρεπε, περίσσευε λίγος χώρος. Υπάρχουν, τέλος πάντων, πάρα πολλά στοιχεία.

Αυτός o Ρούμπενς δεν ήταν του Ρούμπενς-6
Πορτρέτο του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς (1577-1640), ζωγραφισμένο το 1623. © Fine Art/ Getty Images/ Ideal Image

Γιατί δεν θέλησαν να σας ακούσουν;
Ήταν θέμα κύρους. Τα 2,5 εκατ. λίρες το 1980 ήταν τεράστιο ποσό και ήταν λεφτά του Άγγλου φορολογουμένου. Θα ήταν εντελώς εκτεθειμένοι. Είχαν όμως και την υποστήριξη του Ρουμπενιάνουμ, που χρηματοδοτείται από το βελγικό κράτος. Κανείς δεν ήθελε να χάσει το γόητρό του. Επί 35 χρόνια χτύπαγα το κεφάλι μου στον τοίχο. Ήμουν μια γραφική Ελληνίδα γι’ αυτούς, με σνόμπαραν φρικτά. Ένας Άγγλος δημοσιογράφος, δεν ζει πια, ο οποίος μάλιστα είχε εκθειάσει σε μια κριτική του το βιβλίο μου για τα Φαγιούμ, όταν κατάλαβε ότι ήμουν εγώ που ανακατευόμουν με τον Ρούμπενς, έγραψε ένα άρθρο εντελώς ρατσιστικό, ότι είμαι μια Ελληνίδα που τι ξέρει από Ρούμπενς και σχολίασε: «Φοβού τους  Έλληνες και περίεργες ιδέες φέροντας». Προσπάθησαν να με εξουδετερώσουν.

Μου αναφέρει ανθρώπους που ενεπλάκησαν στην αγοραπωλησία, ανθρώπους σε κομβικές θέσεις που έκαναν τα στραβά μάτια. Μου αναφέρει επιστολές που αντικρούστηκαν (όπως την έκθεση που έστειλε το 1992 στην Πινακοθήκη με τα ευρήματά της), ακόμα και τις συστάσεις που της γίνονταν να σταματήσει να ασχολείται με την υπόθεση. Πριν από περίπου δέκα χρόνια, όταν άρχισαν να εμφανίζονται μέθοδοι που με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης μπορούσαν να εξακριβώσουν τη γνησιότητα ενός πίνακα, η κ. Δοξιάδη έσπευσε να ζητήσει βοήθεια. Μου αναφέρει ξανά ανθρώπους που, ενώ στην αρχή την άκουσαν με ενδιαφέρον, στη συνέχεια εξαφανίστηκαν με όλο το υλικό που τους είχε δώσει. Μέχρι που πριν από λίγες μέρες η ελβετική εταιρεία Art Recognition ανακοίνωσε πως, εξετάζοντας τον πίνακα «Σαμψών και Δαλιδά», κάτι που μπορεί να γίνει απλώς μέσω φωτογραφίας, εντοπίστηκαν αναντιστοιχίες με αποδεδειγμένα αυθεντικούς πίνακες του Ρούμπενς και ότι «ο αλγόριθμος έδειξε 91% πιθανότητες ο πίνακας να μην είναι αυθεντικός». Κι αυτό, όπως σχολίασε ο Μάικλ Ντέιλι, διευθυντής του ArtWatch UK, είναι κάτι «εξαιρετικά καταδικαστικό». 

Θα αλλάξει αυτή η τεχνολογία τις ισορροπίες στον χώρο της τέχνης;
Όπως είπε ένας φίλος μου, σε ένα-δυο χρόνια θα υπάρχει app, θα κάνεις έτσι το κινητό σου στο μουσείο και θα το βλέπεις κατευθείαν. Τέλειωσαν τα ψέματα – και είναι ωραίο αυτό. 

Τι θα γίνει τώρα με τον πίνακα;
Η Πινακοθήκη ήδη έκανε μια τοποθέτηση, ότι ναι, εντάξει, να δούμε την έρευνα ολόκληρη. Θα πρέπει τώρα αυτή η εταιρεία να τους δώσει την έρευνα και να τους αποδείξει την αλήθεια. Θα πολεμήσουν, αλλά τώρα είναι αργά. Τώρα έχουν πρόβλημα. 

Πώς νιώσατε όταν ακούσατε τα νέα;
Αυτά τα χρόνια έχουν συμβεί τόσο πολλά. Με έχουν βοηθήσει άνθρωποι που τώρα έχουν φύγει από τη ζωή, νιώθω ευγνωμοσύνη για όσους με πίστεψαν. Είναι πολύτιμο που με κάποιους, όπως ο Στιβ, ο οποίος μένει στην Αθήνα πλέον, ή η Σιαν, μπορούμε ακόμα να συζητάμε για το θέμα, ακόμα και να κάνουμε πλάκα. Ήμουν σίγουρη ότι η αλήθεια θα έβγαινε κάποια στιγμή, αλλά είχα αρχίσει να πιστεύω ότι εγώ θα είχα εν τω μεταξύ πεθάνει. Είχα δώσει οδηγίες στον γιο μου πώς θα έπρεπε να χειριστεί την υπόθεση. Έχω γράψει κι ένα βιβλίο για όλα αυτά, τρεις φορές το έχω γράψει, θα έβγαινε μετά θάνατον, αλλά τώρα ήδη μου το ζητάνε. Και τώρα που έχει βγει η αλήθεια, μπορώ να τα πω όλα χωρίς κανείς να με λέει γραφική. Ξέρεις, είναι αυτό που λένε ότι πρέπει να έχεις κτηνώδη επιμονή μερικές φορές. Τελικά, αυτή είναι η μεγάλη μου αγάπη, η έρευνα. Ξέρεις, ήταν σαν αστυνομική ιστορία όλο αυτό, ίσως έπρεπε να είχα γίνει ντετέκτιβ.

Παρακολουθήστε την εξέλιξη της υπόθεσης στο inrubensname.org

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή