Ο μεγάλος περίπατος του σερ Ρίτσαρντ Λονγκ

Ο μεγάλος περίπατος του σερ Ρίτσαρντ Λονγκ

Θερμός υποστηρικτής της περιπατητικής σχολής κι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της land art στον κόσμο, ο σερ Ρίτσαρντ Λονγκ φέρνει τον Όλυμπο στην καρδιά της Αθήνας και μας εξηγεί γιατί το περπάτημα είναι σίγουρα μια μορφή τέχνης.

6' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πόσες χιλιάδες μίλια να έχει άραγε διανύσει συνολικά στην καλλιτεχνική του διαδρομή; Ασυνήθιστη ερώτηση για έναν εικαστικό, όχι όμως για τον πιο διάσημο εκπρόσωπο της περιπατητικής τέχνης, τον Βρετανό σερ Ρίτσαρντ Λονγκ. Tον συνάντησα ένα σαββατιάτικο πρωινό στην γκαλερί Bernier/Eliades, μάλλον σε πυρετώδη κατάσταση. Ανακάτευε λάσπη και ξεκίνησε να μου εξηγεί πώς δημιουργεί τις γλυπτικές του εγκαταστάσεις. Δεν τόλμησα την ερώτηση, ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε αργότερα. Όχι γιατί δεν θα γνώριζε την απάντηση –όπως κατάλαβα πολύ γρήγορα, όλα καταγράφονται στο αρχείο του μυαλού του με τρομερή ακρίβεια–, αλλά κυρίως γιατί δεν θα ενέδιδε στον πειρασμό της εύκολης εντύπωσης. 

Η ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

«Από μικρό παιδί έπαιζα με τις λάσπες, έφτιαχνα πίτες ή ηφαίστεια», μου εξηγεί σκουπίζοντας τα χέρια του. «Μάλλον δεν ξέφυγα ποτέ από αυτή τη συνήθεια», συνεχίζει γελώντας. Αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν η επταήμερη περιήγησή του στον  Όλυμπο και τα νέα έργα που προέκυψαν από αυτή την πεζοπορία, τα οποία και εκθέτει αυτό το διάστημα στην αθηναϊκή Bernier. Παραδέχεται πως αυτό που τον συγκίνησε είναι το όνομα του βουνού και οι συμβολισμοί που αυτό φέρει, όμως δεν έκανε καμία έρευνα γύρω από τη μυθολογική του ιστορία και τις πολιτιστικές της προεκτάσεις. «Απλώς ήξερα πως έπρεπε να βρεθώ εκεί», μου λέει απλά. «Έχω περπατήσει και στον Παρνασσό τρεις φορές, όμως ήξερα πως αυτό θα είναι μια διαφορετική εμπειρία», λέει.  Τελικά,  το εικαστικό του εγχείρημα εμπεριείχε και το στοιχείο της περιπέτειας, καθώς  στη διάρκεια της περιήγησής του στο βουνό, έχασε το δρόμο του. Τον βοήθησαν διασώστες και συνέχισε μόνος, χωρίς να παρεκκλίνει  καθόλου από το πρόγραμμά του.  Τον ρώτησα τι σκέφτοταν στη διάρκεια της παραμονής του στον Όλυμπο. Μου είπε πως αυτό είναι προσωπικό. Και μετά μου είπε, γράψτε ότι δεν θυμάμαι. Τον ρώτησα αν ήταν απαιτητικό σωματικά. Μου είπε ότι πάντα είναι· και μετά θυμήθηκε πως έχει κάνει 120 μίλια χωρίς διακοπή  για ύπνο, Μπριστολ – Λονδίνο.

Ο μεγάλος περίπατος του σερ Ρίτσαρντ Λονγκ-1
Έγχρωμο φωτογραφικό έργο που απεικονίζει την κυκλική γλυπτική εγκατάσταση την οποία εμπνεύστηκε στον Όλυμπο.

Το απρόβλεπτο περιστατικό στον Όλυμπο δεν μου το διηγήθηκε ο ίδιος, όμως αναφέρεται έστω και υπαινικτικά στο textwork που συνοδεύει το κείμενο της πρόσκλησης για τα εγκαίνια της νέας του έκθεσης. Μέσα σε έξι γραμμές, πυκνής γραφής, μιλά για την επίσκεψή του στο βουνό των Θεών, εκείνων που κρύβονται ανάμεσα στα σύννεφα, πιο μακριά από εκεί που πετούν οι πεταλούδες πιο ψηλά από εκεί που φτάνουν και οι πιο έμπειροι αναρριχητές. Διαπίστωσα, λοιπόν, ότι όσο και αν απέφευγε να συνδέσει το έργο του εννοιολογικά με την αρχαία ελληνική μυθολογία, αποτίνει έναν φόρο τιμής στα σύμβολα. Το ίδιο θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί και για την αυστηρή γεωμετρία που χαρακτηρίζει τα έργα του. «Τα γεωμετρικά σχήματα είναι πανίσχυρα και οικουμενικά, αναγνωρίσιμα σε όλους», επισημαίνει. 

Τις περισσότερες φορές δημιουργεί in situ εγκαταστάσεις με υλικά από το τοπίο, όπως στην περίπτωση του κυκλικού γλυπτού στον Όλυμπο. Tραβά φωτογραφίες, γράφει κείμενα και κάποιες φορές φιλοτεχνεί έργα προορισμένα να εκτεθούν σε εσωτερικό χώρο, από όσα εντυπώθηκαν μέσα του από την επίσκεψή του σε έναν τόπο. «Η μία διαδρομή με οδηγεί στην άλλη», υποστηρίζει, «και έτσι με έναν τρόπο όλες οι εγκαταστάσεις συνδέονται πνευματικά μεταξύ τους». Προλαβαίνει την αμέσως επόμενη ερώτηση και με διαβεβαιώνει ότι δεν τον ενδιαφέρει η μοίρα των έργων του. «Ανήκουν στο τοπίο, δεν χάνονται, ακολουθούν τη φυσική τους πορεία». 
H πρώτη του απόπειρα να κάνει τέχνη στον ανοιχτό ορίζοντα χρονολογείται το 1964. Φοιτητής σε μια σχολή καλών τεχνών στη γενέτειρά του, το Μπρίστολ, αποφασίζει να κυλήσει μια χιονόμπαλα σε επικλινές έδαφος. Όταν πια η μπάλα είναι αρκετά βαριά και ογκώδης για να τη σπρώξει με το χέρι του, το έργο σταματά. Τραβά φωτογραφίες, μοιράζεται την εμπειρία του με τους συμφοιτητές του, όμως δεν τολμά να δείξει δημόσια την ιδέα του. Τρία χρόνια αργότερα, και ενώ φοιτά ήδη στο St. Martins στο Λονδίνο, παίρνει ένα τρένο από το Waterloo, πηγαίνει στην εξοχή, βηματίζει πάνω-κάτω αρκετές φορές και έπειτα φωτογραφίζει από μια κατάλληλη γωνία, ώστε να είναι εμφανές το ίχνος του, την ευθεία γραμμή που σχημάτισε με τα πέλματά του. Το έργο εκτίθεται και αυτό σηματοδοτεί την αρχή μιας σπουδαίας πορείας. Το 1968 κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στο Ντίσελντορφ και το 1976 εκπροσωπεί τη Βρετανία στην Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας. Είναι υποψήφιος για το βραβείο Turner το 1984, το 1987 και το 1988 – το κερδίζει τελικά το 1989. «Δεν έχουν καμία σημασία αυτές οι διακρίσεις για την τέχνη ή τον δημιουργό. Τα βραβεία αφορούν την κοινωνία, απονέμονται για λόγους δημοσιότητας και δεν μπορούν να επιδράσουν τόσο καταλυτικά σε μια πορεία. Σίγουρα, για κάποιους το Turner ήταν ένα εφαλτήριο στην καριέρα τους, στη δική μου περίπτωση όμως δεν προσέφερε κάτι, δεν άλλαξε τη θέση μου στην ιστορία. Με χαροποίησε που το πήρα και περισσότερο χάρηκε η μητέρα μου. Έως εκεί, όμως». 

Ο μεγάλος περίπατος του σερ Ρίτσαρντ Λονγκ-2
Ο Λονγκ ποζάρει τον Δεκέμβριο του 1977 μπροστά στο Art Project 6, ένα γλυπτό μήκους 30 μέτρων από πέτρα – χρησιμοποίησε εννέα τόνους! © George Lipman/Fairfax/ Getty Images/ Ideal Image 

Φαίνεται να λέει αλήθεια, άλλωστε η διεθνής αναγνώριση ήρθε πολύ νωρίς για εκείνον. «Ποτέ δεν έρχεται πολύ νωρίς», με διορθώνει, «ωστόσο, το να βρεθώ στο Ντίσελντορφ το 1968 ήταν από τις πιο σωστές αποφάσεις που είχα πάρει». Γνωρίζεται με καλλιτέχνες όπως ο Γιόζεφ Μπόις, ο Καρλ Αντρέ, ο Ντάνιελ Μπούρεν. «Αυτοί υπήρξαν και οι πρώτοι υποστηρικτές του έργου μου, εκείνοι με ενθάρρυναν να συνεχίσω». Στη συνέχεια ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα φτάνει –για πρώτη φορά– με μια μηχανή Lambretta και φυσικά περιοδεύει στην Ιταλία, όπου γνωρίζει βαθύτερα το κίνημα της arte povera, αναγνωρίζοντας συγγένειες με τη δική του προσέγγιση στην τέχνη. «Ήταν σημαντικό το ότι δραπέτευσα από τη βρετανική –τότε συντηρητική– σκηνή και δοκίμασα να βρω τον εαυτό μου εκτός συνόρων». Θυμάται πως η πρώτη αντίδραση των δασκάλων του στη σχολή του Μπρίστολ ήταν υπερβολική. «Με πέταξαν έξω. Με θεωρούσαν κίνδυνο για τους άλλους φοιτητές, δεν ήθελαν τέτοια πειράματα». Ωστόσο, δεν αποθαρρύνθηκε. «Ήμουν απλώς ένας νεαρός καλλιτέχνης που δοκίμαζε νέα πράγματα. Τη δεκαετία του ’60 ένα βήμα έξω από την πόρτα και ο κόσμος φαινόταν να προσφέρει τόσο πολλές δυνατότητες για τέχνη». Τι θα έλεγε στον νεαρό εαυτό του; «Πως αυτά που έκανε τότε μου φαίνονται ακόμα ενδιαφέροντα, έχουν σημασία για μένα, λένε κάτι για τη ζωή μου και τον τρόπο που σκεφτόμουν και δρούσα». Αναφέρει πως την περίοδο που ξεκινούσε είχε δοκιμάσει να αφήσει κομμάτια του ίδιου γλυπτού σε διαφορετικά μέρη, καλύπτοντας τις αποστάσεις με το ποδήλατο. «Με συγκινούσε η σκέψη τού να απλώσω ένα γλυπτό στον χώρο και στον χρόνο. Ήταν μια ωραία ιδέα και οι ιδέες είναι πάντα κυρίαρχες στην τέχνη μου. Προηγούνται της επιλογής του τόπου». 

Ο μεγάλος περίπατος του σερ Ρίτσαρντ Λονγκ-3
Το έργο Celtic arcadian circle με διάμετρο 226 εκ. Είναι από σχιστόλιθο από το Delabole της Κορνουάλης.

ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ

Εξηγεί πως υπάρχουν φορές που ταξιδεύει έχοντας κάνει ενδελεχή έρευνα γύρω από τον προορισμό του και άλλες που πηγαίνει χωρίς να γνωρίζει τίποτα. «Στη δουλειά μου λειτουργούν και οι δύο τρόποι. Όμως θα έλεγα πως κινούμαι αρκετά διαισθητικά. Για παράδειγμα, θυμάμαι πως με τον Hamish Fulton συχνάζαμε στη National Geographic Society αναζητώντας χάρτες. Βρήκαμε έναν χάρτη της Βολιβίας. Είχε μόνο το περίγραμμα της χώρας και μία λέξη γραμμένη σε μια μεριά του χάρτη: “rocky”. Τρεις εβδομάδες αργότερα, κατέβαινα από ένα τρένο στη μέση της νύχτας, για να βρεθώ σε ένα υπέροχο, βραχώδες τοπίο. Ναι, κάποιες φορές πρέπει να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου, να δίνεις ευκαιρίες στην τύχη». Τον ρωτώ πώς αισθάνονται οι κόρες του για την πορεία του και αν καταλάβαιναν όταν ήταν μικρές για ποιον λόγο έλειπε τόσο συχνά από το σπίτι. «Μάλλον όχι, νομίζω όμως πως είναι υπερήφανες. Ξέρετε, για τα παιδιά οι γονείς μοιάζουν πάντα συνηθισμένοι άνθρωποι. Όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου με άφηναν να ζωγραφίζω τους τοίχους του δωματίου μου και η μαμά μου με τράβαγε στην Κινηματογραφική Λέσχη του Πανεπιστημίου. Ήμουν παιδί, πίστευα πως όλες οι οικογένειες κάνουν πάνω-κάτω τα ίδια. Μεγαλώνοντας, διαπίστωσα πως η υποστήριξη στο να είμαι ο εαυτός μου και να αντλώ ευχαρίστηση από αυτά που κάνω ξεκινούσε από το ίδιο μου το σπίτι. Οι εικόνες αυτές από την πατρική στέγη και οι μνήμες από τις όχθες του ποταμού Evon όπου έπαιζα, χαζεύοντας τα ρεύματα πότε να στεγνώνουν την κοίτη και πότε να θεριεύουν, έχουν μεγάλο μερίδιο στην καλλιτεχνική ελευθερία που νιώθω».

→ Έως 17/11, Βernier/Eliades, Επταχάλκου 11, www.bernier-eliades.com

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή