Ευριπίδης Λασκαρίδης: «Όλα πρέπει να τα μασήσεις και να τα φτύσεις»

Ευριπίδης Λασκαρίδης: «Όλα πρέπει να τα μασήσεις και να τα φτύσεις»

Σκηνοθέτης, χορογράφος, ηθοποιός, περφόρμερ: Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης επιστρέφει στη Στέγη, δύο χρόνια μετά το Ελενίτ, για να μας συστήσει τους Τιτάνες του: έναν σουρεαλιστικό κόσμο όπου το φως συναντά το σκοτάδι.

8' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κόσμοι εξωφρενικοί, ασύνδετοι, τρομακτικοί, ντροπιαστικοί, με διαπεραστικούς ήχους, έντονα χρώματα, ακατάληπτες φράσεις: Οι κόσμοι που υφαίνει ο Ευριπίδης Λασκαρίδης επί σκηνής σού δημιουργούν νευρικότητα αλλά και ευφορία. Σαν να σε στριμώχνει κάποιος σε μια γωνιά του μυαλού σου, οικεία αλλά και περίεργα ξένη. Οι σκηνές και τα ερεθίσματα διαδέχονται το ένα το άλλο, με φρενήρεις ρυθμούς. Δεν ξέρεις πού να εστιάσεις, νομίζεις πως κάτι σου διαφεύγει. 

«Δεν χρειάζεται να εστιάσεις κάπου, ούτε να το σκέφτεσαι τόσο πολύ», μου απαντά όταν τον συναντώ. Του αντιγυρίζω πως τα ετερόκλητα στοιχεία στις παραστάσεις του μοιάζουν με κομμάτια παζλ που πρέπει να συνδυάσεις χωρίς να γνωρίζεις την εικόνα. Σαν να σε σπρώχνει κάποιος σε μια ακατάστατη αποθήκη. Βάλε τάξη, σε διατάζει! Πώς συγυρίζεις, λοιπόν, το ασυνείδητο; Πώς τακτοποιείς τις σκέψεις σου γύρω από τον έρωτα; Πώς ξορκίζεις τον φόβο της αποτυχίας; «Τα φτιάχνω ασυνείδητα τα έργα μου, πολλές φορές προχωρώ στη σύνθεση χωρίς να ξέρω τι φτιάχνω. Μια περούκα, ένας ρυθμός ή ένας ήχος μπορεί να λειτουργήσει ως έναυσμα και δημιουργώ μια σκηνή γύρω από αυτό. Διαισθητικά κινούμαι προς κάτι ή απορρίπτω κάτι άλλο και με τον ίδιο τρόπο συνδέω τις σκηνές. Άλλες φορές, πάλι, η θέση των σκηνικών αντικειμένων μπορεί να υπαγορεύσει τη σειρά. Χρόνια μετά τη δημιουργία μιας παράστασης και ενώ επανέρχομαι σε αυτήν, μπορεί να μην έχω κατορθώσει να βρω τον υποσυνείδητο διάδρομο που οδήγησε σε μια επιλογή». 

Ευριπίδης Λασκαρίδης: «Όλα πρέπει να τα μασήσεις και να τα φτύσεις»-1
Φωτογραφία: Γιώργος Καπλανίδης

«Να γαργαλιέσαι στην πρόβα»

Αναφέρει πως στην αρχή ήταν πολύ διστακτικός στο να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, όχι μόνο όσο σπούδαζε στο Θέατρο Τέχνης αλλά και αργότερα, όταν βρέθηκε στη Νέα Υόρκη για να φοιτήσει σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Brooklyn College. «Συντηρείται μια ψευτοακαδημαϊκή ανάγκη στις παραστατικές τέχνες να αιτιολογούνται τα πάντα. Σκεφτόμαστε το θεωρητικό υπόβαθρο ενός έργου και προσθέτουμε σκηνές χωρίς να έχουν καμία αλήθεια, μόνο και μόνο γιατί θεωρούμε ότι εξηγούν τις προθέσεις μας. Αυτά όλα πρέπει να τα μασήσεις και να τα φτύσεις και να πας να κάνεις αυτό που ξέρεις καλά, δηλαδή να γαργαλιέσαι στην πρόβα. Όλα τα γιατί έχουν ποτίσει μέσα σου. Στην αρχή ήμουν πιο δειλός στο να εμπιστευτώ το ένστικτό μου. Τώρα πια είμαι βέβαιος πως, αν ακονίσεις τη διαίσθησή σου, αυτή θα σε οδηγήσει αναπόφευκτα σε κάποιες αλήθειες». 

Η αφορμή με την οποία μιλάμε είναι η παράσταση Τιτάνες. «Οι Τιτάνες είναι ένα έργο που θέλησε να φέρει στη ζωή δύο πλάσματα. Ένα πλάσμα με μεγάλο μέτωπο και φουσκωμένη κοιλιά και ένα άλλο το όποιο έμοιαζε να είναι σκιά του πρώτου. Είναι ένα έργο που επιχειρεί να μιλήσει σε ένα κοσμικό πεδίο, για τον έρωτα, την επιθυμία, την αποτυχία, τη συντροφικότητα και τον υπαρξιακό τρόμο. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2017 στο Φεστιβάλ Αθηνών και παίχτηκε για τελευταία στη Μαδρίτη τον Φεβρουάριο του 2020, πριν από την πανδημία. «Επιδιώκω την τακτική επαφή με τα έργα μου. Με αυτόν τον τρόπο διαπιστώνω και πόσο έχω αλλάξει εγώ στο πέρασμα του χρόνου και πώς απηχούν αυτά σε κάθε νέα συνθήκη και βέβαια το πώς εγγράφονται μέσα μου κάθε φορά». Μου εξηγεί πως υπάρχουν δημιουργοί όπως ο Robert Wilson ή η Pina Bausch που τα έργα τους μοιάζουν σαν να παρουσιάστηκαν χθες. «Θυμάμαι πως, όταν είχα δει το Café Müller στο Φεστιβάλ Αθηνών, αισθάνθηκα δέος, ένα έργο του ’70 συνομιλούσε με το σήμερα. Σαράντα χρόνια μετά, ακόμη παίζουμε στον ποδόγυρο αυτής της γυναίκας». Από άποψη παραγωγής, είναι βέβαια εξαιρετικά δύσκολο να επισκεφθείς ξανά ένα έργο με τόσο μεγάλη αλληλουχία εικόνων. «Σημαίνει πως οι συνεργάτες σου είναι εκπαιδευμένοι και εξοικειωμένοι με το σκηνικό σου λεξιλόγιο».

Με τους περισσότερους, όπως ο Άγγελος Μέντης, που σχεδιάζει τα κοστούμια, ο Γιώργος Πούλιος, που συνθέτει τη μουσική και ο χορευτής Δημήτρης Ματσούκας, πορεύεται χρόνια μαζί. «Είναι ανακουφιστικό να παίζεις μπάλα με ανθρώπους που ξέρουν τον κόσμο σου, τα χούγια, τον τρόπο δουλειάς σου». Τον ρωτώ γιατί έχει προτίμηση στους μονολεκτικούς τίτλους: Relic, Τιτάνες, Eλενίτ. «Οι μονολεκτικοί τίτλοι με ιντριγκάρουν. Όπως όταν ήμουν μικρός και έβλεπα Δυναστεία, Ντιουκς, Σπορτ Μπίλι, ένιωθα πως αυτές οι λέξεις ήταν σαν κάψουλες, έκρυβαν μέσα τους πολύ πυκνά νοήματα». Επισημαίνω, ενώ προσπαθώ να συγκρατήσω τα γέλια μου, πως μπορεί εύκολα κάποιος να συνδέσει τον τίτλο με την ελληνική μυθολογία. «Κάθε ερμηνεία είναι ευπρόσδεκτη. Εγώ προτείνω εικόνες και ο κάθε θεατής –αν τον απασχολήσει αυτό που είδε– θα κάνει το δικό του ταξίδι. Αποδεικνύεται πως το κοινό έχει μεγαλύτερη φαντασία από τη δική μου και κάποιες φορές καταφέρνει να πλησιάσει μια δική μου σκέψη, να συντονιστεί με ένα μεταμφιεσμένο δικό μου βίωμα». 

Ευριπίδης Λασκαρίδης: «Όλα πρέπει να τα μασήσεις και να τα φτύσεις»-2
Φωτογραφία: Γιώργος Καπλανίδης

Οι λέξεις εγκλωβίζουν, οι εικόνες απελευθερώνουν

Ο διεθνής Τύπος κάνει λόγο για έναν αταξινόμητο καλλιτέχνη: ηθοποιός, περφόρμερ, χορευτής. «Αν με ρωτήσεις τι θέλεις να κάνεις, να δεις μια ταινία ή να διαβάσεις ένα βιβλίο, θα επιλέξω χωρίς δισταγμό την ταινία. Ο λόγος έρχεται πάντα δεύτερος, δεν είναι για μένα ο καλύτερος τρόπος επικοινωνίας. Οι λέξεις έχουν τη δυνατότητα να σε εγκλωβίζουν, ενώ η εικόνα φαίνεται να είναι πιο ανοικτή στην ερμηνεία, και αυτό με απελευθερώνει. Από την άλλη δεν αισθάνομαι ότι δεν παίζω με τον λόγο. O λόγος υπάρχει, απλώς είναι αποσπασματικός, ασυνάρτητος. Το νόημα δηλαδή δεν έρχεται μέσα από τη λέξη, αναδύεται μέσα από το ηχόχρωμα, την ένταση της φωνής, τη συνοδεία της κίνησης, του φωτός. Ως άνθρωπος έχω έφεση στην εικόνα, αντιλαμβάνομαι πρώτα την κίνηση, τον ρυθμό, τον χώρο. Αυτά τα έχω αναγνωρίσει ως καλλιτέχνης, ως δημιουργός. Όσον αφορά τον λόγο, έχω πάντα ένα μικρό ερωτηματικό». 

«Είμαι ο πρώτος που την πατάω»

Οι άφυλες περσόνες του υπερβολικές, άσεμνες, απελπισμένες, αμήχανες, ξιπασμένες, σε κάνουν πολλές φορές να ζηλεύεις τον τρόπο τους, την αυθόρμητη, αφιλτράριστη έκφρασή τους. Γιατί τόση υπερβολή; «Δεν ψήνομαι να βάλω σε μια ιστορία τον εαυτό μου, όμως όταν μεταμφιέζομαι και βλέπω μια γαργαλιστική περσόνα απέναντί μου, τότε τη σκέφτομαι να κάνει ανήκουστα πράγματα, να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, να αποτυγχάνει, να ερωτεύεται, να πονά. Αυτό δεν το κάνω σκωπτικά, το κάνω βάζοντας μπροστά τη δική μου εμπειρία. Εγώ είμαι ο πρώτος που ταυτίζομαι με αυτό το γελοίο πλάσμα, είμαι ο πρώτος που την πατάω, που έχει ρωγμές και άρα η προσέγγισή μου γίνεται με μεγάλη αγάπη. Προσκαλώ το κοινό να δει πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη ύπαρξη. Όταν βλέπεις τα πράγματα υπό κλίμακα και συνειδητοποιείς πόσο μηδαμινοί είμαστε, πόσο πλάκα έχει να παθιάζεσαι, παίρνεις άλλη απόσταση από τις αγωνίες σου». Υποστηρίζει, επίσης, πως η υπερβολή σκηνικά τον εκφράζει απόλυτα, είναι ένα χρήσιμο εργαλείο. «Είναι ένας μεγεθυντικός φακός, που μπορείς να κάνεις zoom και να δεις τη ζωή ποιητικά, να κάνεις focus σε ένα πράγμα που σε άλλη φάση θα περνούσε απαρατήρητο. Μέσω αυτού, διακρίνεις όλους τους πόρους. Κάποια στιγμή, όταν ξεκίνησα να φτιάχνω αυτά τα έργα, συνειδητοποίησα ότι με είχε πιάσει μια μανία σύγκρισης του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμο, σαν να επιθυμούσα να τα συνδέσω. Αυτό στη Φυσική δεν συμβαίνει, έχουμε καταφέρει να βρούμε τους νόμους που ερμηνεύουν τους δύο κόσμους, από τη μία ο μικρόκοσμος και η κβαντική μηχανική, και από την άλλη ο μακρόκοσμος και η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, όμως αυτοί οι δύο νόμοι δεν επαληθεύονται μεταξύ τους – τουλάχιστον όχι ακόμη. Αλλά είναι ολοφάνερη η σύνδεση, όταν κοιτάζεις τους πλανήτες και έπειτα παρατηρείς ένα άτομο, αντικρίζεις την ίδια εικόνα. Υπάρχει μια μαγική σύνδεση στην εικόνα των δύο κόσμων, έτσι και εγώ νομίζω ότι μέσα από αυτή την υπερβολή μπορεί κανείς να μιλήσει για τα πιο ουσιαστικά, τα πιο απαλά, τα πιο ευαίσθητα».

Ευριπίδης Λασκαρίδης: «Όλα πρέπει να τα μασήσεις και να τα φτύσεις»-3
Ευριπίδης Λασκαρίδης, μεταμφιεζόμενος: «Κάθε ερμηνεία είναι ευπρόσδεκτη. Εγώ προτείνω εικόνες και ο κάθε θεατής –αν τον απασχολήσει αυτό που είδε– θα κάνει το δικό του ταξίδι». (Φωτογραφία: Γιώργος Καπλανίδης)

«Η συγκίνηση σε βρίσκει πάντα απροετοίμαστο»

Καθώς μου εξηγεί τη θεωρία του, σκέφτομαι πώς θα ήταν ο κόσμος αν περιβαλλόμασταν από τις φιγούρες του. Του το λέω. «Τι εννοείς; Να ανεβάζαμε το volume σε κάθε άνθρωπο στο 130; Θα ήταν υπέροχο, αλλά εξαντλητικό. Ίσως αν υπήρχαν κάποιες στιγμές εκτόνωσης, αν ήσουν, για παράδειγμα, στην εφορία και καθώς στεκόσουν στην ουρά περνούσες έναν παραμορφωτικό φακό από τους πολίτες; Αν μπορούσες για λίγο να δεις τι συμβαίνει στο μυαλό και στην ψυχή τους; Δεν θα ήταν γαργαλιστικό αυτό; Αποκαλυπτικό;». Διασκεδαστικό σίγουρα, απαντώ, κάποιες φορές επώδυνο, και ίσως ανυπόφορο να πρέπει να εισπράττεις την έξαρση του καθενός. «Το μεδούλι της ζωής, όμως, είναι αυτό: όταν γυρνάς στον άλλο και λες κάτι που δεν το περιμένει. Ανοίγει ένας χώρος μέσα σου ακριβώς εκεί που θα προσπερνούσες. Εγώ δεν ήμουν ποτέ της λογικής τού μαζευτείτε να μιλήσουμε για τα μεγάλα της ζωής, να σας κουνήσω το δάχτυλο. Η συγκίνηση σε βρίσκει πάντα απροετοίμαστο. Είχα μια κουβέντα πρόσφατα με μια φίλη που έχασε τη μητέρα της και μου εξηγούσε πώς καθόταν με τον πατέρα της για να αποφασίσουν ποια φωτογραφία θα μπει πάνω στον τάφο. Ενώ με ενημέρωνε για την καθημερινότητά της, σκέφτηκα πόσο σπουδαίο ήταν ότι το μοιράστηκε αυτό μαζί μου, το να βρεθείς δηλαδή μπροστά στο album της ζωής ενός αγαπημένου σου προσώπου και να διαλέξεις μια εικόνα, σαν περίληψη μιας ζωής. Αυτό το τόσο απλό, άχαρο, διαδικαστικό, ίσως και γελοίο, μου φάνηκε βαθιά συγκινητικό». 

Ευριπίδης Λασκαρίδης: «Όλα πρέπει να τα μασήσεις και να τα φτύσεις»-4
© JULIAN MOMMERT

Ήταν πάντα ο αστείος της παρέας; «Από νωρίς κατάλαβα ότι το χιούμορ ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας, μου πρόσφερε έναν τρόπο να συνδεθώ, ήμουν ο καραγκιόζης της τάξης. Άλλοι χρησιμοποιούν τη γοητεία τους, άλλοι την ευφυΐα τους, είναι ένας κώδικας. Και η αγάπη για την υποκριτική; «Είμαι στην έκτη δημοτικού και μπαίνει στην τάξη η δασκάλα των αγγλικών Μαρία Χρυσομάλλη-Κατζουράκη, γυναίκα του Μίμη και αδελφή του εικαστικού Κυριάκου Κατζουράκη, που χάθηκε πρόσφατα, η οποία μας έκανε και θέατρο. Θα ανεβάζαμε τον Οδυσσεβάχ της Ξένιας Καλογεροπούλου στην παράσταση. Μάλιστα προσκλήθηκε και η ίδια η συγγραφέας. Η Μαρία ξεκινά να με συστήνει στην Ξένια λέγοντας: “Αυτός ο βλάκας δεν θέλει να γίνει ηθοποιός, αρχιτέκτονας θέλει να γίνει”. “Κάτι θα ξέρει το παιδί”, έρχεται η απάντηση». Ήξερες τελικά; «Την αρχιτεκτονική την αγαπώ πολύ, πέρασα στο πανεπιστήμιο, μου αρέσει ο χώρος, η αντίληψη της κίνησης μέσα στον χώρο. Το έχω ξαναπεί, αισθάνομαι ότι κάνω τρισδιάστατα εργόχειρα. Κυριολεκτικά, πλέκω τις συνθέσεις. Πολλές φορές στην πρόβα πηγαίνω προς ένα σημείο που αισθάνομαι ότι δεν έχει ενεργοποιηθεί και μετά σκέφτομαι τι θα κάνω εκεί. Μέσα από τον χώρο αντιλαμβάνομαι τη δημιουργία των κόσμων μου».

ΙΝFO → 08-12/12, Κεντρική Σκηνή, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, www.onassis.org

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή