ΑΑπόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, από το Γ’ Εργαστήριο Ζωγραφικής (2003) με καθηγήτρια τη Ρένα Παπασπύρου, ο Στέλιος Φαϊτάκης (1976-2023) συναντήθηκε για πρώτη φορά με το κοινό της Αθήνας μέσα από τη street art και κυρίως την τοιχογραφία που είχε φιλοτεχνήσει για το κτίριο της ΕΛΑΪΣ, επί της Πειραιώς. Συμμετείχε στην 1η Μπιενάλε της Ρίγας, στην 1η Μπιενάλε του Κιέβου, στο εθνικό περίπτερο της Δανίας στην 54η Μπιενάλε της Βενετίας, ενώ μια μόνιμη τοιχογραφία του κοσμεί το Palais de Tokyo στο Παρίσι.
Οι πυκνές, σουρεαλιστικές του συνθέσεις, γεμάτες αλληγορίες και παράδοξα, μιλούσαν όπως ο ίδιος δήλωνε για την «ανθρώπινη κατάσταση», για τους πρόσφυγες, τους εξεγερμένους φοιτητές στο Παρίσι τον Μάη το ’68, τις εξαντλητικές βάρδιες των γιατρών, τους νέους προφήτες. Εξελίσσοντας μέσα στα χρόνια μια γλώσσα απόλυτα προσωπική που αντλούσε από την κρητική ορθόδοξη αγιογραφική παράδοση, αλλά και την κουλτούρα των γκράφιτι, τη μεξικανική ζωγραφική και τις ζωγραφικές παραδόσεις χωρών της ανατολής, σχολίαζε με αιχμηρό και σαρκαστικό τρόπο θέματα κοινωνικής αδικίας και πολιτικής αναταραχής.
Θυμάμαι πολύ καθαρά την πρώτη φορά που τον συνάντησα. Νοέμβριος του 2007 στην Τεχνόπολη, είχα πάει για ρεπορτάζ του «Κ». Ανεβασμένος σε μια σκαλωσιά, ο Στέλιος Φαϊτάκης ολοκλήρωνε μια εντυπωσιακή τοιχογραφία, ένα μνημειακό έργο συνολικής επιφάνειας 170 τ.μ. για την 1η Μπιενάλε της Αθήνας. Το θέμα ήταν η ημέρα που ο Σωκράτης υποχρεώνεται από τους κατήγορούς του να πιει το κώνειο.
«Στο έργο μου οι αναρχικοί διαμαρτύρονται για την αδικία που διαπράττεται σε βάρος του φιλοσόφου και εξεγείρονται ανεβαίνοντας προς την Ακρόπολη», μου είχε εξηγήσει. Η δράση μεταφερόταν στη σύγχρονη εποχή, γι’ αυτό και όπως μου έδειχνε παρήλαυναν «παπάδες, μπάτσοι, ρουφιάνοι».
Με μεγάλη έκπληξη είχα πληροφορηθεί πως το έργο θα καταστρεφόταν με τη λήξη της διοργάνωσης, και ο δημιουργός ήταν απόλυτα εντάξει με αυτό. «Ας καταστραφεί, εγώ τελείωσα με αυτό που είχα να κάνω. Η σημασία βρίσκεται στη διαδικασία». Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, σε συνέντευξη που είχε δώσει στους New York Times ανέφερε πως είχε αποφασίσει να μεταφέρει τη ζωγραφική πράξη από τον δρόμο και τους δημόσιους χώρους στο στούντιο, αφού δεν θεωρούσε πλέον την τέχνη του τόσο εφήμερη όσο στο παρελθόν. «Δεν είναι ότι δεν αντέχω να καταστραφεί, απλά θέλω να γίνεται με τους δικούς μου όρους και όχι να αισθάνεται ο καθένας ελεύθερος να βανδαλίσει ένα έργο που μου πήρε μήνες να δημιουργήσω».
Αυτή ήταν ίσως και η μόνη μετατόπιση στα χρόνια που μεσολάβησαν από πρώτα του βήματα έως και τα τελευταία του έργα. Φεύγοντας από τη ζωή, μόλις στα 47 του χρόνια, άφησε πίσω ένα έργο που πήγαινε κόντρα στις τάσεις, που επέμενε στην αναπαράσταση και που χρησιμοποιούσε μια γλώσσα με «βαθιές ρίζες» στην ελληνική τέχνη.