Μια φωνή που σε κρατάει. Ένας καλλιτέχνης με γκόσπελ ρίζες, τζαζ ενορχηστρώσεις, ποπ συνείδηση. Tόσο στις upbeat εξάρσεις (όπως το Liquid spirit, που μάθαμε από το ρεμίξ του Γερμανού παραγωγού Capitone), όσο και στις πιο σιροπιαστές στιγμές (το τρυφερό Hey Laura), ο Γκρέγκορι Πόρτερ τραγουδάει με απλότητα, παραμένοντας πιστός στο πνεύμα τραγουδιστών όπως ο Μπιλ Γουίδερς και ο Νατ Κινγκ Κόουλ, που είναι το ίνδαλμά του. Όταν ήταν μικρός, η μητέρα του προέβλεψε ότι μια μέρα θα τραγουδήσει στο Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ. «Δεν ήξερα καν το μέρος τότε», θα μου πει. «Νόμιζα ότι επρόκειτο για κάποιο χoλ σαν αυτό του σπιτιού μας». Σήμερα θεωρείται μία από τις κορυφαίες βαρύτονες φωνές της μουσικής βιομηχανίας και έχει στο ενεργητικό του δύο Γκράμι. Λίγες μέρες μετά την εμφάνιση στο Ηρώδειο (24/06), θα τραγουδήσει ξανά στο Ρόγιαλ Άλμπερτ Χoλ του Λονδίνου, όπου οι δύο προγραμματισμένες συναυλίες του έγιναν τρεις, λόγω τεράστιας ζήτησης.
Στις συνεντεύξεις ο Πόρτερ θέλει να μιλάει για μουσική ασφαλώς, όμως κάθε τόσο τον ρωτάνε για το καπελάκι του: ένα μαύρο αξεσουάρ που δεν αποχωρίζεται ποτέ και το οποίο κρύβει επίσης τα αυτιά και τα μάγουλα. Ο ίδιος έχει αποκαλύψει ότι σε ηλικία επτά ετών υπέστη σοβαρά τραύματα στο πρόσωπο – και έτσι είναι αναγκασμένος να το φοράει. Παράλληλα έχει και μια πιο ανάλαφρη πλευρά. Ένα βίντεο στο YouTube τον δείχνει να φτιάχνει την αγαπημένη του συνταγή: σολομό με κάρι στο τηγάνι, συνοδευόμενο από σαλάτα με μάνγκο. Στην τηλεφωνική μας συνομιλία, ανά διαστήματα χρωμάτιζε τη φωνή του σαν να μου διηγούνταν ένα παραμύθι με φόντο την παλιά Αμερική.
Κύριε Πόρτερ, θα ξεκινήσω με ένα θέμα που ήρθε στην επικαιρότητα πρόσφατα. Μιλάω για τη μουσική τεχνητής νοημοσύνης. Ο κόσμος μπορεί πλέον να πάρει τη φωνή, π.χ., του Ρέι Τσαρλς και να φτιάξει μια ηχογράφηση που δεν υπήρξε ποτέ. Ποια η γνώμη σας;
Σε κάποιες περιστάσεις θα φανεί χρήσιμο. Αλλά πιστεύω και ελπίζω ότι οι ακροατές θα συνεχίσουν να αναζητούν την αυθεντικότητα. Είμαστε μπροστά σε κάτι καινούργιο, κάτι άγνωστο. Δεν ξέρουμε τι θα φέρει το μέλλον, οι νέες τεχνολογίες. Αλλά πιστεύω ότι οι αυθεντικές ηχογραφήσεις θα έχουν πάντα ένα προβάδισμα.
Εσείς πώς γίνατε τραγουδιστής;
Πολλοί από τους αγαπημένους μου τραγουδιστές ξεκίνησαν από την εκκλησία. Μιλάω για τον Σαμ Κουκ, τον Λου Ρολς, τον Νατ Κινγκ Κόουλ… Έτσι κι εγώ, όταν ήμουν έξι-επτά χρονών, άρχισα να τραγουδάω στην εκκλησία. Εκεί άρχισα να αισθάνομαι τη δύναμη της μουσικής. Όχι τόσο τη δύναμη της φωνής μου, αλλά της ίδιας της μουσικής και των συναισθημάτων που προκαλούσε στους ανθρώπους.
Πώς ήταν η Καλιφόρνια στα ’70s; Τι μνήμες έχετε;
Γλυκόπικρες. Όταν ήμουν εννιά χρονών, εγκατασταθήκαμε στο Μπέικερσφιλντ, την πόλη στην οποία ζω μέχρι σήμερα. Θυμάμαι ότι υπήρχε φυλετική ένταση τότε. Αλλά έχω και γλυκές αναμνήσεις. Έκανα φίλους και πήρα καλές βάσεις πάνω στην κάντρι, στα γκόσπελ, στα μπλουζ, στα είδη δηλαδή που κατά κάποιον τρόπο μεταφυτεύτηκαν από τον αμερικανικό Νότο στο Λος Άντζελες, με τη μετανάστευση των μαύρων στην Καλιφόρνια.
Κάποια στιγμή πάτε στο Μπρούκλιν και εργάζεστε ως σεφ στο εστιατόριο του αδερφού σας…
Ναι. Δούλευα ως σεφ και κάποια βράδια τραγουδούσα για τους πελάτες μας. Τα πράγματα σοβάρεψαν όταν εμφανίστηκα στη St. Nick’s Pub του Χάρλεμ. Εκεί αποφάσισα να αφοσιωθώ αποκλειστικά στη μουσική.
Στη δισκογραφία μπήκατε στα 38 σας. Μεγάλος… Είχατε πίστη ότι θα τα καταφέρετε;
Όταν έκανα τον πρώτο μου δίσκο, ή τέλος πάντων τον πρώτο δίσκο που δεν ήταν ηχογραφημένος στο καθιστικό μου, πίστευα ότι θα είναι και ο τελευταίος· ο μοναδικός. Τραγουδούσα επί πολλά χρόνια, περιμένοντας να έρθει κάποιος να με τραβήξει από την αφάνεια. Και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να το κάνω μόνος μου. Να γράψω δικά μου τραγούδια, να φτιάξω τη δική μου ατζέντα. Εκεί άρχισε να παίρνει μπρος το πράγμα.
Υπάρχουν φωνές που σας έχουν επηρεάσει, χωρίς αυτό να είναι εμφανές;
Πολλές. Καμιά φορά επηρεάζεσαι από φωνές αντίθετες με τη δική σου, στις οποίες κάτι σε εμπνέει. Ο Γουίλι Νέλσον, ας πούμε. Η Νίνα Σιμόν. Κάτι αληθινά ενδιαφέρον συμβαίνει όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το δικό τους, προσωπικό μουσικό χάρισμα για να πουν μια ιστορία. Καμιά φορά δεν έχουν τις καλύτερες φωνές του κόσμου. Καμιά φορά τραγουδάνε με την καρδιά τους. Άκου την Άμπεϊ Λίνκολν, για παράδειγμα. Τραγουδάει από ένα άνοιγμα της καρδιάς της.
Τι ήταν αυτό που έκανε το Liquid Spirit, το τρίτο σας άλμπουμ, να πετύχει εμπορικά;
Υπήρχαν κάποια τραγούδια εκεί που μπόρεσαν να ανοίξουν τα αυτιά των ανθρώπων. Πολλοί άκουσαν το ρεμίξ του τραγουδιού Liquid Spirit και στη συνέχεια ανακάλυψαν την αυθεντική εκτέλεση και τον δίσκο από τον οποίο προήλθε. Ήταν το πρώτο μου άλμπουμ στην Blue Note. Οι άνθρωποι εκεί είχαν τη δυνατότητα να διαδώσουν το μήνυμα του ήχου μου. Ξέρεις, προτείναμε έναν νέο τζαζ ήχο και αυτό ήταν κάτι το συναρπαστικό για την εποχή. Άνθρωποι που δεν ακούν τζαζ είπαν: «Αυτό μου αρέσει». Έχω κάτι στη φωνή μου, το οποίο γνωρίζω: κουβαλάω συναίσθημα. Οι άνθρωποι λοιπόν συνδέονται με αυτό, ανεξαρτήτως είδους.
Έβλεπα ξανά το βίντεο στο οποίο τραγουδάτε το It’s probably me μπροστά στον Sting, στα Πολικά Μουσικά Βραβεία της Σουηδίας. Τη θυμάστε εκείνη τη μέρα;
Ναι. Τρελή μέρα! Ήμουν άυπνος, ταξίδευα από μια συναυλία σε κάποιο άλλο μέρος της Ευρώπης. Δύσκολο ταξίδι, καθυστερήσαμε, δεν είχα πολύ χρόνο να προβάρω με την ορχήστρα και με έσπρωξαν σε μια σκηνή όπου έπρεπε να τραγουδήσω μπροστά σε βασιλιάδες, βασίλισσες, κάποια είδωλά μου όπως o Γουέιν Σόρτερ και στον Sting με τη γυναίκα του. Είχα μεγάλο άγχος. Αλλά πήγε καλά.
Το βίντεο έχει 46 εκατ. προβολές! Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι το κοινό ανταποκρίνεται με ένα μειδίαμα. Δεν κουνάει, δεν τραγουδάει… Το προτιμάτε έτσι κάποιες φορές; Ή είναι πάντα καλύτερα όταν το κοινό συμμετέχει;
Μου αρέσουν και τα δύο. Κάθε κοινό έχει τη δική του προσωπικότητα, η οποία δημιουργείται συλλογικά. Το συγκεκριμένο κοινό απαρτίζεται από βασιλικά πρόσωπα, τα οποία αποκρίνονται στη μουσική όπως τα βασιλικά πρόσωπα (γέλια).
Σε λίγες μέρες έρχεστε στην Ελλάδα. Θα είναι η πρώτη σας φορά;
Ξέρω πολλά για την Ελλάδα, την ιστορία και την κληρονομιά της, αλλά, ναι, έρχομαι πρώτη φορά. Συνήθιζα να λέω: «Έχω γυρίσει τον κόσμο, αλλά δεν έχω πάει στην Ελλάδα, τι συμβαίνει;». Καιρός να έρθω λοιπόν. Και με στιλ! (γέλια)
Πώς είναι η ζωή σας στο Μπέικερσφιλντ της Καλιφόρνια;
Όταν δεν κάνω περιοδείες, είμαι ένας τυπικός μπαμπάς. Ξέρεις, παίρνω τα παιδιά από το σχολείο, πάω στον μανάβη, καθαρίζω τα φύλλα από τον κήπο… Η φύση είναι πανέμορφη στην περιοχή μας και έχω μια μικρή συλλογή από vintage αυτοκίνητα, οπότε μου αρέσει να οδηγώ στους λόφους και στα βουνά.
Τη μαγειρική δεν μου την αναφέρατε, ενώ υπήρξατε σεφ…
Μαγειρεύω, ναι. Μάλιστα η γυναίκα μου ξέρει πόσο μου αρέσει να μαγειρεύω και το χρησιμοποιεί ως δικαιολογία για να μη μαγειρεύει η ίδια.
Το λέτε επειδή ξέρετε ότι η συνέντευξη θα δημοσιευτεί στα ελληνικά και δεν θα τη διαβάσει!
Εννοείται, γι’ αυτό το κάνω (γέλια).
ΓΟΝΕΙΣ, ΤΣΑΪ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥΑ
«Ο πατέρας μου ήταν σταθερά απών», έχετε πει. «Τον συναναστράφηκα λίγες μέρες – και όχι για πολλές ώρες. Δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα να είναι παρών. Μπορεί και να τον ενδιέφερε, δεν ξέρω». Μου αρέσει η τελευταία πρόταση: «Μπορεί και να τον ενδιέφερε, δεν ξέρω». Ποτέ δεν ξέρουμε αν η απόσταση δηλώνει έλλειψη ενδιαφέροντος. Μπορεί να δηλώνει αδυναμία επικοινωνίας. Αδυναμία στην εκδήλωση και την αποδοχή αγάπης…
Πολύ σωστά [σ.σ.: παίρνει μια βαθιά ανάσα]. Μου πήρε καιρό μέχρι να φτάσω σε αυτή τη συνειδητοποίηση. Στα παιδικά μου χρόνια αισθανόμουν εγκαταλελειμμένος. Αργότερα, στην ενήλικη ζωή, κατάλαβα ότι για κάποιους ανθρώπους η σύνδεση είναι δύσκολη ή και αδύνατη. Ο πατέρας μου δεν ζει πια, όμως του δίνω το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Υποθέτω ότι υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι που δεν μπορούσε να συνδεθεί μαζί μου. Τον συγχωρώ και θεραπεύομαι εν τη απουσία του. Επίσης γράφω γι’ αυτόν: Έχω ένα κομμάτι που λέγεται Dad gone thing και βασικά αυτό που λέει είναι: «Έχω ένα χάρισμα, το χάρισμα του να τραγουδάω, το οποίο το πήρα από σένα». Κανένας άλλος δεν τραγουδούσε στην οικογένεια. Επομένως δεν μπορώ να πω ότι ο πατέρας μου δεν μου έδωσε τίποτα. Μου έδωσε το πιο σημαντικό δώρο: τη φωνή μου.
Έχετε πει επίσης ότι κάθε τόσο φοράτε πουκάμισο και ζακέτα, απλώς και μόνο για να απολαύσετε ένα φλιτζάνι τσάι στο καθιστικό σας. Σας πήρε καιρό ώσπου να μάθετε να φέρεστε όμορφα στον εαυτό σας;
Αυτά τα έχω πάρει από τη μάνα μου. «Ντυθείτε όμορφα και ελάτε μέσα να πιούμε τσάι», μας έλεγε. «Δεν πάει καλά η γυναίκα», λέγαμε εμείς. Μας μάθαινε τρόπους. Πώς να κρατάμε το φλιτζάνι, πώς να μην κάνουμε θόρυβο όταν ρουφάμε… Πολλά χρόνια αργότερα, έτυχε να βρεθώ με ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας. Αλλά, ναι, το κάνω και στο καθιστικό, με την οικογένειά μου. Μαζευόμαστε και πίνουμε τσάι σαν βασιλιάδες.
Όταν τραγουδάτε, φτιάχνετε εικόνες με το μυαλό;
Α, βέβαια. Προσπαθώ να μπω μέσα στο κομμάτι. Nα βάλω τον εαυτό μου στο περιβάλλον του. Τραγουδάω, ας πούμε, το When love was king και πραγματικά φαντάζομαι ένα χωριό, αρχαίο ή μοντέρνο, στο οποίο βασιλεύει ένας κυβερνήτης εύσπλαχνος, σκεπτόμενος, με ενσυναίσθηση. Ένας κυβερνήτης που σκέφτεται τους πεινασμένους, τους κατατρεγμένους, τους μόνους.
Ποια εικόνα σάς έρχεται πιο συχνά;
Κυρίως στιγμές που πέρασα με τη μητέρα μου. Μιλάμε για έναν άνθρωπο ο οποίος έκανε συνεχώς πράγματα για να βοηθήσει τους άλλους. Τραγούδια όπως το Liquid spirit, το No love dying, το Take me to the alley μιλάνε για την αισιόδοξη πλευρά της αγάπης. Όταν πάλι τραγουδάω καθαρόαιμα τζαζ, σκέφτομαι τον καιρό που πέρασα στο Χάρλεμ. Π.χ. το On my way to Harlem ή το Lonesome lover.
Έχει συμβεί να δακρύσετε στη σκηνή;
Ή να σας πιάσει νευρικό γέλιο;
Γέλιο έχει συμβεί κάνα δυο φορές. Κλάμα πολύ συχνότερα. Ξέρεις, σκέφτομαι αληθινά γεγονότα όταν τραγουδάω και αληθινούς ανθρώπους, δεν παίζω ρόλους. Σκέφτομαι τη μητέρα μου, που έφυγε όταν ήμουν 21 ετών. Σκέφτομαι τον αδερφό μου, τον οποίο έχασα από την Covid-19. Οπότε, ναι. Κάποιες φορές με πιάνουν τα δάκρυα. Και κάποιες φορές ζητάω διακριτικά από τους μουσικούς μου να παρατείνουν το σόλο τους, για να πάρω ανάσες και να ελέγξω τα συναισθήματά μου. Γιατί, όπως θα ξέρεις κι εσύ, κάποιες φορές τα συναισθήματα μας ξεπερνούν.
ΙΝFO
→ Ο Γκρέγκορι Πόρτερ θα εμφανιστεί στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού στις 24/06. Tα εισιτήρια ξεκινούν από 25 €.