«ΕΝΑΣ ΓΚΑΛΕΡΙΣΤΑΣ μοιάζει με κάποιον που κάνει σερφ. Δεν μπορεί να προκαλέσει ο ίδιος ένα κύμα αν αυτό δεν υπάρχει. Αλλά ένας καλός σερφίστας μπορεί να αισθανθεί ποιο από τα κύματα που έρχονται είναι το καλό, δηλαδή αυτό που θα διαρκέσει». Με αυτή την απόλυτα επιτυχημένη παρομοίωση, η Μαρία Δημητριάδη περιέγραφε το 1989 τον δικό της ρόλο στην ελληνική μεταπολεμική τέχνη. Ήταν μόλις 20 χρονών όταν άνοιξε τη Μέδουσα στην οδό Ξενοκράτους. Εκτός από τους καταξιωμένους καλλιτέχνες της εποχής της, η Μαρία θέλησε να φιλοξενήσει και τη ματιά των συνομήλικών της, να δώσει βήμα έκφρασης στην τέχνη της γενιάς της. Με τόλμη αλλά και τρυφερότητα αγκάλιασε την ερευνητική τέχνη και τα νέα πρόσωπα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη γλυπτική και στις εγκαταστάσεις. Αυτό που σίγουρα πρέπει να της αναγνωριστεί είναι το αλάνθαστο ένστικτό της, αλλά και η στάση της απέναντι στο έργο και στον δημιουργό. Δεν είχε την υπεροψία ενός θεωρητικού ή κριτικού τέχνης, η σχέση της με όσα παρουσιάζονταν στη Μέδουσα ήταν σχεδόν ερωτική, όπως δήλωνε εκείνη. Δεν την ενδιέφερε να συμβαδίσει με τις τρέχουσες τάσεις, επισημαίνει και η Ελισάβετ Πλέσσα, επιμελήτρια της έκθεσης Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης (1979-2017) που παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη. «Ο μοναδικός γνώμονας στις αναζητήσεις της ήταν η αισθητική συγκίνηση», λέει. Τόσο το εκθεσιακό αφιέρωμα στη 40χρονη πορεία της γκαλερί όσο και η έκδοση που το συνοδεύει αποτελούσαν επιθυμία της Δημητριάδη, που έφυγε από τη ζωή το 2017.
ΙΝFO Έως 22/05, Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138, Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου, benaki.org