Έχει εμφάνιση μοντέλου, φοβερή φωνή, ένα όνομα που γίνεται όλο και πιο γνωστό, δύο άλμπουμ που έφτασαν στο Νο 1 των βρετανικών charts. Προσωπικά, μια μικρή δόση υπεροψίας θα τη συγχωρούσα στον Τζακ Σαβορέτι. Και όμως, είναι ένας φιλικός, συνεργάσιμος, ευχάριστος τύπος, που σου μιλάει σαν να τρώτε ψάρια στην ακροθαλασσιά. Ως τραγουδιστής/τραγουδοποιός που αναδείχτηκε από τον κόσμο και όχι από το καλό promotion, ο Τζακ ξέρει ότι το να σε συμπαθούν είναι ένα όπλο που μπορεί να σε ανεβάσει πολύ ψηλά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν δούλεψε σκληρά για να φτάσει στα μεγάλα πλήθη. Ανάμεσα στους θαυμαστές του σήμερα είναι και ο Μπομπ Ντίλαν. Όταν έμαθα ότι ο θρυλικός τροβαδούρος τού έδωσε στίχους να μελοποιήσει, θυμήθηκα την αδυναμία του Σαββόπουλου για τον Μαραβέγια. Έχει ενδιαφέρον: Δύο μείζονες δημιουργοί πριμοδοτούν σε προχωρημένη πια ηλικία όχι τις περιθωριακές, εναλλακτικές φωνές, όχι αυτούς που πασχίζουν να πουν κάτι σημαντικό, αλλά τους ρομαντικούς διασκεδαστές. Γιατί όχι; Όταν μιλάμε για τον Τζακ Σαβορέτι, μιλάμε για έναν τραγουδιστή του λαού. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν προτάσεις γάμου στις συναυλίες του, άνθρωποι που ανεβάζουν την ένταση όταν μπαίνει το What more can I do? στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου και άνθρωποι που, ενώ προτιμούν πιο «ψαγμένα» ακούσματα, τον παραδέχονται ως μία από τις καλύτερες φωνές της γενιάς του.
Η επίσκεψή του στην Ελλάδα θα είναι η τέταρτη μέσα σε τέσσερα χρόνια. Μετά τα live στην Αγγλικανική Εκκλησία, στο Ηρώδειο και στο Sani Festival, ο 39χρονος σταρ μάς δίνει ραντεβού στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και στο Γήπεδο Tae Kwon Do της Αθήνας. Παρότι η φωτογράφισή του πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, η συνέντευξή μας έγινε τηλεφωνικά, με τον ίδιο να οδηγεί στη βρετανική εξοχή. Σε κάποιες φάσεις, ένιωθα ότι κάθομαι στη θέση του συνοδηγού, χαζεύοντας το γύρω τοπίο.
Τζακ, είναι 11.30 εδώ, δηλαδή 09.30 εκεί στην Αγγλία. Καταλαβαίνω ότι είσαι πρωινός τύπος, πράγμα σπάνιο για τραγουδιστή…
Δεν είναι επιλογή μου, έχω τρία παιδιά και τέσσερα σκυλιά. Οφείλω να είμαι πρωινός τύπος!
Ετοιμάζεσαι να έρθεις στην Ελλάδα για τέταρτη φορά. Πώς χτίστηκε αυτή η σχέση;
Το ραδιόφωνο την έχτισε. Ο Pepper και ο En Lefko. Αυτοί οι δύο σταθμοί μάς υποστήριζαν πριν ακόμα πατήσουμε το πόδι μας. Ώσπου ήρθαμε τελικά, πριν από μερικά χρόνια, για μια συναυλία που οργάνωνε ο Pepper σε μια εκκλησία. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει, όταν ο ταξιτζής με ρώτησε αν είμαι με την ομάδα του Τζακ Σαβορέτι. «Ναι», του λέω. «Πες του ότι μου αρέσει πολύ το τραγούδι What more can I do?, μου λέει. Από τότε ερχόμαστε με κάθε ευκαιρία και το πράγμα συνεχώς μεγαλώνει.
Δεν είπες ποτέ στον ταξιτζή ποιος είσαι;
Όχι! (γέλια)
Ελληνική μουσική έχεις ακούσει καθόλου;
Ναι… Το Forever and ever (σ.σ.: του Ντέμη Ρούσου) ήταν ένας δίσκος που άκουγαν οι γονείς μου συχνά. Αργότερα άκουσα και Monika, την οποία λατρεύω. Είναι φανταστική. Αυτά βασικά… Αλλά έχω πολλούς φίλους Έλληνες. Από τις πιο στενές μου φίλες είναι η Άλισον Δαμιανού, η γυναίκα που ξεκίνησε το Meet Market. Μεγαλώσαμε μαζί στο Πορτομπέλο Ρόουντ του Λονδίνου.
Το The way you said goodbye, από τις καλές μπαλάντες σου, παραπέμπει στο ύφος ενός Έλληνα συνθέτη, του Μάνου Χατζιδάκι. Συνειδητή επιρροή ή σύμπτωση;
Δεν νομίζω ότι είναι σύμπτωση… Πρόκειται για ένα τραγούδι επηρεασμένο από την ευρωπαϊκή μουσική, τη μεσογειακή μουσική. Κάπως σαν να είσαι σε ένα καμπαρέ και να λες στον κόσμο μια ιστορία, το οποίο βασικά είναι ευρωπαϊκό σπορ. Ονομάσαμε τον τελευταίο δίσκο Europiana, γιατί κάθε τραγούδι τιμά κατά κάποιον τρόπο ένα διαφορετικό στιλ ευρωπαϊκής μουσικής των τελευταίων πενήντα χρόνων. Το ενδιαφέρον είναι να παρατηρείς ότι, ακόμα και κάτω από την τεράστια επιρροή της Αμερικής μετά τον πόλεμο, η ευρωπαϊκή παράδοση είναι ισχυρή. Στη μελωδία, στο storytelling και στην έντονη μελαγχολία. Αυτά τα τρία στοιχεία, αν τα βάλεις μαζί, παίρνεις κάτι που η αμερικανική μουσική δεν σου δίνει πάντα.
Έβλεπα στο YouTube μια πρόσφατη συνέντευξή σου, όπου έλεγες ότι, όταν η καριέρα σου δεν πήγαινε και τόσο καλά, άρχισες να διερωτάσαι ποιος είναι ο σκοπός της δουλειάς σου. Γιατί κάνεις αυτό που κάνεις. Γιατί έχει νόημα να βγάζεις δίσκους. Πού κατέληξες; Βρήκες απάντηση;
Δεν νομίζω ότι βρήκα από μόνος μου κάποια απάντηση. Αλλά, κατά κάποιον τρόπο, μου δόθηκε. Νομίζω πως με την πανδημία όλοι μας περάσαμε ένα σοκ. Σε προσωπικό επίπεδο, με έκανε να επανεκτιμήσω αυτό που κάνω. Σε πολλές φάσεις της καριέρας μου χάθηκα, ξεχάστηκα. Αυτό συμβαίνει βασικά επειδή προσπαθείς να επιβιώσεις. Δίνεις έναν αγώνα και ξεχνάς τον λόγο που ξεκίνησες να παλεύεις. Εγώ λοιπόν ξεκίνησα να κάνω αυτό που κάνω γιατί ήθελα να συνδεθώ. Να μοιραστώ αυτά που έβλεπα, αυτά που ένιωθα, αυτά που περνούσα… Η μουσική είναι μέσο σύνδεσης με τους ανθρώπους. Μετά από δυόμισι χρόνια, λοιπόν, στα οποία δεν μου επιτρεπόταν αυτή η σύνδεση, ερωτεύτηκα ξανά τη δουλειά μου. Δεν τραγουδάω για τις πωλήσεις, για τα charts, για τις playlists, αλλά επειδή θέλω να συνδέομαι με ανθρώπους, κάθε βράδυ.
Γεννήθηκες στο Λονδίνο και ύστερα πήγες στο Λουγκάνο, την ιταλόφωνη πόλη της νότιας Ελβετίας. Πώς βρέθηκες εκεί;
Η δουλειά του πατέρα μου… Πήγαμε εκεί όταν ήμουν εφτά ετών και γράφτηκα στο Αμερικανικό Σχολείο. Οι παιδικοί μου φίλοι ήταν Αμερικανοί, το ίδιο και η εκπαίδευσή μου, η μουσική που άκουγα, όλα. Γι’ αυτό και τα πρώτα μου κομμάτια, αν προσέξεις, είναι φουλ επηρεασμένα από την Αμερική. Αργότερα, όταν πια έφτασα τα τριάντα και έγινα μπαμπάς, άρχισε να βγαίνει μπροστά το ευρωπαϊκό μου αίμα. Βασικά, ήθελα τα παιδιά μου να ξέρουν από πού έρχονται, ποιοι είναι οι παππούδες τους, κ.λπ.
Στο Λονδίνο πότε γύρισες;
Στα δεκαοκτώ. Δεν ήθελα να εγκατασταθώ εκεί, γύρισα έτσι, για να δω τι παίζει. Αλλά γνώρισα ένα κορίτσι…
Σήμερα πώς είναι η ζωή σου;
Έφυγα από το Λονδίνο πριν από πέντε χρόνια και τώρα μένω στο Οξφορντσάιρ, στην εξοχή. Δεν έχω γείτονες. Μόνο την οικογένειά μου. Μια απλή, ήσυχη και ευχάριστη ζωή. Ακόμα και στο Λονδίνο, όταν γνώρισα τη γυναίκα μου, έψαχνα να βρω μια γειτονιά που θα γινόταν το χωριουδάκι μου. Και βρήκα το Πορτομπέλο Ρόουντ. Από τότε το μέρος έχει αλλάξει αρκετά, παραμένει όμως η αγαπημένη μου γειτονιά στο Λονδίνο.
Περιέγραψες τη ζωή σου πριν ως «απλή, ήσυχη και ευχάριστη». Tην ίδια στιγμή, στα τραγούδια σου γίνεται το έλα να δεις: θυελλώδεις έρωτες, αδιέξοδα, χαστούκια της ζωής, λάθη που τιμωρούνται… Νιώθεις ποτέ ότι ο αληθινός Τζακ διαφέρει από τον χαρακτήρα των τραγουδιών σου;
Ίσως τα τραγούδια μου αφορούν τη ζωή που ζούσα και όχι απαραίτητα αυτή που ζω τώρα. Βέβαια, αυτές οι πραγματικότητες συχνά συναντιούνται, ιδίως σε μια δουλειά σαν τη δική μου. Από τη μία βρίσκομαι σε μια βάρκα που πλέει και γυρίζει τον κόσμο, από την άλλη έχω μια σταθερή βάση, που είναι ο φάρος μου και μου δείχνει τον δρόμο για να επιστρέφω. Ταξιδεύουμε, βλέπουμε πράγματα, ζούμε πράγματα και μετά γυρνάμε. Μέσα από τα τραγούδια προσπαθώ να βγάλω μια άκρη, γιατί πράγματι είναι πολύ περίεργη, πολύ μπερδεμένη η δουλειά μας, φίλε. Μας λένε μουσικούς, αλλά περισσότερο μοιάζουμε με ναυτικούς. Καθόμαστε ένα διάστημα με την οικογένειά μας, μετά βγαίνουμε στη θάλασσα και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, επιστρέφουμε με μια καλή ψαριά.
Τα τελευταία χρόνια, πολλές γυναίκες έχουν θυμώσει με τους άντρες – και δικαίως. Είμαι βέβαιος πως υποστηρίζεις το φεμινιστικό κίνημα, πιστεύεις όμως ότι ο θυμός είναι πρόσφορο έδαφος για μια καλύτερη επικοινωνία ανάμεσα στα δύο φύλα;
Δεν θεωρώ ότι ο θυμός στρέφεται προς τους άντρες. Θα έλεγα ότι στρέφεται προς το παρελθόν, γενικότερα. Επίσης δεν τα έχουν βάλει μόνο οι γυναίκες με τους άντρες, αλλά και οι άντρες με τους άντρες. Νομίζω ότι πρέπει να σταματήσουμε να αναλύουμε τι συνέβαινε στο παρελθόν και να προχωρήσουμε μπροστά μαζί. Θα μου πεις, εύκολο να το λες εσύ αυτό, που είσαι Ευρωπαίος και έχεις μια σειρά από δικαιώματα τα οποία σε άλλα μέρη του κόσμου οι άνθρωποι στερούνται. Πιστεύω πάντως ότι o καλύτερος κόσμος θα έρθει μέσα από την ένωση, όχι μέσα από τον διαχωρισμό.
Πάμε πάλι στη μουσική. Η συνεργασία με τον Μπομπ Ντίλαν πώς προέκυψε;
Οι μάνατζέρ του μας προσέγγισαν. «Ο Μπομπ έχει κάτι στίχους που δεν θα τους χρησιμοποιήσει, θα σας ενδιέφερε να τους βάλετε μουσική;». Μου έστειλαν το Touchy Situation και ήταν λες και ο Ντίλαν είχε πρόσβαση στα emails μου. Το κομμάτι περιέγραφε ακριβώς αυτά που ζούσα! Προσπαθούσα όλη μέρα με την κιθάρα μου να βρω μια μουσική, αλλά ό,τι έγραφα θύμιζε τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν. Ώσπου η γυναίκα μου πρότεινε να καθίσω στο πιάνο. Ξαφνικά, οι στίχοι του έγιναν δικό μου τραγούδι. Ένιωσα σαν να γράφουμε μαζί – και κατά κάποιον τρόπο αυτό κάναμε.
Αυτή η χαρακτηριστική βραχνή φωνή που έχεις βγήκε με κάποια τεχνική; Πρόκειται για τραγουδιστικό στιλ το οποίο έχτισες με τα χρόνια; Ρωτάω γιατί στα παλιά κομμάτια, όπως το Without, η φωνή σου δεν είναι τόσο βραχνή…
Δεν είναι τεχνική, θα έλεγα ότι είναι έλλειψη τεχνικής (γέλια). Δεν είχα πάντα τις πιο υγιεινές συνήθειες ή την καλύτερη πειθαρχία, οπότε βασικά στη φωνή μου ακούς τη ζωή που έχω ζήσει.
Τα τελευταία δύο άλμπουμ σου έγιναν Νο 1 στην Αγγλία. Το βλέπεις ως επιβεβαίωση της αξίας σου ή δεν παίρνεις και τόσο σοβαρά τέτοια πράγματα;
Μμμ, ένα κομμάτι μου τα παίρνει σοβαρά και ένα άλλο όχι. Ξέρεις, το ότι γίναμε Νο 1 οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στους θαυμαστές μας. Ποτέ δεν έχω προταθεί για βραβείο. Η μουσική βιομηχανία δεν μου έχει δώσει ιδιαίτερη σημασία. Απλώς έχω πολλούς ανθρώπους που αγοράζουν τους δίσκους μου και με υποστηρίζουν. Αυτό με συγκινεί. Δεν το βλέπω ως κάτι δεδομένο. Αλλά είναι ο λόγος που θα καθίσω να ηχογραφήσω το επόμενο άλμπουμ; Εννοείται πως όχι.
Διάβασα ότι το Singing to Strangers ηχογραφήθηκε στο στούντιο του Μορικόνε στη Ρώμη και το Europiana στα Abbey Road studios. Ένιωθες άνετα σε αυτούς τους χώρους; Ήταν εύκολο να χαλαρώσεις και να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό;
Εύκολο δεν ήταν, αλλά μέρη με τέτοια ιστορία σε εμπνέουν. Σε κάνουν να παίζεις καλύτερα. Παίρνοντας τους μουσικούς σου σε αυτά τα στούντιο, παίρνεις μαζί και τον δωδεκάχρονο εαυτό τους, που ζει το όνειρο. Αν βάλεις έναν ποδοσφαιριστή στο Σαν Σίρο ή στο Γουέμπλεϊ, δεν χρειάζεται να του πεις να παίξει καλή μπάλα. Θα το κάνει έτσι κι αλλιώς!
Ξέρω πως είσαι μεγάλος φαν των Beatles, όπως όλοι μας. Έχεις αγαπημένο κομμάτι;
Το Something του Τζορτζ Χάρισον. Χωρίς αμφιβολία.
Ένα δικό σου τραγούδι λέγεται Greatest Mistake. Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος που έχεις κάνει;
Αυτό για το οποίο μιλάει και το κομμάτι. Το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου είναι ότι δεν έδειξα στους ανθρώπους που αγαπάω πόσο πολύ τους αγαπάω. Το δουλεύω όμως…
Και για τι είσαι περισσότερο περήφανος;
Για τα παιδιά μου. Κάθε γονιός αυτό θα σου πει. Το να κάνεις δίσκους είναι ένα πράγμα, αλλά το να κάνεις παιδιά είναι πολύ πιο κουλ. (γέλια)
«EΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΟΡΟΥ»
→ Ο Γιώργος Μουχταρίδης του Pepper 96,6 για τον Τζακ Σαβορέτι.
Τον θεωρούσα έναν όμορφο τραγουδιστή/τραγουδοποιό που απευθύνεται, κατά βάση, στο γυναικείο φύλο. Στην πορεία διαπίστωσα ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Θα έλεγα ότι είναι μια κορυφή του μέσου όρου. Έχει φοβερή μουσική καλλιέργεια, χιούμορ, ωραία αύρα και μια λαϊκότητα αντίστοιχη με αυτήν του Σπρίνγκστιν.
Ήμασταν οι πρώτοι που τον παίξαμε στην Ελλάδα. Μια παραγωγός μας, νομίζω η Λιάνα Μαστάθη, έφερε ένα τραγούδι και μου λέει «άκουσέ το». Ήταν το Candlelight. Συμφωνήσαμε ότι θα αρέσει στο ελληνικό κοινό. Λίγο μετά, τον προσκαλέσαμε να τραγουδήσει στα Church Sessions. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα από τη γνωριμία μας είναι οι μουσικές του γνώσεις. Οι λεπτομέρειες που θυμάται αυτό το παιδί είναι αδιανόητες. Ξέρει να σου αναλύσει γιατί είναι σπουδαίος ο Χούλιο Ιγκλέσιας, θα σου πει την ιστορία του Wooden Ships των Crosby, Stills & Nash και μετά θα σου μιλήσει για τη φολκ σκηνή της Δυτικής Ακτής. Παράλληλα, έχει άποψη για τα σημαντικά ζητήματα της εποχής, τα fake news, τους πολιτικούς που «αλιεύουν ψηφοφόρους στη θάλασσα του λαϊκισμού» (έτσι το είχε πει). Σου κάνει εντύπωση το επίπεδο και η καλλιέργειά του. Και στα live βλέπεις πόσο καλά ξέρει να χειρίζεται το κοινό. Είναι επικοινωνιακός και ζεστός και συνδέει τα τραγούδια με τη ζωή του. Είναι αυτό που λέμε storyteller.
ΙΝFO
→ Ο Τζακ Σαβορέτι θα εμφανιστεί στις 2/12 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και στις 3/12 στο Γήπεδο Tae Kwon Do της Αθήνας.