Φθινοπωρινές διακοπές για πάντα

Φθινοπωρινές διακοπές για πάντα

Τέσσερις ώρες μακριά από τη Θεσσαλονίκη, η Σόφια κρύβει πολλούς άσους στο μανίκι της και εκπλήξεις στην καθημερινότητά της.

2' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Βουλγαρία; Έρχονται όλοι στην Ελλάδα για διακοπές και εσύ θα πας στη Σόφια;» αναρωτήθηκαν κάποιοι φίλοι, αλλά το εισιτήριο είναι ήδη κλεισμένο. Τέσσερις ώρες μακριά από τη Θεσσαλονίκη, το κρύο γίνεται ακόμη πιο αισθητό. Οι κεντρικές λεωφόροι είναι λουσμένες με το φως από τις μαρκίζες των εμπορικών και των διαφημίσεων από τα σόου της ερχόμενης τηλεοπτικής σεζόν. Ο δρόμος για το μετρό είναι ένας λαβύρινθος υπόγειων διαβάσεων, βυθισμένων στο σκότος και το έρεβος. Όλοι περπατούν μέχρι τον επόμενο σταθμό. Ή παίρνουν ταξί. Βράδυ Τρίτης, σιγά που το κέντρο της Σόφιας είναι άδειο. Πυροτεχνήματα που ξεκουφαίνουν, προβολείς που ορθώνονται στον ουρανό σαν σε πρεμιέρα ταινίας στο Χόλιγουντ και ο Καθεδρικός Ναός του Αλεξάνταρ Νέφσκι που αλλάζει χρώματα, για τον Πλάθιντο Ντομίνγκο και τη Σόνια Γιόντσεβα που ερμηνεύουν γνωστές άριες της όπερας. Όσοι δεν πήραν εισιτήριο κρυφοκοιτάνε από τις λαμαρίνες ή στέκονται στα πέτρινα πασσαλάκια. Μόλις τελειώνει το υπαίθριο γκαλά, θεατές και περαστικοί με τα καλά τους ρούχα στριμώχνονται στο τρόλεϊ της επιστροφής.  Το επόμενο πρωί, μπαμπάδες με τους γιους τους γεμίζουν μπιτόνια με καυτό νερό από τις θερμές πηγές της πόλης. Η πλατεία μυρίζει θειάφι. Όλοι οι φούρνοι και τα υπόγεια μαγαζάκια με τα ψιλικά δέχονται παραγγελίες από τα παραθυράκια. Το ίδιο και το προκάτ κουτί με τα γκεβρέκ, τα βουλγάρικα κουλούρια, και ο φούρνος στο τέρμα του Ζένσκι Πάζαρ, όπου η πριντσέσα, μια τεράστια φέτα ψωμιού ψημένη με κασκαβάλι και μπέικον, μόλις βγαίνει από το ταψί.  Στα στενά γύρω από τον πεζόδρομο της Βίτοσα βρίσκεται το Red Flat, ένα τυπικό διαμέρισμα μιας μεσοαστικής οικογένειας την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος. «Μπορείς να αγγίξεις τα αντικείμενα, να ανοίξεις τα ντουλάπια, να ξεφυλλίσεις ό,τι βιβλίο υπάρχει, να βάλεις στο γραμμόφωνο όποιο βινύλιο θες», με παρακινεί η Τσβέτα, που είναι η πρώτη της μέρα στη δουλειά, λίγες μέρες αφότου μετακόμισε εδώ από το Μπουργκάς. Ετοιμάζει λίγο τσάι, όσο η τηλεόραση βρίσκεται στο 1988. Στο δωμάτιο υπάρχει ένα ομοίωμα του Μίσα, της μασκότ των Ολυμπιακών της Μόσχας, ενώ ανοίγεις τα ντουλάπια της κουζίνας και βρίσκεις προϊόντα με ετικέτες από εκείνη την εποχή. Μου συστήνει ένα κρυμμένο εστιατόριο και με κατευθύνει στο να παραγγείλω κοτόπουλο με μανιτάρια και πουρέ πατάτας. Απλό και χορταστικό. Στην οδό Θεσσαλονίκης ακούγονται σκόρπια ελληνικά από φοιτητές που παραγγέλνουν φρέντο. Στον πεζόδρομο της Γκραφ Ιγκνάτιεφ, παρέες παίρνουν από ένα κομμάτι πίτσα και αράζουν στο πάρκο, μπροστά από το Εθνικό Θέατρο. Μια παρέα βάζει ένα ηχείο που παίζει swing και ο χορός τους ζωηρεύει τη βραδιά. Γελάνε, μπουρδουκλώνονται, προσπαθούν, τα παρατούν. Πίνουν λίγη μπίρα και ξεκινούν ξανά. Με προσκαλούν κι εμένα. Και τα δύο πόδια μου είναι ζερβά, εγκαταλείπω γρήγορα. Συζητήσεις και δίλιτρες μπίρες που κρατούν μόνο για λίγο. Λέμε «ίσως να τα ξαναπούμε». Το ίσως γίνεται ποτέ και το ποτέ ιστορία. Αλλιώς, δεν θα τις λέγαμε φιλίες των διακοπών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή