Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ μάς μαθαίνει να λέμε αντίο

Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ μάς μαθαίνει να λέμε αντίο

Ο δημοφιλής συγγραφέας, γνωστός και από το κινηματογραφικό The Reader, μιλάει στο «Κ» για τις δυσκολίες των ανθρώπινων σχέσεων, το φάρμακο της μοναξιάς και τα διηγήματα του καινούργιου του βιβλίου.

5' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάποια στιγμή πριν από περίπου 20 χρόνια, μια φίλη που σπάνια μου πρότεινε βιβλία, μου έδωσε έναν τίτλο και μου είπε: «Πρέπει να το διαβάσεις τώρα». Ήταν τέτοια η ένταση στη φωνή της, που ένιωσα ότι ήταν όντως κατά κάποιον τρόπο επείγον. Αγόρασα το Διαβάζοντας στη Χάννα, γιατί περί αυτού επρόκειτο, εκείνο το ίδιο απόγευμα, το διάβασα κατευθείαν και κατάλαβα. Κάποια διαμάντια, πριν γίνουν πολύ γνωστά, έχουν μια πιο ξεχωριστή λάμψη. Εκείνη ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Μπέρνχαρντ Σλινκ. Το βιβλίο βεβαίως έγινε σταδιακά ένα παγκόσμιο μπεστ σέλερ, στην Ελλάδα έχει φτάσει πλέον τα 40.000 αντίτυπα, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο (The Reader, 2008) και τα βιβλία του Σλινκ μεταφράζονται σταθερά στις πάντα φροντισμένες δουλειές των εκδόσεων Κριτική – σήμερα, στα 77 του χρόνια, ο Γερμανός συγγραφέας αποτελεί ένα κεφάλαιο των ευρωπαϊκών γραμμάτων και ήταν μεγάλη χαρά και τιμή που με αφορμή την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του, Χρώματα του αποχαιρετισμού, συμφώνησε να κουβεντιάσει και να μοιραστεί τις απόψεις του με το «Κ».

Αποχαιρετισμοί, λοιπόν. Τρόποι να λέμε αντίο. Κάθε διήγημα εστιάζεται και σε μια διαφορετική περίπτωση. Συνδέονται μεταξύ τους μέσα από μια αίσθηση μελαγχολική και την εντύπωση ότι η ζωή δεν είναι τέλεια, ότι οι σχέσεις των ανθρώπων είναι πολύπλοκες και γεμάτες λάθη. «Οι αποχαιρετισμοί είναι συχνά οδυνηροί», μου λέει. «Κάτι τελειώνει, μερικές φορές οριστικά. Χάνουμε κάποιο αγαπημένο και σημαντικό για εμάς πρόσωπο, εγκαταλείπουμε ή μας εγκαταλείπουν, παρόλο που θα προτιμούσαμε μια άλλη έκβαση. Αυτοί είναι οι σκοτεινοί αποχαιρετισμοί. Υπάρχουν, όμως, και οι φωτεινοί αποχαιρετισμοί, οι οποίοι δεν συνεπάγονται μόνο ένα τέλος, αλλά και μια νέα αρχή». 

Παρατηρώ ότι ακολουθεί μια αγαπημένη μέθοδο που συχνά επιλέγει και στα μυθιστορήματά του: οι χαρακτήρες του μεταφέρουν το παρελθόν τους ως ένα άλυτο μυστήριο, ένα βάρος που κάπου πρέπει να ακουμπήσουν. Ενοχές, καταπιεσμένες επιθυμίες, μυστικά, δύσκολες μνήμες. Έτσι είναι η ζωή; Έχει ο ίδιος καλά τακτοποιημένες τις δικές του αναμνήσεις; «Υπάρχουν καταστάσεις, σχέσεις, συμπεριφορές τις οποίες θυμάμαι και νιώθω άβολα ή αναγνωρίζω πως έφταιξα. Όμως, όπως είπατε, έτσι είναι η ζωή και προσπαθώ να συμφιλιωθώ με αυτό». Και με τους αποχαιρετισμούς πώς τα πάει; Ένας ήρωας, ο Φίλιπ, από το διήγημα Αδελφική μουσική, περιγράφεται ως «πολύ αργός και πολύ αδέξιος με τους αποχαιρετισμούς». Είναι ο ίδιος έτσι; Ή είναι σίγουρος και ψύχραιμος; Τι χρώμα έχουν οι αποχαιρετισμοί του; «Οι αποχαιρετισμοί που βιώνουμε είναι διαφόρων ειδών, σωστά;» μου λέει. «Εμείς ορίζουμε το χρώμα που θα τους δώσουμε».

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ γεννήθηκε σε μια οριακή στιγμή για τη Γερμανία, το καλοκαίρι του 1944, σε μια κωμόπολη κοντά στο Μπίλεφελντ – ο πατέρας του ήταν επιφανής Λουθηρανός θεολόγος. Ο ίδιος σπούδασε νομικά, έγινε δικαστής και δίδαξε στο ιστορικό πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου. Η συγγραφική του πορεία ξεκίνησε με κάποια αστυνομικά μυθιστορήματα, μέχρι που το 1995 έγραψε το Διαβάζοντας στη Χάννα, η σαρωτική επιτυχία του οποίου σημάδεψε την καριέρα και τη ζωή του. Στο εξής θα ήταν ο άνθρωπος που έγραψε αυτό το βιβλίο. Σε πρόσφατη συνέντευξή του από την DW ρωτήθηκε αν τον ενοχλεί αυτό, ότι οι άνθρωποι πάντα θα επιστρέφουν εκεί. «Δεν με ενοχλεί», απάντησε. «Το να έχεις επιτυχία μία φορά στη ζωή σου είναι υπέροχο». Στη Χάννα περιγράφει τη σχέση ενός εφήβου με μια μεγαλύτερη γυναίκα, μια δύσκολη ερωτική ιστορία, μέσω της οποίας σχολιάζει το πώς οι αμαρτίες της περιόδου του πολέμου έριξαν τη βαριά σκιά τους τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια της Γερμανίας. Η ιστορία της χώρας έχει συχνά βαρύνουσα σημασία στο έργο του (π.χ. Όλγα, Ο γυρισμός) και ο ίδιος είχε πει παλιότερα στον Guardian ότι το να είσαι Γερμανός είναι σαν να κουβαλάς ένα τεράστιο φορτίο. 

Η συλλογή αρχίζει με το διήγημα Τεχνητή νοημοσύνη, με τον Σλινκ να στρέφεται ξανά στο παρελθόν. Ο αφηγητής θυμάται τα χρόνια των δύο Γερμανιών και τη ζωή στο Ανατολικό Βερολίνο και φοβάται για τα κρυμμένα μυστικά που θα βρει στα αρχεία της Στάζι η κόρη ενός αποθανόντος φίλου. Πώς δικαιολογείται το παρελθόν; Και πώς το κουβαλάς στην πλάτη σου; Το πολιτικό στοιχείο, πάντως, τον αφορά ως προς το πώς αποτυπώνεται στον ψυχισμό του ήρωά του. Και αυτό που νιώθει ο συγκεκριμένος είναι μια βαθιά μοναξιά. «Ο αφηγητής αυτής της ιστορίας υπογραμμίζει πως θα πρέπει να γίνουμε φίλοι με τη μοναξιά για να την αντέξουμε», μου λέει. «Και η μοναξιά, φυσικά, δεν είναι κάτι που μας κάνει μόνο να υποφέρουμε. Μπορούμε να της φερθούμε καλά, να την αποδεχθούμε, να την αξιοποιήσουμε, ακόμα και να χαρούμε με αυτήν».
Εξ αφορμής τον ρωτάω για την πανδημία και τον καιρό της καραντίνας. Ένιωσε μοναξιά; Την αξιοποίησε; «Κατά τη διάρκεια της καραντίνας βρισκόμουν στο σπίτι μου στο Βερολίνο, χωρίς να εργάζομαι εξ αποστάσεως, χωρίς μικρά παιδιά στο σπίτι να θέλουν να βγουν έξω και να μην μπορούν, χωρίς το άγχος να με κυριεύει, κι έτσι απόλαυσα την ήρεμη ροή της ζωής και της συγγραφής».

Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ μάς μαθαίνει να λέμε αντίο-1
Η Κέιτ Γουίνσλετ και ο Ντέιβιντ Κρος στην ταινία The Reader του Στίβεν Ντάλντρι, που σύστησε το έργο του Σλινκ σε ένα παγκόσμιο κοινό. ©ALAMY/VISUALHELLAS.gr

ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ

Ένας αποχαιρετισμός συνεπάγεται μια κάποια συμφιλίωση. Σε ένα από τα διηγήματα, Το μενταγιόν, μια γυναίκα, η Σαμπίνε, αναρωτιέται αν πρέπει να συναντήσει τον πρώην σύζυγό της που μαθαίνει πως είναι πολύ άρρωστος, αν πρέπει να τον συγχωρήσει για το παρελθόν. Ο Σλινκ γράφει: «Όταν συγχωρούμε, δεν το κάνουμε για χάρη του άλλου, αλλά πιο πολύ για εμάς τους ίδιους». Τον ρωτάω αν αυτό είναι κάτι που πιστεύει, αν η συγχώρεση είναι μια διαδικασία που μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα. «Η συγχώρεση έρχεται όταν κλείνουμε υποθέσεις που μας έθιξαν ή μας ενόχλησαν και όλα όσα αυτές μας προκάλεσαν, έτσι ώστε η θύμησή τους να μη μας ταλανίζει ξανά και ξανά. Θα μπορούσε, μάλιστα, να μας απελευθερώσει, με αποτέλεσμα να υιοθετήσουμε μια νέα συμπεριφορά προς τον άνθρωπο που μας προσέβαλε ή μας πλήγωσε. Ακόμη, όμως, κι αν δεν καταφέρουμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, και μόνο η απόφαση να διακόψουμε κάθε σχέση με τον συγκεκριμένο άνθρωπο μας οδηγεί στην απελευθέρωση και στην απόκτηση ενός νέου είδους ανεξαρτησίας». 

Κλείνω τις ερωτήσεις μου με το διήγημα που βρήκα ως πιο σημαντικό στη συλλογή, το Κόρη αγαπημένη, τολμηρό και βαθύ. Γράφει κάπου ότι «συμβαίνει τόσο συχνά από κάτι σωστό να προκύπτει κάτι λάθος. Γιατί, κατά τον ίδιο τρόπο, να μην μπορεί από κάτι λάθος να γεννηθεί κάτι σωστό;». Υπάρχει κάποια ηθική διάσταση σ’ αυτόν τον προβληματισμό; Διαφωνεί. «Αν από κάτι λάθος προκύπτει κάτι σωστό», μου λέει, «αυτό είναι ευτύχημα και όχι ηθικό ζήτημα». Στο διήγημα ο Μπαστιάν βρίσκεται σε μια συνθήκη που θυμίζει αρχαιοελληνική τραγωδία και μέσα στην απελπισία του αναζητά παρηγοριά στη λογοτεχνία, ψάχνει απαντήσεις στα κείμενα του Τόμας Μαν και του Μαξ Φρις. Μπορεί η λογοτεχνία να μας δώσει απαντήσεις; Ή είναι καλύτερα να θέτει τα ερωτήματα; «Η λογοτεχνία θέτει ερωτήματα και δίνει απαντήσεις – ορισμένες συνάδουν με αυτές που αναζητούμε, ενώ άλλες είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές που αναμένουμε. Ενίοτε, όμως, δεν προσφέρει ούτε το ένα ούτε το άλλο, κι αυτό μας αποπροσανατολίζει».

* Ευχαριστούμε την κυρία Παρασκευή Παπαδοπούλου (AD VERBUM) για την απόδοση των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ μάς μαθαίνει να λέμε αντίο-2ΙΝFO → Η συλλογή διηγημάτων του Μπέρνχαρντ Σλινκ Χρώματα του αποχαιρετισμού κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός), όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του συγγραφέα.  

 

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή