Αν στα μάτια συγκεντρώνεται η ταυτότητα ενός ανθρώπου, στο βλέμμα της Τζένης Καζάκου η εξωστρέφεια με την εσωστρέφεια αλληλοσυμπληρώνονται. Φέρει όλη τη φρεσκάδα των 24 της χρόνων, παράλληλα με μια πηγαία ευγένεια και ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία. Εγγονή της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου, κόρη του Κωνσταντίνου Καζάκου και της Τάνιας Τρύπη, η υποκριτική έμοιαζε μονόδρομος στη ζωή της. «Μεγάλωσα σε μια καλλιτεχνική οικογένεια και από παιδί θυμάμαι να με εντυπωσιάζει το πώς ένας κανονικός, καθημερινός, απλός άνθρωπος ανεβαίνει το βράδυ σε μια σκηνή και μεταμορφώνεται σε κάτι τόσο μακριά από την πραγματικότητά του. Αυτή η μετάβαση σε έναν άλλο κόσμο με μάγευε».
Αυτό το καλοκαίρι έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο, βουτώντας στα βαθιά, ερμηνεύοντας την Οφηλία στον Άμλετ του Σαίξπηρ. Της θυμίζω ότι τον ίδιο ρόλο είχε ενσαρκώσει και η γιαγιά της στα πρώτα της θεατρικά βήματα. «Τη γιαγιά μου, δυστυχώς, δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω. Τη “γνώρισα” μέσα από τις αφηγήσεις του παππού και του πατέρα μου. Κατάλαβα ότι υπήρξε άνθρωπος αυθεντικός, δυναμικός, με ενσυναίσθηση και ευφυΐα. Μόνο περήφανη μπορώ να νιώθω που είμαι εγγονή της. Από την άλλη, είναι τόσο άτοπο που με συγκρίνουν μαζί της. Είμαι μια άλλη γενιά, ένας διαφορετικός άνθρωπος. Βρίσκω τόσο φαιδρά τα άρθρα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο με τις φωτογραφίες μας και τον τίτλο “βρείτε τις ομοιότητες”. Εξίσου ασόβαρο θεωρώ να πιστεύει κάποιος ότι μπορώ να κάνω καριέρα λόγω ονόματος. Προφανώς, και το όνομά μου θα μου ανοίξει πέντε πόρτες παραπάνω. Από εκεί και πέρα, είναι στο χέρι μου πώς θα το αξιοποιήσω. Αν δεν είμαι καλή, τι σημασία έχει; Αν δεν αξίζω, θα χαθώ. Σε βάθος χρόνου, κανείς δεν σε εμπιστεύεται αν δεν είσαι συνεπής σε αυτό που προσφέρεις». Αυτή είναι μια συμβουλή που κρατά από τον παππού της. Μία ακόμα, ουσιαστικότερη, είναι να είναι ο εαυτός της.
Αναρωτιέμαι πώς μοιάζει αυτός ο εαυτός. Στο Instagram, πάντως, αυτοχαρακτηρίζεται ως «σκοτεινή πριγκίπισσα» δίπλα σε emoji φωτιάς. «Μικρή ήμουν ατίθαση. Πέρασα δυσκολίες, που δεν θέλω να αναλύσω, οι οποίες έχτισαν έναν ευαίσθητο, ρομαντικό χαρακτήρα. Με συγκινεί ό,τι περιέχει πόνο, δεν φοβάμαι να δείξω το πόσο εύθραυστη είμαι. Κανείς δεν το κάνει άλλωστε. Όλοι έχουμε μάθει να δείχνουμε σκληροί. Αν σου πει κάποιος με χαμόγελο “καλημέρα”, θα σου κάνει εντύπωση. Το φυσιολογικό μοιάζει, πια, αφύσικο στις μέρες μας. Παλεύω να διατηρήσω την τρυφερότητά μου. Αν θες, γι’ αυτό έγινα ηθοποιός. Για να μου αποδείξω ότι δεν είναι αδυναμία να νιώθεις ευαίσθητος». Κάνει μια μικρή παύση και ανάβει ένα στριφτό τσιγάρο. «Νομίζω οι ηθοποιοί έχουμε μια μοναδική ευκαιρία μέσα από τους ρόλους να γνωρίσουμε κάτι για τη ζωή, που οι περισσότεροι άνθρωποι ίσως έχουν ξεχάσει. Αυτό το “Να ζει κανείς ή να μη ζει;” του Άμλετ είναι τόσο βαθιά ανθρώπινο, που σχεδόν δεν αντέχεις να το αναλογιστείς», λέει, φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου σαν ανακούφιση.
«Από παιδί, βιώνω τόσο μεγάλη έκθεση, άθελά μου, λόγω ονόματος, που δεν την αντέχω, σχεδόν τη φοβάμαι. Θέλω απλώς να κάνω τη δουλειά μου και να γυρίζω σπίτι μου».
Εκτονώνεται κάνοντας κικ μπόξινγκ και κοιμάται ήσυχη τα βράδια όταν ξέρει ότι έχει θέσει στους ανθρώπους γύρω της αντιληπτά όρια. Αποστρέφεται την έκθεση. Σχεδόν την αντιπαθεί. «Από παιδί, βιώνω τόσο μεγάλη έκθεση, άθελά μου, λόγω ονόματος, που δεν την αντέχω, σχεδόν τη φοβάμαι. Θέλω απλώς να κάνω τη δουλειά μου και να γυρίζω σπίτι μου. Δεν έχω παραπάνω προσδοκίες». Ο φρέντο καπουτσίνο με λίγη ζάχαρη που πίνει τελειώνει. Μαζί και όσα έχει να μοιραστεί. Τη ρωτάω τι σκέφτεται για το μέλλον. «Στόχος μου είναι να φτάσω όσο πιο μακριά μπορώ. Όχι ψηλά, μακριά. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η διαδρομή. Για να δούμε…»
Άμλετ του Oυίλιαμ Σαίξπηρ. Σκηνοθεσία: Θ. Μουμουλίδης. Παίζουν: Α. Ροϊλός, Ι. Παππά, Τζ. Καζάκου κ.ά. Σταθμοί περιοδείας: Θέατρο «Αλέξης Μινωτής» – Αιγάλεω (11/9), Θέατρο «Μελίνα» – Βόλος (13/9), Θέατρο Δάσους – Θεσσαλονίκη (20 & 21/9), Κηποθέατρο Αλκαζάρ – Λάρισα (22/9), Κηποθέατρο Παπάγου (23/9), Ηρώδειο (30/9). Προπώληση: more.com