Η απαγόρευση της δημόσιας χρήσης των όρων «κήρυξη πολέμου», «επίθεση» και «εισβολή» για τα γεγονότα της Ουκρανίας έχει κάτι οργουελικό. Και όπως κάθε δυστοπική ιστορία, έτσι κι αυτή μοιάζει, πρώτον, τρομακτική και, δεύτερον, απίστευτη. Είναι όμως γεγονός: τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης έλαβαν την οδηγία ότι θα πρέπει στο εξής να χρησιμοποιούν τη φράση «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» και ότι η «παραπληροφόρηση» αποτελεί ποινικό αδίκημα. Συζητάμε τώρα για ένα καθεστώς ελεγχόμενης ενημέρωσης, επειδή το επιβάλλει η επικαιρότητα, αλλά αυτά είναι χθεσινά νέα.
Όταν τον περασμένο Οκτώβριο απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης στον Ντμίτρι Μουράτοφ, αρχισυντάκτη της αντιπολιτευτικής εφημερίδας Novaya Gazeta, εκείνος το αφιέρωσε στους έξι δημοσιογράφους του που έχασαν τη ζωή τους επί της θητείας του. Η ενημέρωση δεν ήταν ποτέ εύκολη στη Ρωσία. Τώρα βέβαια μοιάζει κάπως αδύνατη. Ο Μουράτοφ κέρδισε το βραβείο χάρη στους αγώνες του για την ελευθερία της έκφρασης, όμως πώς να εκφραστείς όταν υπάρχουν λέξεις που απαγορεύονται;
«Παραλογισμός», σχολίασε ο ίδιος στο περιοδικό New Yorker. «Δεν θα προδώσουμε τους αναγνώστες μας», είπε επίσης. «Δεν θα γίνουμε προπαγανδιστές». Η εφημερίδα τελικά αποφάσισε να μην αναπαράγει τις ειδήσεις με τον τρόπο που επιβάλλει το Κρεμλίνο. Για την ακρίβεια, αποφάσισε να μην αναπαράγει καθόλου τις ειδήσεις από την Ουκρανία. Παραλογισμός στον παραλογισμό. «Θα συνεχίσουμε να γράφουμε για τις συνέπειες που αντιμετωπίζει η Ρωσία: την εξελισσόμενη οικονομική κρίση, τη ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου, τα προβλήματα πρόσβασης σε ξένα φάρμακα και τεχνολογίες και τη δίωξη των διαφωνούντων», ανέφερε η ανακοίνωση της εφημερίδας.
Την ίδια στιγμή, αρκετά δυτικά μέσα «κόπηκαν», το ίδιο και η πρόσβαση στο Facebook και το Twitter. Οι διαδηλώσεις απαγορεύτηκαν, εξ ου και συνελήφθησαν χιλιάδες άνθρωποι που βγήκαν αυτές τις μέρες στους δρόμους των ρωσικών πόλεων. Η αντιπολίτευση οποιουδήποτε είδους μοιάζει με επιχείρηση αυτοκτονίας. Αλλά και πάλι, αυτά είναι χθεσινά νέα.
Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ
Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου του 2015, ο Μπόρις Νεμτσόφ, δημοφιλές πολιτικό πρόσωπο της αντιπολίτευσης και από τους πιο δραστήριους επικριτές της κυβέρνησης Πούτιν, ενώ περπατούσε στο κέντρο της Μόσχας μαζί με τη σύντροφό του, δέχτηκε τέσσερις σφαίρες στην πλάτη. Οι δράστες εντοπίστηκαν και καταδικάστηκαν, αλλά δεν αποκαλύφθηκε ποτέ το κίνητρό τους. «Τον πατέρα μου τον σκότωσε η ρωσική προπαγάνδα», έγραψε σε άρθρο της στον Guardian η κόρη του Νεμτσόφ, Ζάνα Νεμτσόβα, δημοσιογράφος, η οποία διέφυγε στο εξωτερικό, εργάστηκε για κάποια χρόνια στην Deutsche Welle και σήμερα ζει στην Πράγα. Πριν από έναν χρόνο, παρουσία της Νεμτσόβα, μια πλατεία της τσεχικής πρωτεύουσας, εκεί που βρίσκεται η ρωσική πρεσβεία, μετονομάστηκε σε πλατεία Μπόρις Νεμτσόφ. Η Μόσχα δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά της.
Η Νεμτσόβα, αντίστοιχα, όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει κρύψει την αγανάκτηση και τον πόνο της. Σε άρθρο της στους New York Times το 2018 μίλησε για μια νέα γενιά προοδευτικών Ρώσων που εγκαταλείπουν τη χώρα, αφού «ενημερώνονται ονλάιν, αρνούνται να καταπιούν την προπαγάνδα που τους ταΐζουν τα κρατικά ελεγχόμενα μίντια και απεχθάνονται το αυταρχικό καθεστώς του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν». Το φαινόμενο brain drain πλήττει τη Ρωσία – την τελευταία πενταετία μάλιστα το κύμα αποχωρήσεων κορυφώθηκε, φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα της μετα-σοβιετικής εποχής. Εν τω μεταξύ, η Νεμτσόβα έχει δημιουργήσει στη μνήμη του πατέρα της το Ίδρυμα Μπόρις Νεμτσόφ για την Ελευθερία, το οποίο κάθε χρόνο βραβεύει ένα πρόσωπο που ξεχώρισε για τον αγώνα του υπέρ των δημοκρατικών ιδεών. Ο πιο πρόσφατος νικητής του βραβείου ήταν –αναμενόμενα– ο Αλεξέι Ναβάλνι.
Ο ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ «ΝΑΒΑΛΝΙ»
Στα μέσα Ιανουαρίου, το περιοδικό Time κυκλοφόρησε με το πορτρέτο του Ναβάλνι στο εξώφυλλο και τίτλο Ο άνθρωπος που ο Πούτιν φοβάται. Τον φοβάται στ’ αλήθεια; Είναι σίγουρα ο πιο σημαντικός του πολιτικός αντίπαλος αυτή τη στιγμή, παρά το ότι βρίσκεται στη φυλακή. Ή, ίσως, ακριβώς επειδή βρίσκεται στη φυλακή. Ο Ναβάλνι αποτελεί εδώ και χρόνια τη δημοφιλέστερη αντιπολιτευτική φωνή στη χώρα· τα βίντεο με τις αποκαλύψεις για υποθέσεις διαφθοράς της ρωσικής ελίτ που αναρτούσε στο κανάλι του στο YouΤube παρακολουθούνταν από δεκάδες εκατομμύρια Ρώσους. Όταν εμφανίστηκε, πριν από μία δεκαετία, ήταν ένας άνθρωπος «καθαρός», χωρίς παρελθόν στην πολιτική σκηνή, ίδρυσε την Επιτροπή Καταπολέμησης της Διαφθοράς και δήλωσε ευθαρσώς ότι σκοπεύει να «εκθρονίσει» τον πρόεδρο Πούτιν, όμως η υποψηφιότητά του στις εκλογές του 2018 δεν εγκρίθηκε. Και μετά, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, δηλητηριάστηκε. Φυγαδεύτηκε και νοσηλεύτηκε στη Γερμανία και, όταν συνήλθε, επέστρεψε οικειοθελώς στη Ρωσία, γνωρίζοντας ότι επρόκειτο να συλληφθεί (για την παραβίαση των όρων αναστολής μιας παλιότερης ποινής), επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να μετατρέψει τον εαυτό του σε σύμβολο αντίστασης. Σήμερα, έναν χρόνο αργότερα και δεδομένης της τεταμένης κατάστασης, η παρουσία του στη φυλακή αποτελεί έναν παράγοντα αποσταθεροποίησης, έναν πονοκέφαλο.
Η σύλληψή του συνοδεύτηκε από την κυκλοφορία ενός ντοκιμαντέρ από την ομάδα του Ναβάλνι με τίτλο Το παλάτι του Πούτιν. Το ντοκιμαντέρ περιγράφει τη δημιουργία του «μεγαλύτερου ιδιόκτητου σπιτιού στη Ρωσία», αξίας 1,3 δισ. δολαρίων, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, η πολυτέλεια του οποίου είναι αν μη τι άλλο σκανδαλώδης. Το βίντεο αναρτήθηκε στο YouΤube και μέσα σε λίγες μέρες είχε ξεπεράσει τα 100 εκατ. views και οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που ξέσπασαν ταυτόχρονα σε εκατοντάδες πόλεις της Ρωσίας ήταν οι μεγαλύτερες της δεκαετίας. Ο ίδιος ο Πούτιν αναγκάστηκε να πάρει θέση, αρνούμενος ότι το συγκεκριμένο σπίτι τού ανήκει, ενώ μερικές μέρες αργότερα ο Αρκάντι Ρότενμπεργκ, δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας και στενός φίλος του Πούτιν, δήλωσε ότι το «παλάτι» είναι δικό του. Ο καθένας πίστεψε αυτό που ήθελε, αλλά, σε κάθε περίπτωση, η φωνή του Ναβάλνι ακούστηκε δυνατή μέσα από το κελί του.
«Το πιο σημαντικό μάθημα που πήραμε από την έρευνά μας για το παλάτι του Πούτιν δεν ήταν ότι είχε μια τόσο φοβερή, πολυτελή κατοικία κοντά στη θάλασσα. Αυτό που είδαμε εκεί ήταν σαν να βλέπαμε μέσα στο μυαλό του, μέσα στο κεφάλι του», δήλωσε στο περιοδικό Spectator ο Λεονίντ Βολκόφ, άτυπα το νούμερο δύο της ομάδας του Ναβάλνι. «Αυτός ο άνδρας έχει 20 χρόνια την εξουσία στη χώρα – θα μπορούσε να έχει ικανοποιήσει κάθε όνειρο. Αλλά φαίνεται ότι το όνειρό του ήταν να έχει ένα μεγάλο σπίτι με πολύ χρυσό και κόκκινα σατέν δωμάτια. Πιθανότατα επισκέφτηκε τις Βερσαλλίες ως τουρίστας και τον εντυπωσίασαν». Ο Βολκόφ, πρώην πληροφορικάριος και κατόπιν επικεφαλής της ακυρωμένης προεκλογικής εκστρατείας του Ναβάλνι, έχει στήσει το «αρχηγείο» της αντιπολίτευσης στο Βίλνιους – οι αρχές της Λιθουανίας αρνήθηκαν στη Ρωσία την έκδοσή του. Μαζί με άλλους αυτοεξόριστους Ρώσους συνεχίζουν να παλεύουν για το όραμά τους: να επιστρέψουν σε μια φιλόξενη πατρίδα.
ΠΟΙΟΣ ΦΤΑΙΕΙ;
Εξ αφορμής των πρόσφατων εξελίξεων, μια ομάδα επιφανών Ρώσων της διασποράς αποφάσισε να οργανωθεί συστήνοντας μια Αντιπολεμική Επιτροπή. Στην ανακοίνωση που εξέδωσαν υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα φράση: «Όντας Ρώσοι πολίτες, φέρουμε ηθική ευθύνη που αποτύχαμε να εμποδίσουμε τον πόλεμο». Είναι μια πολυεπίπεδη παράμετρος η ευθύνη. Πριν από λίγα χρόνια, στο βιβλίο Έρχεται χειμώνας (εκδ. Επίκεντρο) ο διάσημος σκακιστής Γκάρι Κασπάροφ, μέλος της νεοσύστατης Επιτροπής, έθεσε προ των ευθυνών της και τη Δύση, που αγνόησε την επικινδυνότητα του Ρώσου προέδρου. «Οι δικτάτορες σταματάνε όταν τους σταματάνε», γράφει επιθετικά ο Κασπάροφ, ο οποίος, αφού ολοκλήρωσε την καριέρα του στο σκάκι, στράφηκε στην πολιτική και σήμερα, ζώντας ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και στο Σπλιτ, έχει αφοσιωθεί στον αγώνα του για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στην Επιτροπή συμμετέχουν αρκετά ακόμα αναγνωρίσιμα πρόσωπα, όπως ο επιχειρηματίας Εβγκένι Τσιτσβάρκιν, ο οικονομολόγος Σεργκέι Γκούριεφ, ο πολιτικός ακτιβιστής Βλαντιμίρ Κάρα-Μούρζα – η δική του περίπτωση είναι τουλάχιστον μυθιστορηματική, αφού έχει καταφέρει να επιζήσει όχι από μία, αλλά από δύο απόπειρες δολοφονίας με δηλητήριο. Ηγετικό ρόλο όμως στην Αντιπολεμική Επιτροπή φαίνεται να έχει ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Ρωσία την εποχή που ανέβηκε στην εξουσία ο Πούτιν. Ο Χοντορκόφσκι κατηγορήθηκε τότε για απάτη και φοροδιαφυγή (κατά τον ίδιο, οι κατηγορίες ήταν ψευδείς και τα κίνητρα της δίωξής του πολιτικά), η μυθική του περιουσία διαλύθηκε, πέρασε εννέα χρόνια στη φυλακή και μετά την απελευθέρωσή του εγκαταστάθηκε μόνιμα στο εξωτερικό. «Ο Πούτιν είναι ο προσωπικός μου εχθρός και ο εχθρός κάθε ανθρώπινου πλάσματος», δήλωσε πρόσφατα στο CNN.
ΠΑΝΚ ΚΑΙ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ
Οι πολυάριθμοι διαφωνούντες όλων αυτών των ετών έχουν τον ίδιο στόχο: την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στη χώρα. Ωστόσο προέρχονται από διαφορετικούς χώρους, διαφορετικές γενιές και διαφορετικές ιδεολογίες. Είναι κάπως πρωτοφανές ή έστω ασυνήθιστο. Η φράση του Χοντορκόφσκι, ότι ο Πούτιν είναι προσωπικός του εχθρός, είναι σχεδόν ίδια με εκείνη της Ναντέζντα Τολοκονίκοβα, που δήλωσε προ ημερών στον Guardian ότι το να ενοχλεί τον Πούτιν είναι για την ίδια «προσωπική υπόθεση». Η Τολοκονίκοβα ήταν μία από τις πέντε γυναίκες που τον Φεβρουάριο του 2012 εμφανίστηκαν με καλυμμένα πρόσωπα και πολύχρωμες στολές στον Καθεδρικό Ναό του Σωτήρα Χριστού στη Μόσχα και έδωσαν μπροστά στους λιγοστούς, σαστισμένους παρευρισκομένους μια αλλόκοτη και οργισμένη παράσταση που αργότερα χρησιμοποιήθηκε στο βιντεοκλίπ του τραγουδιού Punk prayer: Mother of God drive Putin away. Ήταν η στιγμή που η ακτιβιστική πανκ μπάντα των Pussy Riot γινόταν γνωστή σε όλο τον κόσμο, αλλά και η αρχή μιας θυελλώδους σχέσης ανάμεσα στις νεαρές ακτιβίστριες και τις ρωσικές αρχές. Η Τολοκονίκοβα και η Μαρία Αλιόχινα, έτερο μέλος της μπάντας, πέρασαν 21 μήνες στη φυλακή. Δεν πτοήθηκαν ιδιαίτερα, πάντως. Εδώ και μία δεκαετία απασχολούν την επικαιρότητα με τη στρατευμένη μουσική τους και τις παρεμβάσεις τους (π.χ. στο Μουντιάλ του 2018), ενώ εσχάτως υποστήριξαν την πρωτοβουλία της δημιουργίας ενός NFT με την ουκρανική σημαία, βοηθώντας να συγκεντρωθούν 7 εκατ. δολάρια που κατέληξαν στην ουκρανική άμυνα.
Δεν είναι γνωστή η τωρινή κατοικία της Τολοκονίκοβα, για προφανείς λόγους, αλλά σίγουρα δεν βρίσκεται στη Ρωσία. Άλλωστε, για τη χώρα της θεωρείται «ξένος πράκτορας», ένας χαρακτηρισμός που συνοδεύει πρόσωπα, ΜΚΟ ή μίντια που επί της ουσίας κρίνεται ότι τηρούν εχθρική στάση.
Η Τολοκονίκοβα είπε πολλά ακόμα σ’ αυτή τη συνέντευξή της στον Guardian, δεν μέτρησε τα λόγια της όταν χαρακτήρισε τον Πούτιν «δικτάτορα», ούτε όμως όταν μίλησε για την υποκρισία της Δύσης. «Πολλοί έλεγαν ότι δεν υποστήριζαν τις πολιτικές του Πούτιν […]. Αλλά την ίδια στιγμή συνέχιζαν να κάνουν δουλειές μαζί του». Η υποκρισία της Δύσης. Κι αυτά χθεσινά νέα είναι. Παρακολουθούμε τα γεγονότα λες και δεν έχουμε ξαναδεί παράλογους και άδικους πολέμους ή λες και δεν υπάρχουν προπαγανδιστικές τάσεις ακόμα και στον «πολιτισμένο» κόσμο. Έτερον εκάτερον; Μάλλον. Όσο η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας απειλεί την παγκόσμια ειρήνη, η βασανισμένη φωνή της ρωσικής αντιπολίτευσης αρχίζει να ακούγεται όλο και πιο καθαρά στα δυτικά αυτιά. Και όλες αυτές οι υποθέσεις με τον κάπως εξωτικό χαρακτήρα που διαβάζαμε διαγωνίως στις ειδήσεις είναι ξαφνικά τα σημερινά νέα.