1.000 τεύχη «Κ»: Αναμνήσεις από χαρτί

1.000 τεύχη «Κ»: Αναμνήσεις από χαρτί

Δύο συνεντεύξεις και ένα ταξίδι ιδιαίτερα φορτισμένο, σε μια ιστορική συγκυρία, ως τρεις ενδεικτικές στιγμές μέσα από τα χρόνια.

6' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αυτό που είμαστε καθορίζεται ώς έναν βαθμό από τα βιώματά μας. Γινόμαστε δηλαδή, όσο τα χρόνια περνούν, οι άνθρωποι που γνωρίζουμε, τα μέρη που επισκεπτόμαστε, όσα βλέπουμε και ακούμε. Εμείς οι δημοσιογράφοι έχουμε ακόμα μία παράμετρο σ’ αυτή τη διαρκή εξέλιξη: τις λέξεις μας, τα κείμενα που γράφουμε. Στα χίλια τεύχη και στις σχεδόν δύο δεκαετίες του «Κ», ο απολογισμός είναι από κάθε πλευρά πλούσιος: πολύτιμες εμπειρίες, μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων και καταστάσεων, γέλια και κλάματα, εκατοντάδες άνθρωποι, πολλά μέρη, αμέτρητες λέξεις. Τι να πρωτοθυμηθώ γι’ αυτό το τεύχος, που λειτουργεί και σαν κιβωτός μνήμης; Έπειτα από πολλή προσπάθεια καταλήγω σε δύο συνεντεύξεις και ένα ρεπορτάζ. Υπάρχουν λόγοι σοβαροί που όσο ζω θα τα θυμάμαι…

1.000 τεύχη «Κ»: Αναμνήσεις από χαρτί-1

Στην κουζίνα με τη μαμά του Ρίτσαρντ Γκιρ

Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 2017 και η έκφραση «καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα» αδυνατεί να περιγράψει επαρκώς την κατάστασή μου. Κοιτούσα συνεχώς το ρολόι μου, είχα ταχυπαλμία, το στομάχι μου πονούσε, ο λαιμός μου είχε στεγνώσει. Ο ήχος του κινητού μου με έκανε σχεδόν να πέσω από την καρέκλα μου. «Καλησπέρα. Είμαι η Μάριελ. Περίμενε, σε παρακαλώ, να σε συνδέσω με τον Ρίτσαρντ». Και κάπως έτσι, σε μια τηλεφωνική κλήση μέσω Λονδίνου, μιλούσα με τον Ρίτσαρντ Γκιρ στο Λος Άντζελες.

Αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη –την πρώτη που έδινε ο Αμερικανός ηθοποιός σε ελληνικό έντυπο– ήταν «Το δείπνο», σε σκηνοθεσία Όρεν Μόβερμαν. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ολλανδού συγγραφέα Χέρμαν Κοχ, η ταινία καταγράφει την αθέατη πλευρά δύο σύγχρονων αστικών οικογενειών, εστιάζοντας στη βία που κρύβεται μέσα μας και σε όσα είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε προκειμένου να περιφρουρήσουμε την ευτυχία μας.

Είχα μόλις είκοσι λεπτά στη διάθεσή μου. Κύλησαν σαν νεράκι. Είχαμε μιλήσει για τη σχέση του με την πολιτική, μια και υποδυόταν έναν γερουσιαστή («Προτιμώ να είμαι δεσμευμένος απέναντι στους ανθρώπους, όχι στην πολιτική – αυτή δεν με ενδιαφέρει»)· για την ανταγωνιστική φύση των ανθρώπων («Δυστυχώς, ερχόμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με το ερώτημα “ποιος είναι ισχυρός;”, “ποιος θα κυριαρχήσει” σε κάθε κατάσταση»)· αλλά και για την αγάπη του για τη χώρα μας («Η σκέψη και οι διδαχές των αρχαίων Ελλήνων σοφών έχουν επηρεάσει όλο τον κόσμο. Δεν θα είναι υπερβολή αν σας πω ότι όλοι έχουμε ένα κομμάτι Ελλάδας μέσα μας!»). 

Στην εκπνοή του χρόνου, και αφού η πλοκή της ταινίας ακολουθεί τη ροή ενός δείπνου, πήρα το ρίσκο να κάνω άλλη μία ερώτηση: Ποιες είναι οι γευστικές μνήμες του από τα παιδικά του χρόνια; Ήταν καλή μαγείρισσα η μητέρα του; Η Μάριελ παρενέβη φανερά εκνευρισμένη. «Ο χρόνος έχει τελειώσει και δεν επιτρέπονται προσωπικές ερωτήσεις». Και τότε τον άκουσα: «Για όνομα του Θεού, Μάριελ! Ας μιλήσουμε λίγα λεπτά ακόμα!». Δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου. «Η μητέρα μου, Ντόρις Αν, πέθανε πέρυσι, στα 91 της χρόνια», συνέχισε ο Ρίτσαρντ Γκιρ. «Δεν ήταν καλή μαγείρισσα, αλλά ήταν αναμενόμενο: είχε πέντε παιδιά και έπρεπε να μαγειρεύει για έναν μικρό στρατό. Το φαγητό της ήταν αξιοπρεπές, λοιπόν, αλλά σίγουρα όχι αυτό που λέμε αξιομνημόνευτο!» 
Και η κουβέντα έκλεισε με γέλια. 

1.000 τεύχη «Κ»: Αναμνήσεις από χαρτί-2

Quid pro quo, όπως ο Χάνιμπαλ Λέκτερ

Είναι 2005 και μόλις έχει κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα της Μαρίας Μήτσορα, Καλός καιρός / Μετακίνηση. Ποτέ δεν την είχα συναντήσει. Μόνο τον μύθο της γνώριζα. «Είναι η θηλυκή εκδοχή του Μικ Τζάγκερ», έλεγε γι’ αυτήν ο Κωνσταντίνος Τζούμας. «Vain woman της ελληνικής λογοτεχνίας», την είχε αποκαλέσει ο Λου Ριντ. Αποφασίζω να της ζητήσω συνέντευξη. Τηλεφωνώ στον εκδοτικό οίκο. «Η κυρία Μήτσορα δεν δίνει συνεντεύξεις». Δεν πτοούμαι. «Μπορώ να έχω το τηλέφωνό της; Θα ήθελα να προσπαθήσω…» 

Είναι Πέμπτη. Μέχρι το βράδυ της Κυριακής έχω αγοράσει και διαβάσει όλα τα βιβλία της. Δευτέρα απόγευμα της τηλεφωνώ. «Δεν έχω διάθεση για συνεντεύξεις», μου απαντά κοφτά. «Σε μια δημοσιογράφο δικαιούστε να πείτε “όχι”. Σε μια αναγνώστρια των βιβλίων σας, όμως, που έχει απορίες και θέλει να τις συζητήσει μαζί σας δεν μπορείτε να αρνηθείτε», επιμένω. Παύση μερικών δευτερολέπτων. «Σας περιμένω την Τετάρτη στις 6 το απόγευμα. Μένω στον Λυκαβηττό».

Και κάπως έτσι πέρασα το κατώφλι του διαμερίσματός της, για την πιο περίεργη, την πιο μεγάλη σε διάρκεια και σίγουρα μία από τις πιο συναρπαστικές συνεντεύξεις της καριέρας μου. «Θα μιλήσουμε υπό έναν όρο», μου είπε η Μαρία Μήτσορα, ανάβοντας τσιγάρο, μόλις καθίσαμε στο σαλόνι της. «H κουβέντα θα είναι quid pro quo: μία ερώτηση εγώ, μία εσείς. Αν μου πείτε ψέματα σε κάποια απάντησή σας, θα το καταλάβω και θα σταματήσουμε. Τι λέτε;» Στη Σιωπή των αμνών ο Χάνιμπαλ Λέκτερ είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη μέθοδο για να δώσει –και να αντλήσει– πληροφορίες στην πράκτορα του FBI Κλαρίς Στάρλινγκ. «Γιατί όχι; Ας ξεκινήσουμε!» απάντησα.
Κουβεντιάσαμε για τους γονείς της, τους έρωτές της, τα ταξίδια της –από τον Πολικό Κύκλο έως την Αϊτή και από το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας–, για τον θάνατο, για τον «ιδιωτικό κήπο» που έψαχνε κάποτε μέσω των ναρκωτικών, για τη λογοτεχνία. Για τη δική μου ζωή: τα παιδικά μου χρόνια, τον γάμο μου, τον καρκίνο, τη δημοσιογραφία, τις γάτες μου. Γι’ αυτό το «κεφάλαιο» έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν βγήκα από την πολυκατοικία της. Μερικές εβδομάδες μετά, όταν είχε πια δημοσιευθεί η συνέντευξη, χτύπησε το κινητό μου: «Τασούλα, είμαι η Μαρία Μήτσορα. Θέλω να ξέρεις ότι με επηρέασες τόσο πολύ με όσα μου είπες για τις γάτες, που υιοθέτησα κι εγώ μια γατούλα. Την ονόμασα Αλεχάντρα. Όποτε θέλεις, έλα να τη γνωρίσεις…».

Ο Φιντέλ του Άη Στράτη

Τον Ιούλιο του 2015, τα capital controls μάς βρήκαν, με τον φωτογράφο Βαγγέλη Ζαβό, για ρεπορτάζ στην άγονη γραµµή του Βορείου Αιγαίου, στον Άη Στράτη, το νησί με τα πολλά «χωρίς»: δεν είχε τότε φαρµακείο, φούρνο, τράπεζα, ούτε ΑΤΜ, και οι ντόπιοι έπρεπε να πηγαίνουν στη Μύρινα της Λήµνου για ανάληψη χρηµάτων – 5 ώρες πηγαινέλα µε το γερασµένο «Αιολίς».

Αυτός ο πάλαι ποτέ τόπος εξορίας, όπου οι µόνιµοι και «νόµιµοι» κάτοικοι έζησαν µαζί µε τους προσωρινούς και «παράνοµους», είχε φιλόξενους ανθρώπους και συναρπαστικές ιστορίες. Δεν χόρταινα να τις ακούω. Όπως εκείνη που μου αφηγήθηκε ο Βύρων Μανικάκης, γιος του θρυλικού φωτογράφου Βασίλη Μανικάκη (1907-1999), που επί δεκαετίες κατέγραφε τη ζωή των Αγιοστρατιτών και των εκτοπισµένων και µας κληροδότησε συγκλονιστικές φωτογραφίες από αυτή τη συνύπαρξη.

Στις 20 Φλεβάρη 1968, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ισχυρός σεισμός ταρακούνησε το νησί. Πολλά σπίτια κατέρρευσαν, είκοσι άνθρωποι βρήκαν τον θάνατο κάτω από τους πέτρινους τοίχους και τις σκεπές τους. Τα επόμενα εικοσιτετράωρα οι κάτοικοι μάζεψαν τους νεκρούς και τους έθαψαν πρόχειρα. Ο Βασίλης Μανικάκης έλειπε στην Αθήνα. Όταν έπειτα από μερικές μέρες κατάφερε να φτάσει στον Άη Στράτη, έμαθε ότι η Αγγελική, αδελφή της γυναίκας του, ήταν ανάμεσα στα θύματα και πήγε στο νεκροταφείο για να βρει τον τάφο της. Αντίκρισε μόνο λάκκους σκεπασμένους με χώμα. Χωρίς σταυρούς, χωρίς ονόματα. Απογοητευμένος, ήταν έτοιμος να φύγει, όταν με την άκρη του ματιού του διέκρινε κάποια κίνηση. Ήταν ο Φιντέλ, ο σκύλος της Αγγελικής, κουλουριασμένος πάνω στον λάκκο της κυράς του.

Το κοιμητήριο του Άη Στράτη βρίσκεται ακόμα στην ίδια θέση, στην ανεμοδαρμένη κορυφή του λόφου του Άη Γιάννη. Έχει στα πόδια του την πλαγιά με τα ερείπια του παλαιού οικισμού, που λαβώθηκε σοβαρά από εκείνο τον σεισμό, αλλά τον αποτέλειωσαν οι μπουλντόζες της χούντας, και στην πλάτη του την κοιλάδα όπου κάποτε ζούσαν οι εξόριστοι. Μπροστά του απλώνεται το πέλαγος. Από εκεί ψηλά, το βλέμμα δεν έχει άλλο δρόμο: σκαλώνει για λίγο σε μια «γλώσσα» στεριάς που από αριστερά ακουμπάει στη θάλασσα –την τρύπια σπηλιά, όπως τη λένε οι ντόπιοι– κι έπειτα βουτάει, οριστικά και αναπόδραστα, στο μπλε. Τόσα χρόνια, τόσες λέξεις, τόσα τεύχη μετά, η εικόνα αυτή είναι ακόμα χαραγμένη στη μνήμη μου. Και θα είναι…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή