Λέω «Λισαβόνα» και δεν ξέρω τι να φανταστώ για σένα. Βλέπω το όνομά σου στο εισιτήριο, βλέπω σαν γλάρος το λοφώδες σώμα σου από το παράθυρο ενός αεροσκάφους, μα ξεχνάω την πρώτη φορά που πρόφερα το όνομά σου. Θα ήταν 2012, όταν μια φάντο συμμετοχή της Πορτογαλίας στη Eurovision με οδήγησε σε μια ποπ διασκευή ενός ύμνου της Αμάλια Ροντρίγκεζ, της Gaivota.
Γράφω «Λισαβόνα» χωρίς να έχω διαβάσει Σαραμάγκου ή Πεσόα. Στο όνομά σου όμως ξεχνάω το τουριστομάνι με τα μηχανάκια τουκ-τουκ που σκαρφαλώνουν στο Μπάιρο Άλτο και στην Αλφάμα. Ψηλαφώ τους λόφους σου με κάτι AirMax που με χτυπούν στα δάχτυλα, τα πλακάκια στα πεζοδρόμιά σου, τις σκάλες του μετρό και, κάθε φορά που κάνω ανταπόκριση σε άλλη γραμμή, αποκτώ το ίδιο βαριεστημένο πρόσωπο με τους κατοίκους σου.
Λισαβόνα, σε κοιτάω το βράδυ από ψηλά, από κάποιο miradouro. Εκείνος φέρνει το καλύτερο φθηνό κρασί από το ράφι ενός σούπερ μάρκετ, αλλά ξεχνάει το τιρμπουσόν. Οι παλιοί εστιάτορες τείνουν χείρα βοηθείας. Θα πιούμε από το μπουκάλι, αλλά λίγο. Μας βαράει και τους δύο. Θα μου το αφήσει ως δώρο για την επόμενη φορά, αλλά θα το ρίξω στα βουρκόνερα του Τάγου, μπας και ξεπλύνει τη γεύση εκείνου, την οποία δεν θέλω να πάρω μαζί μου.
Lisboa, σε βλέπω καλά, κι ας μη φοράω τα γυαλιά μου. Έχω την καρδιά σου στο στήθος μου και το χέρι εκείνου ταιριάζει τέλεια στο δικό μου. Όλα μοιάζουν να είναι γραφτά, σαν να εκπληρώνουν μια προφητεία. Οι στίχοι της Gaivota της εφηβείας ακούγονται στο Festa do Avante που διοργανώνει η ομώνυμη εφημερίδα του ΚΚ Πορτογαλίας. Το ακούω πρώτα όταν σε βλέπω από τη γέφυρα της 25ης Απριλίου, ύστερα το σιγοτραγουδάω με τη Mimicat και κάμποσα σκουπιδάκια μπαίνουν στα μάτια μου. Το τραγούδι κλέβει την παράσταση από το προζυμένιο ψωμί του Πόρτο, τη σάλτσα ντομάτας με το κοτόπουλο της Κοΐμπρα, το σχόλιο της γιαγιάς που με περνάει για Σκανδιναβό και όχι για Μεσόγειο, την επέτειο των πενήντα χρόνων που θα συμπληρωθούν του χρόνου από την Επανάσταση των Γαριφάλων, που ανέτρεψε το δικτατορικό Εστάντο Νόβο του Σαλαζάρ, και τα περίπτερα των ΚΚ Ανγκόλας, Βραζιλίας, Μοζαμβίκης, Χιλής και άλλων λαών ξένων και μακρινών από τον ελληνικό μας μικρόκοσμο.
Όταν σε εγκαταλείψω, Λισαβόνα, η ψυχή μου θα μοιάζει με πλοίο που ναυάγησε πριν καν φύγει από το λιμάνι, άλλα δεν θα παραπονεθώ. Θα εύχομαι απλώς για έναν γλάρο, μια gaivota, να φέρνει πού και πού τον ουρανό σου όταν θα γυρίσω πίσω. Δυσκολεύομαι να εξηγήσω παραπάνω τα συναισθήματά μου για σένα σε λέξεις. Ίσως αυτό να είναι και το αμετάφραστο saudade που διαιωνίζεις, αυτή η χαρμολύπη που μου φύτεψες. Λυπάμαι που σε αφήνω, αλλά θα γυρίσω πίσω. Σου χρωστάω.