7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους

Τριγυρνούν στους δρόμους της πόλης με έναν χάρτη, μια φωτογραφική μηχανή ή ένα κινητό στο χέρι, παρατηρούν μοτίβα στην αρχιτεκτονική, στην καθημερινότητα, στην ιστορία. Κανείς δεν ξέρει την πρωτεύουσα καλύτερα απ’ αυτούς.

16' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο
7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-1

Fading Athens

Ο Steven A. J. Beijer μετακόμισε από την Ολλανδία στην Ελλάδα το 1996. Δούλεψε ως DJ, ερωτεύτηκε την Αθήνα και τη φασαρία της και από τότε επανέρχεται συνέχεια. Στον λογαριασμό του, @fadingathens, καταγράφει μια Αθήνα που χάνεται χρόνο με τον χρόνο.

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-2

«Τελειώνοντας το σχολείο σε μια βαρετή πόλη της Ολλανδίας, μετακόμισα στην Ελλάδα για να σπουδάσω στο Deree. Αμέσως αγάπησα τη φασαρία, το χάος, την αναρχία. Αυτό ήταν πριν από τους Ολυμπιακούς, όταν οι δρόμοι είχαν ακόμη λακκούβες, τα λεωφορεία ήταν πολύ παλιά, οι συγκοινωνίες δεν ήταν καλές. Οι άνθρωποι όμως ήταν πολύ φιλικοί, με αγκάλιασαν αμέσως. Έπιασα δουλειά ως DJ στο Decadence. Αυτό μου άνοιξε ένα παράθυρο σε έναν καινούργιο κόσμο: τα Εξάρχεια ήταν πολύ διαφορετικά από την πιο καθωσπρέπει γειτονιά του πανεπιστημίου, την Αγία Παρασκευή.

»Το 2005, επιστρέφοντας στην Αθήνα μετά από κάποια χρόνια στο εξωτερικό, είδα μια πόλη εντελώς διαφορετική. Ξαφνικά όλα δούλευαν ρολόι. Όμως, γρήγορα αυτό εξελίχθηκε σε μια πόλη που κατέρρεε, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Έτσι, το 2010 έφυγα για τη Βαρκελώνη και από τότε πηγαινοέρχομαι αρκετές φορές τον χρόνο, έχοντας αγοράσει στο μεταξύ ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη – μια υπέροχη γειτονιά, που όταν την ανακάλυψα, οι Αθηναίοι την υποτιμούσαν αρκετά.

»Άρχισα τότε να παρατηρώ και τα στοιχεία που αποτυπώνω στις φωτογραφίες μου, κυρίως παλιομοδίτικες μαρκίζες από μαγαζιά, αλλά και παλιά κτίρια, αυτοκίνητα, εισόδους. Ένας από τους λόγους που ξεκίνησα να τα φωτογραφίζω, είναι πως ίσως την επόμενη φορά που θα περνούσα απ’ το ίδιο σημείο να μην υπήρχαν πια. Μπορεί να έλειπα τρεις μήνες και όταν επέστρεφα, έβλεπα ότι ένα ολόκληρο τετράγωνο, που πριν ήταν αποθήκη, είχε γίνει ξενοδοχείο. Γίνονταν όλα τόσο γρήγορα, θα έλεγες ότι χτίστηκαν σε μία νύχτα.

»Μου αρέσουν πολύ οι λόφοι της Αθήνας. Περπατάς σε μια γειτονιά και ξαφνικά ανακαλύπτεις έναν μικρό λόφο με υπέροχη θέα. Κάτι που με ενοχλεί, σε αισθητικό επίπεδο, είναι οι πολύ εκτεταμένες τουριστικές παρεμβάσεις σε γειτονιές, που αλλάζουν εντελώς τον χαρακτήρα τους. Δημιουργούνται μαγαζιά σαν την Ντίσνεϊλαντ. Αυτό όμως δεν είναι η Αθήνα. Δεν είναι ο λόγος που οι άνθρωποι την επισκέπτονται. Είναι απλώς κακόγουστο».

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-3

Νίκος Βατόπουλος

Ο Νίκος Βατόπουλος ειδικεύεται σε θέματα αθηναϊκού περιβάλλοντος. Κάθε συζήτηση μαζί του είναι και μια κατάδυση βαθιά στον αστικό ιστό, αφηγηματική ξενάγηση σαν αυτές που διοργανώνει στα σοκάκια, στους δρόμους και στις λεωφόρους της πόλης. Τον διαβάζετε στην «Καθημερινή» από το 1988 και τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-4

«Με ρωτούν καμιά φορά πώς ξεκίνησα να ασχολούμαι με την Αθήνα, όμως δεν θεωρώ ότι υπήρξε κάποια στιγμή που “ξεκίνησα”. Το έκανα πάντα. Από παιδάκι συνέλεγα εικόνες. Το αστικό περιβάλλον με συγκινούσε, ερέθιζε τη φαντασία μου. Είχα στη σχολική μου τσάντα εκείνες τις μικρές, φτηνές φωτογραφικές μηχανές και αργότερα ξεκίνησα να μαζεύω αποκόμματα και να αποθησαυρίζω πληροφορίες, πάνω στις οποίες μπορεί να σκοντάψω ακόμη και σήμερα. Είχα την αίσθηση πως αυτό που έκανα θα αποκτούσε κάποτε αξία.

Αν δεις την Αθήνα από ψηλά, βλέπεις έναν αστικό χυλό, μια πόλη που φαίνεται μονότονη. Όμως, αν την περπατήσεις, ξεδιπλώνεται σιγά σιγά, αντιλαμβάνεσαι τον πλούτο και την πολυμορφία που κρύβει. Ύστερα από τόσα χρόνια, νιώθω ακόμη ότι συμπληρώνω ένα χάρτη, δικό μου. Ακόμη υπάρχουν κομμάτια της ευρύτερης Αθήνας, που δεν τα ξέρω, κι αυτό με συναρπάζει, με κινητοποιεί.

»Εδώ και χρόνια έχω ανατρέψει την πολύ συμβατική αντίληψη που είχα στο παρελθόν για το τι είναι ωραίο και άσχημο. Με ενδιαφέρει η έννοια του “μέσου όρου”. Και με συγκινεί κάτι που αντικειμενικά δεν είναι ωραίο. Μπορεί να δω μια πολυκατοικία του ’70 στα Κάτω Πατήσια, με ταλαιπωρημένες πράσινες τέντες, με ορθομαρμάρωση, που στη μία άκρη έχει έναν ηλεκτρολόγο και στην άλλη έχει ξεμείνει μια ξεχασμένη μαρκίζα από βιντεοκλάμπ· για μένα, αυτό είναι σαν ταινία μικρού μήκους. Με ενδιαφέρει η μικροϊστορία, τα πράγματα που θα χαθούν στη λήθη, αν δεν τα φέρεις λίγο στο φως. Πράγματα που δεν αφορούν την επίσημη ιστορία, αλλά τη ζωή των ανθρώπων που έκαναν τον κύκλο τους, διαδρομές που ξεκίνησαν από τη Σμύρνη, τη Λέσβο ή την Κωνσταντινούπολη και βρέθηκαν στο Κουκάκι ή στο Περιστέρι. Όλες αυτές οι μικρές ιστορίες βοηθούν να κατανοήσουμε την εξέλιξη μιας πόλης, την πανσπερμία που τη συνέθεσε. Όλα την συνθέτουν την πόλη. Η ομορφιά ενός νεοκλασικού μεγάρου, το τοπίο των ήχων, οι παλιατζήδες, τα δέντρα, οι φιγούρες ανθρώπων που διακρίνεις στα μπαλκόνια.

»Τα τελευταία χρόνια, όλοι έχουμε δει τη διαφορά σε ό,τι αφορά το τουριστικό ενδιαφέρον που προκαλεί η Αθήνα. Μένει να δούμε αν θα διαρκέσει. Πιστεύω ότι αυτό σχετίζεται με την ατζέντα του 21ου αιώνα, έχει αλλάξει το κριτήριο του τι θεωρείται ενδιαφέρον. Πόλεις σαν την Αθήνα είναι αρκετά οικείες, αλλά όχι τόσο ώστε να είναι βαρετές, και αρκετά εξωτικές, αλλά όχι τόσο ώστε να είναι απειλητικές.  Συν τοις άλλοις, η Ελλάδα, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ανήκει στις κυρίαρχες κουλτούρες, είναι από τις χώρες που μπορούν να δηλώσουν ένα πολιτισμικό ίχνος. Αν αναφέρεις την Ελλάδα σε έναν άνθρωπο στη Χιλή ή τη Νέα Ζηλανδία, θα ανταποκριθεί. Αν του πεις «Σλοβακία», ή Βοσνία, πιθανόν να μπερδευτεί. Δεν θα ξέρει να σου πει κάτι για την κουλτούρα της χώρας. Ενώ για την Ελλάδα, μπορεί να είναι στερεότυπο αυτό που θα αναφέρει, αλλά θα ακούσεις κάτι, και πρέπει να επενδύσουμε σε αυτό.

Το κλειδί για να συμφιλιωθεί κανείς με την Αθήνα βρίσκεται στην τεράστια μικρομεσαία κουλτούρα της Ελλάδας, που σχηματικά μπορείς να την δεις όταν πας σε ένα ωραίο κουτουκάκι, με καλή παρέα, και πιεις ένα ωραίο κρασί: γίνεσαι ένα με τους διπλανούς. Αυτή είναι μια ενιαία γλώσσα με μεγάλη ενοποιητική ισχύ. Η αποτύπωση αυτού του φαινομένου αρχιτεκτονικά και αστικά, βρίσκεται στη μικρομεσαία, λαϊκότροπη, αστική κληρονομιά: η Αθήνα είναι ένα τεράστιο κολάζ από μικρές, αυθύπαρκτες γειτονιές, κάθε μια με το χαρακτήρα της. Υπάρχει όμως μια συνέχεια: παλαιότερα είχαμε τα λαϊκά, νεοκλασικά σπιτάκια. Η εξέλιξή τους από την περίοδο του μεσοπολέμου είναι οι μικροαστικές ισόγειες κατοικίες της δεκαετίας του 30. Μετά πάμε στην πολυκατοικία. Αυτή η γραμμή, αν το σκεφτεί κανείς, αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας, τουλάχιστον το 70% του κτιριακού αποθέματος. Είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει όταν μελετά την πόλη, ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας, που δεν έχει μεγάλες ταξικές διαφοροποιήσεις. Δεν μου αρέσουν οι αποκλεισμοί, και ένα πράγμα που αντιπαθώ σε κάποιους Έλληνες, είναι ότι ζουν, για παράδειγμα, στην Κηφισιά, και εκφράζουν έναν ελιτισμό, έχουν δεκαετίες να κατέβουν στο κέντρο της Αθήνας, αγνοούν πλήρως κομμάτια της πόλης, κι αυτό δείχνει ότι δεν έχουν καμία αυτογνωσία».

»Η Αθήνα έχει εικόνα αφρόντιστης πόλης, δεν έχουμε αντίληψη του τι σημαίνει «μοιράζομαι ένα χώρο». Ασφαλώς, καμία πόλη δεν είναι τέλεια, αλλά έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο, κατάλυσης κάποιων κανόνων. Πρέπει να γίνει πολύ σημαντική προσπάθεια για την ανάδειξη όλων των στρωμάτων ιστορίας της πόλης. Να τονιστεί η αστική κουλτούρα, μαζί με τα νεοκλασικά, τα νησιά, την Ακρόπολη. Διαφημίζουμε μόνο τα γνωστά, αλλά η Αθήνα κρύβει πολλά περισσότερα».

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-5

Athens Doors

Ο Alexander Jaschik είναι σκηνοθέτης και φωτογράφος. Ήρθε στην Ελλάδα το 2015, για να γυρίσει μια μικρού μήκους ταινία με θέμα δύο αδέρφια που φεύγουν από την Αθήνα της κρίσης για ένα καλύτερο μέλλον στη Γερμανία. Εκείνος, όμως, δεν έφυγε ποτέ. Στο @doorsofathens καταγράφει τις περίτεχνες, χειροποίητες πόρτες των παλιών αθηναϊκών σπιτιών.

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-6

«Στην αρχή η Αθήνα μού φάνηκε ένας άλλος κόσμος. Ήταν τα χρόνια της κρίσης, που όλη η πόλη ήταν γεμάτη με κίτρινα “Ενοικιάζεται”. Ήταν μια πόλη εντελώς διαφορετική από το Μόναχο όπου μεγάλωσα, όπου είναι όλα καθαρά και οργανωμένα. Από τα πρώτα πράγματα που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον ήταν οι πόρτες των παλιών σπιτιών, από σφυρήλατο σίδερο. Θαυμάζω πολύ το μεράκι που έβαζαν οι παλιοί σιδεράδες. Αυτό το πρότζεκτ το βλέπω σαν ένα αρχείο για μια τέχνη που χάνεται. Εκτός του ότι οι καινούργιες πόρτες δεν φτιάχνονται έτσι, τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, με όλες τις ανακαινίσεις και όλες τις μονοκατοικίες που γκρεμίζονται για να γίνουν ψηλότερα κτίρια, αυτές οι πόρτες εξαφανίζονται με πιο γρήγορο ρυθμό.

»Αν και το κέντρο το γνωρίζω απέξω, τελευταία μού αρέσουν περισσότερο οι γειτονιές που δεν έχουν αλλοιωθεί ακόμη, όπως π.χ. το Μοσχάτο, που έχει πολλές και παλιές μονοκατοικίες – αυτά είναι κυρίως τα σπίτια που με ενδιαφέρουν. Τα περισσότερα είναι καλοδιατηρημένα. Επίσης, η Ακαδημία Πλάτωνος, ο Κολωνός, το Αιγάλεω. Ένα πράγμα όμως που δεν μπορώ να καταλάβω, είναι το πώς γίνεται η Αθήνα να είναι η μόνη ευρωπαϊκή πόλη χωρίς ποτάμι.

»Στα θετικά της Αθήνας βάζω το ότι οι Αθηναίοι, και γενικά οι Έλληνες που έχω γνωρίσει, είναι πολύ ζεστοί. Τη φιλοξενία την ένιωσα αμέσως. Στα αρνητικά θα έβαζα την ποιότητα του Ίντερνετ και το ότι η Αθήνα δεν αντέχεται το καλοκαίρι με τη ζέστη. Φαντάζομαι ότι στο μέλλον θα γίνει χειρότερα. Επίσης, έχουν γίνει εγκλήματα σε σχέση με το στήσιμο της πόλης, το πόσο λίγο πράσινο έχει, το ότι υπάρχουν πέντε εκατομμύρια αιρκοντίσιον το καλοκαίρι που τα ανάβουν όλοι ταυτόχρονα. Όμως, είναι μοναδικό να μένεις σε μια πόλη με τόσο πλούσια ιστορία, από τις παλαιότερες πόλεις της Ευρώπης. Καμιά φορά αισθάνομαι ότι περπατώ στο ίδιο σημείο που έχει περπατήσει ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης».

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-7

Γιάννης Φραγκάκης

Πριν από πολλά χρόνια, ο αρχιτέκτονας Γιάννης Φραγκάκης έβαλε στόχο να περπατήσει όλους, ανεξαιρέτως, τους δρόμους της Αθήνας. Και το έχει καταφέρει με τρόπο εντυπωσιακό και μεθοδικό.

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-8

«Το πρότζεκτ ξεκίνησε στις 17 Ιουνίου 2012, ημέρα εκλογών, όταν περπάτησα από το σπίτι μου στους Αμπελοκήπους μέχρι το Φάληρο, στο σπίτι μιας φίλης, για να παρακολουθήσουμε τα αποτελέσματα. Ήταν μια περίεργη περίοδος στη ζωή μου, μέσα στην κρίση είχαν καταρρεύσει αρκετά πράγματα επαγγελματικά και προσωπικά. Είχα πάρει και πολύ βάρος, γιατί τα προηγούμενα χρόνια τα είχα περάσει κλεισμένα στο σπίτι, γράφοντας ένα βιβλίο. Στο τέλος της περιόδου αυτής, έπρεπε κάτι να κάνω για μένα. Και η ενστικτώδης μου αντίδραση ήταν: βγες έξω. Χωρίς κάποιον σκοπό, χωρίς παρέα.

»Δεν είχα αποφασίσει εξαρχής ότι θα περπατούσα όλη την Αθήνα, αλλά προέκυψε γρήγορα. Μέρα με τη μέρα, όσο δεν βαριόμουν, όσο τολμούσα όλο και μακρύτερες αποστάσεις, παρατηρούσα και το βάρος που χάνω. Στην πορεία μπήκαν και τα ηλεκτρονικά εργαλεία, όπου καταγράφω τις διαδρομές που έχω κάνει – περίπου 2.400 διαδρομές. Τις χαράζω, τις περνάω σε μια εφαρμογή, τις υλοποιώ και μετά τις περνάω στο Google Earth. Νιώθω ότι κάνω κάτι για τον εαυτό μου που βοηθά την ευζωία μου. Μουσική δεν ακούω ποτέ, θέλω να έχω πλήρη αίσθηση του τι συμβαίνει γύρω μου, οι ώρες που έχω περάσει έξω είναι κάπως ενδοσκοπικές. Μέχρι στιγμής έχω περπατήσει 227.200 λεπτά, 3.786 ώρες ή 158 μέρες. Και ναι, έχω χαλάσει πολλά ζευγάρια παπούτσια! Έχω περπατήσει σχεδόν σε όλη την ευρύτερη Αθήνα, με λίγες εξαιρέσεις όπως είναι ο Ελαιώνας, όπου δεν έχω αισθανθεί άνετα όσες φορές έχω βρεθεί.

»Δεν είναι απλώς το έξω που με εμπνέει, είναι η Αθήνα συγκεκριμένα, την οποία λατρεύω. Μεγάλωσα στην Κρήτη σε ένα περιβάλλον δύσκολο και καταπιεστικό, με το όνειρο ότι θα έρθω κάποτε να ζήσω στην Αθήνα. Είχα κάτι οδηγούς πόλης, του Καπρανίδη, που έδειχναν όλη την Αθήνα σε σειρά από χάρτες. Τον ελεύθερο χρόνο μου ως μαθητής αντέγραφα σε ριζόχαρτο τους δρόμους, πολλούς τους είχα μάθει απέξω. Στα στα μάτια μου η Αθήνα ήταν συνώνυμο της απελευθέρωσης, όπως κάποιοι θα έβλεπαν το Μανχάταν. Μια αχανής μητρόπολη. Εξάλλου, όταν ήρθα για να σπουδάσω στην αρχιτεκτονική, το 1994, ήταν η εποχή της ανοικοδόμησης της Αθήνας, όπου κυριαρχούσε η λέξη «όραμα». Κρατούσα ένα τεράστιο αρχείο δημοσιευμάτων σχετικών με την πολεοδομία, την αρχιτεκτονική, τον αστικό σχεδιασμό. ‘Έχω σε αρχείο όλη την ιστορία των μεγάλων έργων που σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν, και συχνά πήγαινα στα εργοτάξια και «επέβλεπα» τα έργα.

Το θέμα με την Αθήνα είναι ότι τα βασικά της πολεοδομικά σχέδια δεν εφαρμόστηκαν ποτέ ακριβώς όπως τα είχαν εμπνευστεί, και αυτό εξηγεί αυτά που βλέπουμε σήμερα. Κόπηκαν δημόσιοι χώροι, μίκρυναν δρόμοι. Η πόλη έχει υποτιμημένο δημόσιο χώρο, και υπερτιμημένο ιδιωτικό χώρο. Οι  Έλληνες ως λαός ιστορικά έδιναν τεράστια σημασία στο σπίτι τους, ενώ δεν τους αφορά τι θα γίνει έξω, πώς θα περπατήσουν στην πόλη. Δεν υπάρχει στην κουλτούρα μας, άρα δεν διεκδικούμε, δεν ασκούμε πίεση.

»Πιστεύω ότι στο βίωμα μιας πόλης δεν μετράει μόνο η τάξη και η επανάληψη στο ανθρώπινο μάτι, όπως έχουν πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Τα θετικά της Αθήνας είναι η αναρχία, η πυκνότητα, η πολυπλοκότητα, και σιγά σιγά αρχίζει και αναγνωρίζεται αυτό και στη θεωρητική σκέψη ως το αντίθετο της νοοτροπίας που θέλει ολόκληρες περιοχές να είναι μόνο οικιστικές ή μόνο με γραφεία ή μόνο εμπορικές. Όμως μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι αισθάνονται αποξενωμένοι. Δεν είναι τόσο φιλική πόλη. Υπάρχουν περιοχές που δεν έχουν κάτι θελκτικό, και αυτό στο οποίο οι κάτοικοι μπορούν να καταφύγουν για να έχουν μια ποιότητα ή μια αναφορά σε σχέση με το σε ποια πόλη βρίσκονται, ένα πάρκο, ένα τοπόσημο, είναι μακριά και είναι απροσπέλαστο».

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-9

Αμαλία Καβάλη

Μέσα από τους @x.art.es, έναν από τους πιο συναρπαστικούς λογαριασμούς στο ελληνικό Ίνσταγκραμ, η ηθοποιός Αμαλία Καβάλη (Οι δούλες, Θέατρο Αποθήκη) μας προσκαλεί να γνωρίσουμε την Αθήνα μέσα από τα σπίτια όπου κάποτε κατοίκησαν Έλληνες καλλιτέχνες. Σπίτια που άλλοτε ξεχωρίζουν από μια πλακέτα και άλλοτε όχι, όμως πάντοτε έχουν μια ιστορία να διηγηθούν.

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-10

«Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, μένοντας τότε στο Κολωνάκι, αποφάσισα να δώσω έναν σκοπό στις κοντινές βόλτες με το νούμερο 6. Έγραφα λέξεις κλειδιά όπως «δρόμος + Κολωνάκι + καλλιτέχνες», και ξεκίνησα να καταγράφω όσα έβρισκα και να χαράζω διαδρομές που θα ακολουθούσα την επόμενη μέρα. Εντόπιζα ανθρώπους που θα μπορούσαν να δώσουν πληροφορίες, χτύπαγα κουδούνια, ρωτούσα στα περίπτερα. Δεν έβρισκα πάντα ανταπόκριση. Κάποια στιγμή, για παράδειγμα, είχα στείλει σε έναν από τους ερευνητές του Γιώργου Μητσάκη ένα μήνυμα: “Γεια σας, πού ακριβώς στην Πλουτάρχου έμενε ο Μητσάκης;”. Η απάντηση ήταν: “Ποιος νοιάζεται, δεσποινίς μου, τη σήμερον ημέρα για το πού έμενε ο Μητσάκης;”. Ωστόσο πολύ βοηθητικές στο να βρω στοιχεία είναι οι παλαιότερες συνεντεύξεις και αφιερώματα. Συχνά, αν παρατηρήσετε, οι εκπομπές επισκέπτονταν τα σπίτια των καλλιτεχνών, όπως του Ταχτσή στον Κολωνό και άλλων. Εκπομπές όπως το Παρασκήνιο δίνουν πολύ υλικό, και δημοσιογράφοι όπως ο Γιώργος Παπαστεφάνου και ο Φρέντυ Γερμανός.

»Όσα έβρισκα τα μοιραζόμουν στο Ίνσταγκραμ, αλλά σύντομα έγινε σαφές ότι το κοινό που ακολουθούσε εμένα ως ηθοποιό και το κοινό που ενδιαφερόταν γι’ αυτό το πρότζεκτ δεν ταυτίζονταν απαραίτητα. Έτσι γεννήθηκαν οι Xartες.

»Όταν ξεκινάς μια περιπλάνηση με σκοπό να ανακαλύψεις “ποιος μπορεί να έμενε εδώ;”, τον καλλιτέχνη σού τον φέρνει ο δρόμος. Aνοίγει πολύ η βεντάλια, δεν αναζητάς μόνο όσους ξέρεις. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ήρθα σε επαφή με καλλιτέχνες που δεν ήξερα, όπως τη Μάριον Σίβα, που τραγουδούσε σε μαγαζιά τη δεκαετία του ’60. Έψαχνα την οδό Ευπαλίνου, κοντά στην πλατεία Καραμανλάκη, στα Πατήσια, και βρήκα ότι η Μάριον Σίβα αυτοκτόνησε εκεί. Η έρευνα μου έχει αποκαλύψει ένα κομμάτι γυναικών καλλιτεχνών που έχουν ελάχιστα αποτυπωθεί στην ιστορία, ακόμη κι αν ήταν πολύ καλές στην εποχή τους. Αυτό που υποθέτω ότι συνέβη με αυτές τις γυναίκες είναι ότι δεν φτάνει να είσαι καλός στη δουλειά σου, αλλά πρέπει και να συζητάνε πολύ για σένα, και οι άνθρωποι που μοιράζεστε το χώρο και το χρόνο, αλλά και οι επόμενοι, για να φτάσει το έργο σου να εκτίθεται π.χ. σε ένα μουσείο στο μέλλον.

»Παρακολουθώντας τις διαδρομές που έκαναν οι καλλιτέχνες στην πόλη, γιατί κι εκείνοι όπως εμείς νοίκιαζαν ή μετακόμιζαν από το πατρικό σπίτι σε άλλα, βγάζεις πολλά συμπεράσματα για τις συνδέσεις της εποχής, τα λογοτεχνικά σαλόνια, τις σχέσεις μεταξύ τους. Μία ακόμη παρατήρηση που έχει προκύψει είναι πως λέμε ότι στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα είχαμε πολύ σημαντική ποίηση, αλλά κατά πόσο αυτό είχε υποστηριχθεί από το κράτος; Αν είχε υποστηριχθεί, τότε γιατί τόσοι αξιόλογοι ποιητές έμεναν σε υπόγεια, σε συνθήκες φτώχειας, όπως η Μελισσάνθη, η Χατζηλαζάρου, ο Σαχτούρης, ο Εγγονόπουλος (για τον οποίο ο Σαχτούρης λέει ότι έμενε τριάντα χρόνια σε ένα υπόγειο), ο Καρούζος, ο Κοροβέσης;».

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-11

Athensville

Το Athensville πρωτοεμφανίστηκε στην εποχή που τα blogs μεσουρανούσαν και κέρδισε γρήγορα ένα αφοσιωμένο κοινό που το ακολούθησε στη μετάβασή του στα σόσιαλ μίντια. Ο ιδρυτής του, Τάσος Χαλκιόπουλος, γνωστός και από τη δράση του στους Atenistas και λάτρης του κέντρου, δίνει έμφαση σε ένα στοιχείο που λείπει από τη δημόσια συζήτηση: την αισιοδοξία.

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-12

«Η οικογένειά μου είχε τυπογραφείο στην περιοχή της Ομόνοιας, στο οποίο ανέλαβα το γραφιστικό κομμάτι τη δεκαετία του 2000. Ήταν μια εποχή που είχε αρχίσει η παρακμή στο κέντρο, ωστόσο υπήρχε ένας πλούτος κτιριακός και ιστορικός, που δεν έβλεπα να αναδεικνύεται κι έτσι αποφάσισα να τον παρουσιάσω με το δικό μου τρόπο.

»Φυσικά κι εμένα με έχει λυπήσει η παρακμή του κέντρου της πόλης μου, ως επακόλουθο της οικονομικής πραγματικότητας. Όμως θα έλεγα ότι το Athensville μεταδίδει μια αισιοδοξία, δεν είναι ένα γκρινιάρικο σημείο στο  Ίντερνετ. Νομίζω ότι αυτό χρειάζεται η πόλη. Η γκρίνια στα σόσιαλ μίντια έρχεται από παντού, δεν χρειαζόμαστε άλλη.

»Το κέντρο της Αθήνας με γοητεύει όταν αδειάζει, το βράδυ. Μένω στην περιοχή του Μουσείου, όπου είναι έντονη η παρουσία μεταναστών αλλά και νέων παιδιών από Erasmus. Υπάρχει το στοιχείο έκπληξης σε κάποιες περιοχές που τις καθιστά πολύ ενδιαφέρουσες. Για παράδειγμα, η Κυψέλη έχει αυτές τις μείξεις πολιτισμών, αλλά και τη μείξη του παλιού με το καινούργιο. Βγαίνοντας στην Αχαρνών, μπορείς να βρεις τα καλύτερα σιροπιαστά από Σύριους, που τα φτιάχνουν πολύ ανάλαφρα, ή υπέροχα πακιστανικά γλυκά με σιμιγδάλι και έντονα χρώματα. Το κέντρο της Αθήνας και ιδίως αυτή η πλευρά με έχει κάνει κι εμένα καλύτερο, πιο ανοιχτό άνθρωπο.

»Έχω μεγάλη περιέργεια για το τι θα ξεπηδήσει από την Ομόνοια, τα Πατήσια και την Κυψέλη, πώς θα εξελιχθούν τα μικρά παιδιά που μεγαλώνουν, προερχόμενα από τόσο διαφορετικούς λαούς, και θα εμπλουτίσουν πολύ τη χώρα. Η Αθήνα είναι μια μητρόπολη, πρωτεύουσα μιας χώρας στην πιο προοδευτική ένωση κρατών. Είναι λογικό να προσελκύει μετανάστες όπως έκανε και η αρχαία Αθήνα, όπως κάνουν όλες οι μεγάλες πόλεις στην ιστορία της ανθρωπότητας.

»Κι έτσι, δεν με απασχολεί τόσο η γνώμη αυτών που κλαίνε για την Αθήνα που χάθηκε. Με αφορά περισσότερο η γνώμη ενός παιδιού που έχει μεγαλώσει εδώ και οι γονείς του είναι από κάπου αλλού, γιατί αυτή τη στιγμή υπάρχει μια μετάβαση σε μια άλλη Αθήνα, διαφορετική και ενδιαφέρουσα».

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-13

Ηλίας Τσαουσάκης

Ο Ηλίας Τσαουσάκης είναι πολιτικός επιστήμονας, σύμβουλος στρατηγικής επικοινωνίας. Φωτογραφίζει κυρίως εισόδους πολυκατοικιών και κλιμακοστάσια, αποτυπώνοντας τη ζωή που προδίδεται πίσω από ζαρντινιέρες, ξεχασμένα καρότσια, αρχιτεκτονικές συμμετρίες. Διαθέτει ένα αρχείο 10.000 φωτογραφιών, εκ των οποίων κάποιες έχουν φιλοξενηθεί σε τρεις ομαδικές εκθέσεις και κάποιες ανεβάζει στον λογαριασμό του, @et.cloud7.

7 περιηγητές της Αθήνας και τα μυστικά τους-14

«Είμαι Κυψελιώτης, κι αυτό είναι καθοριστικό. Γεννήθηκα στην οδό Σικίνου, στη Φωκίωνος Νέγρη. Είχαμε το προνόμιο οι Κυψελιώτες τότε να περπατάμε πολύ, γιατί ήμασταν δίπλα στο κέντρο και όλα τα κάναμε με τα πόδια. Την πόλη, λοιπόν, την ήξερα. Κάποια στιγμή βρέθηκε στα χέρια μου ένα ημερολόγιο του παππού μου από τη Μάχη της Αθήνας, στην οποία ήταν επιτελάρχης: τα περίφημα Δεκεμβριανά του 1944. Το 1994, φοιτητής τότε στο Πολιτικό της Νομικής, σκέφτηκα να αποτυπώσω αυτό το ημερολόγιο σε πολεοδομικούς χάρτες της Αθήνας, συνδυάζοντας την αγάπη για την πόλη, την ιστορία και την πολιτική. Έτσι ξεκίνησε ένα εξαντλητικό περπάτημα στην Αθήνα, αναζητώντας τα ίχνη της εμφύλιας μάχης, όπου γνώρισα την πόλη ακόμη περισσότερο.

»Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, εμφανίστηκαν τα κινητά με τις καλές κάμερες και ξεκίνησα να αποτυπώνω τα σημάδια της οικονομικής κρίσης και αργότερα τα κτίρια που θυμόμουν από τη Μάχη της Αθήνας, τα μεσοπολεμικά και τις νεότερες πολυκατοικίες, κυρίως τις εισόδους και τα κλιμακοστάσια. Οι λαϊκότερες πολυκατοικίες, που εμφανίζονται τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, την περίοδο της αντιπαροχής, που η Αθήνα χτιζόταν πυκνά και μαζικά, έχουν διαφορετική φιλοσοφία. Δυστυχώς, βρίσκονται σε πολύ χειρότερη κατάσταση αυτή την περίοδο, πολλές είναι μισοπαρατημένες. Επίσης, οι πολυκατοικίες είχαν μια δημοκρατικότητα, γενική συνέλευση, κοινόχρηστη θέρμανση, συμβίωση με κανόνες, μαζί με την ταξικότητά τους. Στο ρετιρέ έμεναν οι πλούσιοι, στον τέταρτο ως τον δεύτερο τα μεσαία στρώματα, στο ισόγειο οι φοιτητές, στο ημιυπόγειο οι θυρωροί ή οι μετανάστες.

»Κάθε είσοδος περιγράφει μια ιστορία. Υπάρχουν ερεθίσματα για τη φαντασία: κάτι που θα γράφει το κουδούνι, ένα παρατημένο καρότσι, η φθορά στα υλικά, ένα άδειο θυρωρείο, ένα χαλασμένο ασανσέρ. Υπάρχει μια μεγάλη αδικία γύρω από την πόλη, και αυτό είναι ότι δεν την αγαπούν οι κάτοικοί της. Στη γενιά μας υπήρχε το στερεότυπο “Αθήνα, η άσχημη τσιμεντούπολη”. Με ενοχλούσε τρομερά αυτή η υποτίμηση. Πιστεύω όμως πως τώρα χτίζεται μια διαφορετική γενιά, που έχει μια καινούργια σχέση με την Αθήνα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή