Από πόλη σε πόλη: Στα μονοπάτια της εβραϊκής Θεσσαλονίκης

Από πόλη σε πόλη: Στα μονοπάτια της εβραϊκής Θεσσαλονίκης

Στιχομυθίες στους δρόμους της "Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων" ανακατεύονται με τις μουσικές αναμνήσεις της Λιλιπούπολης.

2' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ουζιέλ – «Έχεις σταματήσει ποτέ εδώ;» τον ρώτησα. Πάρκαρε πλάι στις λαμαρίνες που περιφράζουν τα απομεινάρια των Κεραμείων Αλλατίνη. Για χρόνια πηγαίνει ανατολικά διασχίζοντας την Ανθέων, αλλά ποτέ δεν έκανε μια στάση στη συνοικία Ουζιέλ, με τις είκοσι οκτώ αρχοντικές μονοκατοικίες και τα χαρακτηριστικά τους γύψινα αετώματα. Κάποιες νοικοκυρές έπλεναν την αυλή τους, πότιζαν τις μανταρινιές και έδιωχναν τα χώματα από τα πλακάκια με το λάστιχο. Σε πέντε χρόνια από τώρα, οι κατοικίες που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας του Ολύμπιον, Ζακ Μοσέ, για τους υπαλλήλους του διπλανού ρημαγμένου αμαξοστασίου, το οποίο διαχειριζόταν ο εργολάβος Δαβίδ Ουζιέλ, θα συμπληρώσουν εκατό χρόνια ζωής. Βρίσκονται σε καλά χέρια. Ιερουσαλήμ – Στην ογκωδέστατη βιογραφία της Ιερουσαλήμ (εκδ. Ωκεανίδα) που έγραψε ο Σάιμον Σίμπαγκ Μοντεφιόρε, υπάρχει ο μύθος πως το συνθετικό «Σαλήμ» προέρχεται από τη ρήση του πρώτου ηγεμόνα της, ο οποίος την αποκάλεσε «Μπάιτ Σουλμάνι» (ο οίκος της ευμάρειας). Από όλους τους συγκριτικούς τίτλους που κολλούν στις πόλεις (π.χ. το Εδιμβούργο ως «Αθήνα του Βορρά» ή το Βουκουρέστι ως «Παρίσι των Βαλκανίων»), η Θεσσαλονίκη ως «βαλκανικά Ιεροσόλυμα» φαίνεται ταιριαστό. Τουλάχιστον γι’ αυτό που ήταν πριν από το Ολοκαύτωμα και πριν από τη λεηλασία των περιουσιών των Σεφαρδιτών Εβραίων. Πια, της ταιριάζει η παρομοίωση της σκισμένης σελίδας ενός βιβλίου του οποίου οι ιστορίες σταμάτησαν απότομα σε σκόρπια σημεία της πόλης. Μνημονεύονται σε πλάκες με τα ονόματα των Εβραίων μαθητών έξω από το σχολείο, στις εγκαταλελειμμένες στοές του κέντρου, στη συναγωγή που σώθηκε λόγω της λειτουργίας της ως αποθήκης του Ερυθρού Σταυρού. Δεν είναι όμως αρκετό, όσο ακόμη τέτοια ζητήματα παραμένουν ταμπού. Μοντιλιάνι – Νωθρό πρωί Δευτέρας. Οι φοιτητές τελείωσαν τον καφέ στο Ύψιλον και γελούν με τα 2 ευρώ που τους κόστισε ένα έγχρωμο αντίγραφο στα φωτοτυπάδικα της Μελενίκου. Το αποκάλεσαν «αγιογδύσιμο» – οι λεξιπλάστες στην εξουσία. Με αυτόν τον όρο θα συμφωνούσε και ο έμπορος στην Εδέσσης που έσερνε στο καρότσι του κούτες, αν δεν ήταν απορροφημένος από την αύξηση της τιμής του εμπορεύματος κατά 40%. Καταφύγιο στο Καπάνι και στις αγνές, πικρές ιστορίες του Αζίζ Νεσίν. Στο καφενείο του Μοντιλιάνι παίζει τη Λάβα. Καπάκι, ο Περιπτεράς του Διονυσίου. Post-love ενός μπιζελιού – Β΄ Δημοτικού, μάθημα μουσικής. Σκασμένα, ατίθασα και κακομαθημένα, πώς γαληνεύαμε με τη Ροζαλία, πώς ξεσηκωνόμασταν με «το χοντρό μπιζέλι που χορεύει τσιφτετέλι». Δ΄ Δημοτικού, οι μαμάδες άκουγαν το Ναι, θα πω της Ασλανίδου, με μια μουσική που δεν την ξέχναγες εύκολα. Περνούν χρόνια μέχρι να ανακαλύψεις τυχαία τι σημαίνει ευαίσθητος στίχος από τη Μαριανίνα Κριεζή και σπουδαία ενορχήστρωση από τον Νίκο Αντύπα και όλα αλλάζουν πια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή