Ο Μάριο Ντεσιάτι δεν είναι απλώς ένας ασυμβίβαστος συγγραφέας

Ο Μάριο Ντεσιάτι δεν είναι απλώς ένας ασυμβίβαστος συγγραφέας

Μια συζήτηση μετά περιπάτου με τον Μάριο Ντεσιάτι, συγγραφέα της χρονιάς στην Ιταλία, που ήρθε να γνωρίσει την Αθήνα και τους Έλληνες αναγνώστες του.

7' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Όταν τον συναντώ, με πιάνει μια ανεξήγητη επιθυμία να βουτήξουμε κατευθείαν στα βαθιά. Κάθεται σε ένα μεγάλο μασίφ τραπέζι, με κάποιον άλλο δημοσιογράφο, και μιλάει γρήγορα και παθιασμένα ιταλικά – αν και δεν ξέρω ιταλικά, νιώθω ότι κάπως τον καταλαβαίνω. Ίσως επειδή μιλάω γαλλικά και πιάνω κάποιες λέξεις ή επειδή καταλαβαίνω σε τι δίνει έμφαση. Απολαμβάνω τον ρυθμό, όπως γίνεται πάντα με αυτή την τραγουδιστή γλώσσα. Ο Μάριο Ντεσιάτι μιλάει για τους Ασυμβίβαστους, το μυθιστόρημα που συζητήθηκε όσο κανένα άλλο πέρυσι στην Ιταλία και τελικά κέρδισε το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας, το Premio Strega – βρίσκεται μπροστά μου στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο στην Πατησίων για να παρουσιάσει τη δουλειά του στο ελληνικό κοινό. Ή, τέλος πάντων, για να τον γνωρίσουμε. Έχω την ευκαιρία να περάσω μία μέρα μαζί του, κάνοντας βόλτα από τα Εξάρχεια μέχρι του Ψυρρή και την Πλάκα, πριν επιστρέψουμε στο Ινστιτούτο για τη βραδιά που οργάνωσαν προς τιμήν του οι εκδόσεις Κλειδάριθμος. 

Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό στα ελληνικά και υπάρχει μια φράση που έχει μείνει στο μυαλό μου. «Η νοσταλγία δεν είναι τίποτε άλλο από μια ραφιναρισμένη και επίμονη ηδονή», αναφέρει κάποια στιγμή ο αφηγητής Φραντσέσκο, τον οποίο συναντάμε έφηβο ακόμη, όταν γνωρίζει την εκρηκτική Κλαούντια, ένα κορίτσι στην ηλικία του, με πλούσια κατακόκκινα μαλλιά, δυνατή φωνή και μεγάλες προσδοκίες από τη ζωή. Το μυθιστόρημα πραγματεύεται τη σχέση τους, για περίπου τριάντα χρόνια, όσο εκείνη ανακαλύπτει με πάμπολλους τρόπους, χωρίς να εξετάζει αν είναι σωστοί ή όχι, ολόκληρη την ύπαρξή της, ενώ ο Φραντσέσκο την παρατηρεί πάντοτε από κοντά, ποτέ όμως από όσο κοντά θα ήθελε ο ίδιος. Η Κλαούντια θα φύγει από τον ιταλικό νότο όπου μεγάλωσαν, θα πάει στο Λονδίνο, στο Μιλάνο και έπειτα στο Βερολίνο. Ο Φραντσέσκο δεν θα προσποιηθεί καν ότι μπορεί να ακολουθήσει τα βήματά της όσο εκείνη αποδύεται όλα αυτά που θα την κρατούσαν φυλακισμένη στη μικρή τους πόλη: μια οικογένεια που δεν την αποδέχτηκε, μια κοινωνία έτοιμη να κολλήσει ταμπέλες. 

«Η φράση που λες για τη νοσταλγία αφορά μια σκέψη του πρωταγωνιστή, για την οποία άλλαξα πάρα πολλές φορές γνώμη», μου λέει ο 45χρονος συγγραφέας. «Είμαι φοβερά ευμετάβλητος σε οτιδήποτε, ακόμα και για την αντίληψή μου για τον κόσμο. Η νοσταλγία για μένα είναι μια έμπνευση, αλλά έχει πολλές αποχρώσεις. Για παράδειγμα, με την ιταλική έννοια της λέξης, συνδέεται περισσότερο με μια μελαγχολία, ενώ στη Γερμανία, από όσο ξέρω, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν πρόκειται να γίνει, κάτι που έχεις χάσει χωρίς να το είχες ποτέ». 

Ο Μάριο Ντεσιάτι δεν είναι απλώς ένας ασυμβίβαστος συγγραφέας-1

Ξένες γλώσσες

Η πρώτη φάση της κουβέντας μας γίνεται παρουσία διερμηνέα – δεν έχει εμπιστοσύνη στα αγγλικά του και φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να εισχωρήσει σε βάθος στη συζήτηση. Η συζήτηση πηγαίνει στον χαρακτήρα της Κλαούντια, που ερωτεύεται αγόρια, κορίτσια, πόλεις, την τέκνο, τη λογοτεχνία. «Ο έρωτας στο μυθιστόρημα αυτό είναι ακριβώς όπως ο τίτλος, ασυμβίβαστος. Οι σχέσεις δεν βασίζονται σε κάτι κλισέ. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η σχέση του Φραντσέσκο και της Κλαούντια», λέει για τους δύο κεντρικούς του χαρακτήρες, αλλά, για να μη χαθεί το μυστήριο της υπόθεσης, δεν θα αποκαλύψουμε κάτι περισσότερο. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο Μάριο μπλέκει το κουίρ στοιχείο στην ιστορία του. 

«Η ζωή σε ωθεί σε κάποια φάση να ερωτευτείς ακόμα και κάποιο άτομο του ίδιου φύλου. Φτάνει να είσαι ανοιχτός και ελεύθερος», λέει. «Μπορώ επίσης να πω πολλά για τους έρωτες χωρίς ανταπόκριση, έχω μεγάλη εμπειρία». Χαμογελάει και φαίνεται αμυδρά μια λίγο στραβή οδοντοστοιχία κάτω από το περιποιημένο του μουστάκι. «Υπάρχουν άτομα με τα οποία με συνδέουν ακόμη σχέσεις δυνατής φιλίας, ενώ άλλοι έρωτες ήταν πιο τρελοί, εξ αποστάσεως, ή ακόμη άτομα που μιλούσαν μια άλλη γλώσσα. Προσπάθησα να μάθω γεωργιανά κάποτε. Δεν ήταν εύκολο». 

Ο Μάριο Ντεσιάτι δεν είναι απλώς ένας ασυμβίβαστος συγγραφέας-2
O Μάριο Ντεσιάτι στην πρώτη του αθηναϊκή βόλτα, μαζί με τη συντάκτρια του «Κ» Βάλια Δημητρακοπούλου. 

Σου αρέσει η τέκνο;

Έχουμε φύγει από το Μορφωτικό Ίδρυμα και περπατάμε προς την Ήβης, το παραδοσιακό μεζεδοπωλείο στου Ψυρρή, γιατί είναι ένας από τους πιο ασφαλείς προορισμούς αν πρέπει να πας έναν ξένο σε κάτι απλό, ελληνικό, ρομαντικό και τίμιο. Επιμένει να διαλέξουμε γι’ αυτόν τι θα φάμε  παίρνουμε πάρα πολλά ορεκτικά και τα καταβροχθίζουμε αφειδώς. Αναρωτιέται τι είναι η στάκα και με ρωτάει αν υπάρχουν ωραίες ελληνικές μπίρες. Του λέω πως ναι. «Όλες οι μπίρες στην Ιταλία παρασκευάζονται στα ίδια ζυθοποιεία», λέει. «Απλώς αλλάζει το όνομα. Αν πιεις Peroni ή Moretti, πίνεις ακριβώς το ίδιο πράγμα». Όταν πια φτάνει το ψητό συκώτι που έχω λιμπιστεί από την αρχή του γεύματος, είμαστε όλοι σκασμένοι από το φαΐ. «Σου αρέσει η τέκνο;» με ρωτάει. «Μου αρέσει το Βερολίνο», του λέω. «Πώς γίνεται το ένα χωρίς το άλλο;» αναρωτιέται. 

Tον ρωτάω αν τον άλλαξαν το βραβείο και η ξαφνική δημοσιότητα. «Δεν ένιωσα κάποιο βάρος ως συγγραφέας, έτσι κι αλλιώς είχα ήδη αρχίσει να γράφω κάτι καινούργιο», μου λέει και περιγράφει το βιβλίο που ετοιμάζει, το οποίο καλύπτει χρονικά μια περίοδο 130 ετών και έχει περισσότερους χαρακτήρες. «Με θεραπεύει», λέει για το γράψιμο. Συμπληρώνει ότι δεν του αρέσει να βγαίνει στην τηλεόραση, ούτε να γράφονται πράγματα γι’ αυτόν στις εφημερίδες. Δεν έχει σόσιαλ μίντια. «Ζω μυστικά», μου λέει συνωμοτικά. «Το βραβείο με βοήθησε να συναντήσω αναγνώστες που δεν θα με γνώριζαν αλλιώς, αν και πολλοί από αυτούς ήταν λίγο σοκαρισμένοι από το κουίρ κομμάτι του βιβλίου».  

Περπατάμε στους δρόμους της Πλάκας και κάθε τόσο σταματάει να θαυμάσει κάτι, τη Ρωμαϊκή Αγορά ή τον σταθμό του Θησείου. Ο φωτογράφος μας τότε τραβάει μερικά ενσταντανέ και ο Μάριο βγάζει κάθε φορά το σκουφί του και ισιώνει τα μαλλιά του. Μιλάμε για το Βερολίνο και το Kitty Club όπου στεγάζονται ελευθεριακοί έρωτες, εκεί όπου πηγαίνει και ο Φραντσέσκο με την Κλαούντια, σε μια πολύ κομβική στιγμή της ζωής του, από αυτές που δεν υπάρχει γυρισμός. Είναι το αγαπημένο μου κομμάτι του βιβλίου, του λέω. 

«Η Κλαούντια είναι η ενσάρκωση πολλών πραγμάτων που μου έχουν συμβεί, ενώ ο Φραντσέσκο είναι ένας σαμποτέρ, κάποιος που σπάει την ισορροπία χωρίς να το καταλάβει κανείς. Δεν ξέρω αν κατάφερα να το αποδώσω στο τελευταίο κεφάλαιο», λέει. Μπαίνουμε σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Χαζεύει τους τίτλους και με ρωτάει τι να διαβάσει από την ελληνική λογοτεχνία. Προχωράμε. 

Μου μιλάει για τις μουσικές του επιρροές, την τέκνο, ξανά, αλλά και την όπερα. «Η γενέτειρά μου χαρακτηρίζεται από την όπερα, έχει φεστιβάλ και ακαδημία, οι δρόμοι έχουν ονόματα μουσικών και την άνοιξη και το καλοκαίρι οι δρόμοι γεμίζουν από πρόβες τενόρων και σοπράνο. Την αγαπώ και αυτή καθόρισε τον ρυθμό της γραφής μου.

Ωστόσο, πάντα έβρισκα μια μικρή έκσταση με την ηλεκτρονική μουσική και ειδικά με την τέκνο, επειδή είναι φτιαγμένη από έναν συγχρονισμένο ρυθμό που θυμίζει το χτύπημα των τυμπάνων κατά την αρχαιότητα. Η τέκνο αναστέλλει τον χρόνο. Βρίσκεσαι σε ένα συνεχές παρόν. Είναι οι καλύτερες συνθήκες για να τρελαθείς», μου λέει – εκείνη τη στιγμή, του δείχνω την Ακρόπολη, δεν την έχει ξαναδεί από κοντά. 

Ο Μάριο Ντεσιάτι δεν είναι απλώς ένας ασυμβίβαστος συγγραφέας-3

Πατέρες και μητέρα γη

Συζητάμε για τη λέξη του τίτλου («spatriati»), που αποδόθηκε στα ελληνικά ως «ασυμβίβαστοι». Τον ρωτάω τι ακριβώς σημαίνει. «Ότι κάποιος είναι παράτυπος», μου λέει. «Εκτός του κοινού πλαισίου. Χρησιμοποιείται σαν προσβολή, σαν βρισιά. Ότι δεν είσαι σαν εμάς, δεν έχεις την ίδια ιδέα, την ίδια αντίληψη του κόσμου, ούτε τις ίδιες φιλοδοξίες. Το χρησιμοποιεί κανείς για να σε θέσει στο περιθώριο». Μου λέει μετά για τη σχέση του με τη θρησκεία – είναι δεμένος με την Εκκλησία. «Η καθολική παιδεία που έλαβα δεν ήταν καταπιεστική, αλλά είναι αδύνατον να την ξεχάσω. Υπάρχει ένα αισθητικό στοιχείο στον Χριστιανισμό που πάντοτε με γοήτευε», λέει. Άλλωστε, οι πρώτες του επαφές με την τέχνη και τη λογοτεχνία έγιναν σε μια εκκλησία στη Μαρτίνα Φράνκα. 

«Μεγάλωσα σε ένα μέρος ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό, έχει 50.000 κατοίκους. Από το πιο ψηλό σημείο του μπορεί να δει κανείς την Αδριατική μέχρι το Ιόνιο. Μπορεί να βρίσκεται στο τακούνι της Ιταλίας στον χάρτη, αλλά αποτελεί μια γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, και όπως συμβαίνει πάντοτε στα σύνορα, όποιος περνάει όλο κάτι του πέφτει από την τσέπη, αφήνει τον σπόρο του και γίνεται άνθος, δέντρο ή φυτό. Σε αυτό το δάσος από πολιτισμούς, είτε τον αραβικό είτε τον ελληνικό, τον λατινικό ή ακόμη τον αλβανικό, τον εβραϊκό και τον γερμανικό, νιώθω πάρα πολύ κοντά, νιώθω ότι ανήκω εκεί, αλλά όχι με την έννοια της πατρίδας. Την πατρίδα τη φαντάζομαι ως μια χώρα από πατεράδες. Εμένα μου είναι οικείος ο όρος της μητέρας γης, καθώς και στην Απουλία έχουμε αντιλήψεις βασισμένες στις γυναίκες, στη γη, στις πέτρες». 

Το νέο κύμα του φεμινισμού τον ενδιαφέρει πολύ  «θα μπορούσα να το συζητάω για ώρες», λέει παθιασμένα. «Το γυναικείο ζήτημα είναι ένα φλέγον θέμα, αλλά ο φεμινισμός στην Ιταλία έχει πολύ δρόμο να καλύψει και αφορά ακόμη εξ ολοκλήρου την αριστερά. Δεν υπάρχουν δεξιοί εκπρόσωποι του φεμινισμού, δεν το αντιλαμβάνονται, αλλά εγώ πιστεύω ότι η πατριαρχική κοινωνία είναι ένα κλουβί που περιορίζει και τους ίδιους τους άντρες. Ωστόσο, αν μιλήσει γι’ αυτά κανείς στην Ιταλία, όπως το έχω κάνει εγώ δημόσια στην τηλεόραση, θα δεχτεί επίθεση, όλοι λένε “εντάξει φτάνει, οι γυναίκες έχουν πετύχει την ισότητα, τι άλλο θέλετε;”. Όμως, στην Ιταλία μέχρι και σήμερα πρέπει να δώσουμε μάχη για ζητήματα όπως η άμβλωση ή τα δικαιώματα αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος». Με αυτή την κουβέντα φτάνουμε πάλι πίσω στο Ινστιτούτο για την παρουσίαση και του κάνω μια τελευταία ερώτηση, αφού πρώτα του θυμίζω ότι στο βιβλίο γράφει κάπου ότι «το να μην είσαι μια ζωή ο εαυτός σου είναι κάποιου είδους πόνος». Τον ρωτάω, λοιπόν, αν ο ίδιος καταφέρνει να είναι ο εαυτός του. «Μερικές φορές, ναι», λέει, «άλλες πάλι όχι. Αλλά, όταν δεν είμαι ο εαυτός μου, αρρωσταίνω».

Ο Μάριο Ντεσιάτι δεν είναι απλώς ένας ασυμβίβαστος συγγραφέας-4ΙΝFO → Οι Ασυμβίβαστοι κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση Δήμητρας Δότση.

 

 

 

 

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή