Θέλω να περιγράψω σε δυο-τρεις προτάσεις τον Βασίλη Μαυρογεωργίου. Να μιλήσω για το πάθος του· τον χειμαρρώδη τρόπο ομιλίας του· την ανάγκη σύνδεσης που υπάρχει στα μάτια του, αλλά και σε όσες παραστάσεις του έχω δει, από τη μακρινή Κατσαρίδα μέχρι την Τεράστια έκρηξη και το Φλικ. Αυτές τις μέρες ανεβάζει στο Εθνικό Θέατρο τον Πινόκιο (διασκευή του έργου του Κάρλο Κολόντι). Παράλληλα, σκηνοθετεί στο Θέατρο του Νέου Κόσμου το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη, όπου πρωταγωνιστεί, μεταξύ άλλων, η Αριάδνη Καβαλιέρου. Την Αριάδνη την έχω επίσης παρακολουθήσει στενά. Θαυμάζω το ερμηνευτικό της εκτόπισμα, την εφηβική αύρα αλλά και τη δύναμη που εκπέμπει στη σκηνή με το μικρόσωμο κορμί της. Τους συνάντησα σε ένα διάλειμμα από την πρόβα και τους ρώτησα διάφορα, ξεκινώντας από μια εικόνα.
Βασίλη, σε θυμάμαι πριν από χρόνια να κατεβαίνεις τη Βασιλίσσης Σοφίας, βράδυ, με ένα μικροσκοπικό ηλεκτρικό μηχανάκι, στην άκρη άκρη του δρόμου…
Β. Μ.: (Γέλια) Πού το θυμήθηκες; Ναι, ξεκίνησα με ποδήλατο, μετά πήρα ηλεκτρικό μηχανάκι, έπειτα ηλεκτρικό πατίνι… Και πριν από λίγο καιρό αγόρασα μηχανή, για να μπορώ να κάνω ταξίδια και να κυκλοφορώ σαν άνθρωπος.
Εγώ είδα κάτι συμβολικό στην εικόνα αυτή: είσαι σε μια κεντρική οδό της Αθήνας, αλλά οδηγείς στην άκρη του δρόμου με ένα όχημα που διαφέρει. Σου αρέσει πράγματι να είσαι στην άκρη, καλλιτεχνικά; Να μην είσαι μέινστριμ;
Β. M.: Γενικά μου αρέσει να κάνω τη δουλειά μου με συνέπεια και να μη βασανίζομαι με τις συνεργασίες μου. Δεν με ενδιαφέρει τόσο αν πέτυχε ή όχι μια δουλειά μου, αν είμαι καλύτερος ή χειρότερος από κάποιον άλλο… Δεν τη βλέπω ανταγωνιστικά αυτή τη δουλειά. Διδάσκω εδώ και χρόνια σε σχολές και τελευταία βλέπω πολλούς νέους καλλιτέχνες να πετυχαίνουν πολύ σημαντικά πράγματα στο θέατρο, όπως ο Μάριο Μπανούσι. Μια περίπτωση σαν αυτήν, που γνωρίζει επιτυχία, σε κάνει να σκέφτεσαι: «Tι είναι το μέινστριμ στην τέχνη;».
Α. K.: Το δίλημμα του αν είσαι μέινστριμ ή «πειραματικός» σου το δημιουργούν οι άλλοι περισσότερο, που προσπαθούν να σε κατηγοριοποιήσουν. Τι είσαι; Πουλάς ή δεν πουλάς; Γιατί είσαι εδώ; Το αξίζεις; Υπάρχουν συνεχώς αυτά τα ερωτήματα.
Βασίλη, πώς αποφάσισες να μεταφέρεις στη σκηνή ένα μυθιστόρημα που δημοσιεύτηκε σχεδόν εκατό χρόνια πριν, το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη;
Β. Μ.: Είχα κάνει μια δουλειά πάνω στον Κατάδικο του Θεοτόκη, η οποία κατέληξε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση. Μέχρι τότε, δεν τολμούσα πολύ να πειράξω βιβλία. Η λογοτεχνία δεν έχει πάντα τον πυρήνα που απαιτείται για να υπάρξει μια σκηνική πράξη. Αλλά το συγκεκριμένο βιβλίο λειτούργησε – και έτσι άρχισα να αναζητώ διηγήματα και μυθιστορήματα εκείνης της εποχής. Ή και παλιότερα. Στο συγκεκριμένο έργο παρακολουθείς την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος ζει έναν εφιάλτη και αναρωτιέται αν είναι άνθρωπος ή δεν είναι (γιατί τον αντιμετωπίζουν σαν αντικείμενο). Επίσης αναρωτιέται αν υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι. Αυτά τα δίπολα τα έχει ανάγκη το θέατρο. Ακόμη, το έργο αγγίζει θέματα εθνικής ταυτότητας και τη σχέση μας με την Τουρκία. Ο Βενέζης το αντιμετωπίζει υπέροχα αυτό. Παρότι ζει βασανιστήρια και βλέπει εικόνες φρικαλέες, στην πραγματικότητα είναι σαν να αναζητά στον άνθρωπο της άλλης πλευράς κοινά στοιχεία. Σου λέει δηλαδή ότι η καλοσύνη δεν είναι θέμα εθνικότητας, αλλά θέμα ανθρώπου.
Α. Κ.: Έχουμε μια συνολική αφήγηση. Ουσιαστικά ο κεντρικός ήρωας περνάει από όλους τους ηθοποιούς, το οποίο το βρίσκω πολύ πρωτότυπο. Γιατί είναι σαν να σου λέει: «Θα περάσουμε όλοι από αυτό». Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, σε έναν πόλεμο, είναι όλοι θύματα.
Πόσο έντονη είναι η συναισθηματική εμπλοκή σου όταν παίζεις σε ένα τόσο σκληρό έργο;
A. K.: Συγκινηθήκαμε πολύ όταν διαβάσαμε το κείμενο. Πρέπει να είσαι ανοιχτός στα συναισθήματα και αυτό προφανώς σε βαραίνει. Αλλά, εντάξει, αυτή τη δουλειά δεν την κάνουμε για να περνάμε πάντα καλά.
Επί δέκα χρόνια ήσουν ο ιδιοκτήτης του θεάτρου Scrow. Kαλά το λέω, «ιδιοκτήτης»;
Β. Μ.: Ναι, εντάξει, δεν πιστεύω στην ιδιοκτησία… Ήμουνα συνεργάτης, το είχαμε φτιάξει με τη θεατρική ομάδα INKAL.
Γιατί έκλεισε;
Β. Μ.: Nα σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Υποτίθεται ότι έχουν πουληθεί αρκετά ακίνητα εκεί στο τέλος της Αρχελάου στο Παγκράτι, με σκοπό να γκρεμιστούν και να φτιαχτούν υπό τη μορφή Airbnb. Έτσι ξέραμε. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει κάποια ιδιαίτερη ανάπλαση. Εγώ είχα ζητήσει να μας αφήσουν να παίζουμε μέχρι το γκρέμισμα. Να κάναμε παράσταση την ώρα που θα έμπαινε η μπουλντόζα και να πέφταμε ηρωικά (γέλια). Πάντως, η Ελλάδα έχει γίνει μια τεράστια οικοδομή. Οικοδομούμε το τουριστικό μας μέλλον. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Αλλά σίγουρα κάτι χάνεται.
Πάντως, σε ένα πρόσφατο αφιέρωμα στις αθηναϊκές παραστάσεις της σεζόν, μέτρησα 163. Ασφαλώς θα υπάρχουν κι άλλες, μικρότερης εμβέλειας. Μήπως δεν είναι βιώσιμη αυτή η υπερπροσφορά;
Α. Κ.: Η Ελλάδα το αγαπάει το θέατρο. Αν δεις πόσες δραματικές σχολές έχουμε, εξηγείται.
Τότε μήπως υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί;
Β. Μ.: Εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά κανάλια. Πολλά ραδιόφωνα, πολλές εφημερίδες, πολλά μίντια και σόσιαλ μίντια. Χωνεύουμε καθημερινά πληροφορίες. Ακόμα και πράγματα πολύ ακραία περνούν από το μεγάλο χωνευτήρι της πληροφορίας και σταδιακά αυτό γίνεται καθημερινή συνήθειά μας. Το θέατρο έχει τον αντίθετο ρόλο στην κοινωνία μας. Το θέατρο πατάει ένα φρένο και σου λέει: «Αυτό το θέμα πρέπει να το ξαναδούμε». Υπό αυτή την έννοια, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Διαφωνώ πολύ με την άποψη ότι, αν είχαμε λιγότερο θέατρο, θα ήταν καλύτερα. Σίγουρα κάποιες παραστάσεις λειτουργούν και κάποιες όχι. Αλλά, όταν υπάρχει πληθώρα, υπάρχει και πληθώρα επιλογών.
Α. Κ.: Ο πλουραλισμός των φωνών είναι πολύ σημαντικός. Κάποτε υπήρχαν είκοσι μεγάλοι σκηνοθέτες και έπρεπε να δουλέψεις με αυτούς – δεν είχες επιλογή. Είναι πολύ σημαντικό για έναν νέο ηθοποιό να παίξει στην παράσταση που θέλει, αντί να περιμένει σε μια ουρά να τον διαλέξουν. Είναι πολύ σημαντικό για έναν νέο σκηνοθέτη να μπορεί να πει αυτό που έχει να πει, χωρίς να πρέπει να φτάσει σε μια ηλικία. Σήμερα υπάρχουν ομάδες που μιλάνε για φεμινιστικά θέματα, μιλάνε για δικαιώματα, για τη βία… Αυτά τα θέματα δεν θα ακούγονταν αν δεν υπήρχαν τόσο πολλές, διαφορετικές παραστάσεις.
Κάθε φορά που βλέπω θέατρο, με συγκινεί η στιγμή στο τέλος, όταν οι ηθοποιοί στέκονται στη σειρά και δέχονται το χειροκρότημα. Εσύ, Αριάδνη, πώς βιώνεις αυτή τη στιγμή; Συγκινείσαι; Ή λες μέσα σου: «Άντε, ένα λεπτό ακόμα και σχολάω»;
Α. Κ.: Όχι, μωρέ! (γέλια). Σιγά μην αρχίσω και να ξεντύνομαι! Ξέρεις τι; Η πιο ωραία στιγμή είναι το πρώτο δευτερόλεπτο, που βγαίνεις στη σκηνή και καταλαβαίνεις το vibe του κοινού. Την ενέργειά του. Γενικά, σε όλη την παράσταση υπάρχει μια σύνδεση. Τους ακούς να γελάνε, βλέπεις τα πρόσωπά τους… Δεν είσαι μόνος σου. Οπότε εκεί στο τέλος που λες, είναι σαν να ολοκληρώνεται η γνωριμία. Και κοιτάς τον άλλο στα μάτια, όχι ως ηθοποιός πια. Ναι, έχει κάτι συγκινητικό. Όπως και όταν βγαίνεις έξω και βλέπεις τον κόσμο να συζητάει την παράσταση που είδε. Ξέρεις, αυτός που έρχεται και πληρώνει να δει μια παράσταση, θέλει να μπει σε μια ψυχική διαδικασία και να αλλάξει κάτι μέσα του. Αλλιώς, θα καθόταν σπίτι του να δει κάτι άλλο.
Όταν ένα έργο δεν κόβει εισιτήρια, τα βάζετε με το κοινό; Έχει τύχει να πείτε: «Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει, πάει όπου πάνε οι πολλοί…»;
Α. Κ.: Στην Ελλάδα έχουμε σκληροπυρηνικό θεατρόφιλο κοινό – και το λέω πολύ ειλικρινά. Το κοινό αυτό γεμίζει τις low-budget και τις ανεξάρτητες παραστάσεις. Και εδώ, και στην επαρχία, πλέον. Δηλαδή προσπαθώ τώρα να σκεφτώ ποια παράσταση πήγε τόσο χάλια και δεν μπορώ!
Β. Μ.: Ειδικά μετά την πανδημία ο κόσμος άρχισε να συρρέει στο θέατρο. Είναι τρομερό.
Βασίλη, ξέρω ότι αγαπάς και το σινεμά πάρα πολύ, όπως και τα κόμικς…
Β. Μ.: Από το Δημοτικό! Θυμάσαι τη Μαμούθ Comix, που έβγαζε στην Ελλάδα τους τίτλους της Marvel; Εγώ έτσι την έμαθα την Αθήνα.
«Μας βλέπουν σαν αριθμούς: Πόσο πουλάς; Πόσους followers έχεις; Δεν ξέρω κατά πόσο μπορείς να νιώσεις ελεύθερος όταν σου λένε “αυτό είναι το παιχνίδι και εσύ πρέπει να παίξεις”». — Βασίλης Μαυρογεωργίου
Τι εννοείς;
Β. Μ.: Έψαχνα να βρω ένα σπάνιο τεύχος, π.χ. των X-Men. Κάποια στιγμή εμφανιζόταν ένα παιδί που το είχε, στο Κερατσίνι. Εγώ έμενα Χαλάνδρι. Και κρυφά από τους γονείς μου έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα. Μια φορά, θυμάμαι, μου άνοιξε την πόρτα ένας τρομακτικός τύπος και μου είπε «είναι πάνω, στο πατάρι…». Το τεύχος ήταν συγκλονιστικό. Δεν μπορούσα να το αφήσω. Τα έπαιξα όλα για όλα λοιπόν, ανέβηκα στο πατάρι και ήταν όντως εκεί. Τα έχω ακόμα αυτά. Τα πολύ συλλεκτικά τα έχω ακόμα. Όταν ζωντάνεψαν οι ήρωες στη μεγάλη οθόνη, όπως καταλαβαίνεις, ήταν φοβερό για μένα. Αλλά νομίζω τώρα πέθανε κι αυτό, το σύμπαν της Marvel. Kάτι σαχλαμάρες κάνουν. Μετά τον θάνατο του Iron Man, τελείωσε το πράγμα.
Σας ενοχλεί που οι θεατρικές παραστάσεις χάνονται, σε αντίθεση με τις ταινίες και τα βιβλία;
Α. Κ.: Εμένα με ενοχλεί.
Β. Μ.: Εμένα όχι. Άλλωστε η παράσταση μπορεί να τελειώνει, αλλά το κείμενο μένει. Θα το διαβάσει κάποιος μετά από εκατό χρόνια και θα το ξαναγεννήσει. Στον κινηματογράφο κάνεις ριμέικ. Το θέατρο, αντίθετα, γεννιέται πάντα από την αρχή. Γιατί ο πυρήνας του είναι το κείμενο.
Α. Κ.: Υπάρχουν όμως παραστάσεις οι οποίες έχουν γράψει ιστορία και δεν μπορείς να τις δεις. Θα έπρεπε να μπορείς. Από την άλλη, βλέπεις κάτι μία φορά και το θυμάσαι για πάντα. Κρατάς την ανάμνηση. Έχει μια μαγεία και αυτό.
Καλλιτεχνικά σε τι ελπίζετε σήμερα; Τι σας κινητοποιεί; Τι σας παθιάζει;
(σ.σ.: Κάνουν μια παύση και ύστερα κοιτάζουν ο ένας τον άλλο.)
Α. Κ.: Εγώ θα έλεγα ότι τα τελευταία χρόνια κάτι αλλάζει. Βλέπω μια κινητοποίηση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Μετά το MeToo μπήκαν νέες βάσεις, μπήκαν όρια και αν συμβεί κάτι, μπορείς να πας και να μιλήσεις.
Έχεις δει αδικίες, άσχημες συμπεριφορές;
Α. Κ.: Nαι, έχω δει. Έτσι είχε δομηθεί αυτή η δουλειά. Δεν υπήρχε κανένα όριο. Ο καθένας μπορούσε να πει ό,τι ήθελε, σε όποιον ήθελε. Τα έχω δει αυτά. Και ξέρεις, σε περιόδους της ζωής σου που δεν είσαι καλά, μπορεί να μην έχεις τη δύναμη να βάλεις όρια.
«Κάτι αλλάζει στο θέατρο. Θα προσπαθήσω να είμαι μέρος αυτής της αλλαγής. Νομίζω ότι όλη η γενιά μας θα το προσπαθήσει». — Αριάδνη Καβαλιέρου
Παρατηρείς αλλαγή λοιπόν…
Α. Κ.: Nαι, θεωρώ ότι οι ηθοποιοί πατάμε πλέον πιο γερά στα πόδια μας και ο σκηνοθέτης δεν είναι ένας αυτοκράτορας. Οι περισσότερες παραστάσεις δεν στήνονται πλέον γύρω από ένα όνομα, αλλά γύρω από ομάδες, οι οποίες έχουν περισσότερο θάρρος να μιλήσουν και να διεκδικήσουν. Κάτι αλλάζει στο θέατρο. Θα προσπαθήσω να είμαι μέρος αυτής της αλλαγής. Νομίζω όλη η γενιά μας θα το προσπαθήσει.
Το Νούμερο 31328 μάς λέει πως η ελευθερία είναι το σημαντικότερο αγαθό. Εσείς πόσο ελεύθεροι νιώθετε σήμερα;
Α. Κ.: Να σου πω κάτι; Ο Βενέζης ξεκινάει σαν ένας άνθρωπος με ονοματεπώνυμο – και καταλήγει να γίνεται «το νούμερο 31328». Ακόμα μας βλέπουν σαν αριθμούς: Πόσο πουλάς; Πόσους followers έχεις; Δεν ξέρω κατά πόσο μπορείς να νιώσεις ελεύθερος όταν σου λένε «αυτό είναι το παιχνίδι και εσύ πρέπει να παίξεις». Έχουμε την ελευθερία να πούμε ότι δεν θέλουμε να συμμετέχουμε σε έναν πόλεμο;
Β. Μ.: Η ελευθερία είναι ένα αγαθό το οποίο το διεκδικείς κάθε μέρα. Έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή του Βενέζη. Αλλά σίγουρα δεν μπορούμε να ησυχάσουμε και να πούμε ότι έχουμε εξασφαλίσει την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Είναι αξίες που αιωρούνται στον αέρα. Θα θέλαμε πάρα πολύ κάποιος να μας προστατεύει, να μας φροντίζει, αλλά οι υπεύθυνοι γι’ αυτές τις αξίες είμαστε εμείς.
ΙΝFO
Το Νούμερο 31328 σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου θα παίζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου από 11/12, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στις 21.15. Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά.