Εκκεντρικά πυροτεχνήματα

Η πόλη του Ανουί-σιρ-Μπλαζέ που έφτιαξε ο Γουές Άντερσον στη Γαλλική αποστολή εμπνέει τρία μικρά αφηγήματα όπου πρωταγωνιστούν οι κάτοικοι της Αθήνας.

2' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι θύρες των ανεξήγητων// «Εδώ είναι Μανχάταν, τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» Όταν έγιναν απογραφείς για λίγα παραπάνω χρήματα, τους είχαν ξεκαθαρίσει πως θα μετρούσαν τους κατοίκους της Αθήνας. Αν ήταν του Μανχάταν, θα ζητούσαν περισσότερα. Οι δυο τους αποτελούσαν μια ομάδα που δεν τα παρατούσε στην πρώτη δυσκολία. Τα μάτια, όμως, έβλεπαν θυμό πίσω από τις μισάνοιχτες πόρτες. Τα αυτιά άκουγαν βρισιές που θα έκαναν τους χούλιγκαν να ντρέπονται για τα συνθήματά τους. Οι τρίχες σηκώνονταν από όσα άκουγαν από τους αρνητές, γιατί, «αν θα γίνει πόλεμος, θα μας νομίζουν για λιγότερους, μα εμείς που δεν απογραφήκαμε θα τους τη φέρουμε από πίσω και θα τους πάρουμε στο κατόπι!». Ήταν τόσο εξαντλημένοι, που δεν αναρωτήθηκαν γιατί ένα υπόγειο πολυκατοικίας έμοιαζε με κιτσάτο σαλονάκι ιατρείου. Θα κάθονταν, αν εκείνη η κοπέλα δεν έβγαινε από το διαμέρισμά της. Δεν ήθελαν να την τρομοκρατήσουν, γι’ αυτό της έδωσαν αμέσως τον φάκελο απογραφής. «Καλώς, τη συμπληρώνω», είπε. Ήταν η πρώτη τους επιτυχία μέσα σ’ αυτή τη μέρα, τα γεγονότα της οποίας θα ήταν αδύνατο να εξηγήσουν στους λόγους παραίτησης.

Η πρώτη φορά// Ήταν Ολλανδή. Ποτέ της δεν είχε δει ταινία του Γουές Άντερσον. Ποτέ της δεν τρόμαξε σε σινεμά από τη φωνή ενός άνδρα ο οποίος για να βρει τη γυναίκα του ούρλιαξε: «Πού ’σαι, Μανωλίααα;» και εκείνη του απάντησε: «Εδώ, παλουκώσου». Ποτέ της δεν είχε φανταστεί πως ένας άνθρωπος μπορεί να πλάσει το σύμπαν των ονείρων του τόσο προσεγμένα. Ποτέ δεν της είχαν πει πως απαγορεύονται τα δάκρυα. Ποτέ δεν είχε ακούσει πως η δημοσιογραφική ουδετερότητα είναι ένας μύθος. Ποτέ πιο πριν δεν είχε ξεστομίσει τη φράση «θέλω να ξαναδώ αυτή την ταινία». Ήταν η πρώτη φορά που ξαναπλήρωσε εισιτήριο για το ίδιο φιλμ. Άσχετα που του έλειπε ένα κομμάτι ψυχής. Το βρήκε μετά στα στολίδια της Αθήνας.

Το μαγικό φίλτρο της μπλάντι Μαριώς// Ο καθηγητής Λ. Β. σιχαινόταν τη δουλειά του στο πανεπιστήμιο, μα δεν μπορούσε να παραιτηθεί, γιατί τι θα έλεγαν οι γονείς, ο κόσμος, οι ανταγωνιστές και η συνείδησή του; Μετά τις διαλέξεις, φρόντιζε κάθε ηλιόλουστο σούρουπο να κατεβαίνει στο Μοναστηράκι και να περπατάει προς την Ομόνοια και το Μεταξουργείο, ψάχνοντας κάποιο τυχαίο γεγονός σε μπαρ και στοές το οποίο θα του άλλαζε τη νύχτα. Ένα Σάββατο ανακάλυψε τα ουζερί της αγοράς. Εκεί γνωρίστηκε με τη Μαριώ. Του σέρβιρε νέκταρ, ένα ευωδιαστό οινόπνευμα, ίαμα για κάθε δύσκολη εβδομάδα, που τον ταξίδευε σε μπλε τραπεζάκια ελληνικού καλοκαιριού και τον έδενε με ένα ξόρκι που δεν έσπαγε ούτε από τον ισχυρότερο μάγο όλων των εποχών. «Bloody hell, Μαριώ», της έλεγε κάθε Σάββατο και έτσι το μπλάντι της έμεινε αμανάτι. Μόλις έπεφτε για ύπνο, ο Λ. Β. ευχόταν να είχε πέσει πρώτα στη μαρμίτα με το τσίπουρο της μπλάντι Μαριώς και να είχε τις δυνάμεις του μαγικού της φίλτρου τις Δευτέρες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή