Στα χρόνια της υπερβολής, όταν έσκασε μύτη στο διεθνές μουσικό στερέωμα σαν εξωγήινη ύπαρξη, η Lady Gaga είχε το στιλ μιας διαγαλαξιακής σούπερ σταρ – ή, τουλάχιστον, αυτό θα καλλιεργούσε με τα υπερεπιτυχημένα «τριάμισι» πρώτα άλμπουμ της και, κυρίως, τα μουσικά της βίντεο που, όταν της δόθηκε το μπάτζετ, άρχισε να τα γυρίζει σαν «καλογυαλισμένα» arthouse φιλμ. Αυτό το στιλ το απογείωσε με τις περιοδείες της, τις κοσμικές της εμφανίσεις που έμοιαζαν με περφόρμανς και τις φωτογραφίσεις που έκανε για τα μεγαλύτερα περιοδικά του κόσμου. Το σύμπαν που τότε δημιούργησε με την ομάδα της –τη Haus of Gaga, με πρότυπο το Factory του Άντι Γουόρχολ– ήταν συνεκτικό, έφερε την υπογραφή της και βρισκόταν στο σημείο συνάντησης της ηλεκτροπόπ μουσικής, των εικαστικών πρωτοποριών και, φυσικά, της αβανγκάρντ μόδας – οι εξωφρενικές της εμφανίσεις με τα παραμορφωτικά των κουντεπιέ τακούνια του Αλεξάντερ Μακουίν, αλλά και το φόρεμα από ωμό βοδινό κρέας που έβαλε στα βραβεία του MTV το 2010, μεταξύ άλλων, της χάρισαν μια θέση στις απανταχού «Βίβλους» της μόδας. Παράλληλα, κάτι έλειπε από τη ζωή της: η αληθινή αγάπη, που τη βρήκε πριν από τέσσερα χρόνια στο πρόσωπο του, πλέον, αρραβωνιαστικού της Μάικλ Πολάνσκι.
Μια σταρ γεννιέται
Ήταν ένα κορίτσι από «καλή» οικογένεια η Lady Gaga. Οι γονείς της, αμφότεροι ιταλικής καταγωγής, παρότι προέρχονταν από εργατικό υπόβαθρο, είχαν καταφέρει να βγάλουν αρκετά χρήματα για να ζουν μια ζωή με ανέσεις και να μπορούν να στηρίξουν την εκπαίδευση και την προσωπική καλλιέργεια της κόρης τους. Την έστειλαν σε ιδιωτικό, καθολικό σχολείο θηλέων –οι συμμαθήτριες και οι καθηγητές της την έχουν περιγράψει ως εξαιρετικά καλή μαθήτρια, απόλυτα πειθαρχημένη και αφοσιωμένη στους στόχους της, αλλά και με προκλητική συμπεριφορά– ενώ ενθάρρυναν την έφεσή της στις τέχνες. Πριν καν κλείσει τα δεκαοκτώ, λοιπόν, η Gaga βρέθηκε να μένει στη φοιτητική εστία του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, καθώς είχε γίνει κατ’ εξαίρεση δεκτή σε μια μουσική σχολή του Tisch School of the Arts (τα ετήσια δίδακτρά του υπολογίζονται, περίπου, σε πενήντα χιλιάδες δολάρια). Παράλληλα με τα μαθήματά της έπαιρνε μικρούς, ασήμαντους ρόλους σε θεατρικά και τηλεοπτικά σόου. Σπούδαζε και προσπαθούσε να γίνει διάσημη – προσπαθούσε να γίνει διάσημη και σπούδαζε. Στο δεύτερο έτος, ενώ είχε ήδη παραδώσει μια ακαδημαϊκή εργασία για τον Ντάμιεν Χιρστ, αποφάσισε να παρατήσει το Tisch, για να εστιάσει στην καριέρα της στη μουσική βιομηχανία. Στα δεκαεννιά της, βρήκε παραγωγό να την αναλάβει. Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαν καθόλου καλά. Την κλείδωσε σε ένα στούντιο, τη βίασε και την άφησε έγκυο πριν την «πετάξει στο πατρικό της» (μια έκφραση που χρησιμοποίησε η ίδια όταν μίλησε δημόσια γι’ αυτή της την εμπειρία), ενώ ήταν άρρωστη και έκανε εμετούς.
Δεν το έβαλε κάτω και πολύ σύντομα έφτιαξε όνομα παίζοντας ηλεκτροπόπ μουσική στα κλαμπ του νοτιοανατολικού Μανχάταν. Βρήκε νέο παραγωγό, υπέγραψε με την Def Jam. Ήταν Σεπτέμβριος του 2006. Τρεις μήνες μετά, τα «αφεντικά» της δισκογραφικής της τής έδειξαν την πόρτα της εξόδου. Γύρισε για δεύτερη φορά στο πατρικό της. Αφού ανασυντάχθηκε, άρχισε να δίνει σόου με την ντι τζέι, μουσικό και περφόρμερ Lady Starlight, η οποία τη βοήθησε να αναπτύξει περαιτέρω την καλλιτεχνική περσόνα και το σύμπαν της Lady Gaga, στην οποία είχε ήδη αρχίσει να μεταμορφώνεται. Δικτυώθηκε περισσότερο, ξαναμπήκε στη δισκογραφία και τον Απρίλιο του 2008 κυκλοφόρησε το Just dance, το σινγκλ που την έκανε διάσημη, ως προπομπό του ντεμπούτου της άλμπουμ, Fame. Παρότι το τραγούδι έγινε μέγκα επιτυχία, σε καμία περίπτωση δεν προμήνυε την κατακλυσμιαία επιτυχία που θα βίωνε σε μερικούς μήνες. Στο βιντεοκλίπ του, τα πλατινέ της μαλλιά θύμιζαν εκείνα της Ντονατέλα Βερσάτσε (το 2012 θα κυκλοφορούσε ένα τραγούδι με το όνομά της), η επιδερμίδα της ήταν ψεύτικα μαυρισμένη, φορούσε γκριζογάλανους φακούς επαφής πάνω από τα καστανοπράσινα μάτια της. Ήταν ένα ακόμη από τα πολλά club kids της δεκαετίας του 2000.
Το κορίτσι των πάρτι
Το γκελ της αποδείχθηκε άνευ προηγουμένου. Τα επόμενα βιντεοκλίπ της, που ήταν πιο σημαντικά από τα τραγούδια της –το LoveGame, το Poker Face και, κυρίως, το Paparazzi–, ήταν υπερπαραγωγές. Ξεδίπλωναν την αισθητική της, άρεσαν όσο τίποτε άλλο εκείνη την εποχή και αποτέλεσαν μια επένδυση που απέδωσε με την επανακυκλοφορία του ντεμπούτου της, υπό τον τίτλο The fame monster. Tα οκτώ νέα τραγούδια του, ανάμεσά τους το Bad romance και το Alejandro, έγιναν διαθέσιμα και σε EP. Με αυτόν τον «ενάμιση» δίσκο έχει ήδη αποκτήσει τεράστιο φαν κλαμπ. Προσωπικά, με έχει ξετρελάνει. Οι θαυμαστές της την αποκαλούν Mother Monster και εκείνη αναφέρεται σε αυτούς ως «little monsters». Τα τραγούδια της μιλούν για την ελευθερία, το σεξ, την αυτοδιάθεση, τη διασημότητα. Όλα τα γκέι αγόρια που συναναστρεφόταν τότε θέλουν να την κάνουν φίλη τους – να την ντύνουν, να τη βάφουν, να τη χτενίζουν, να καταναλώνουν μαζί της τέχνη, να τη συμβουλεύουν και να τη συμβουλεύονται, να χορεύουν στα βιντεοκλίπ και τα σόου της. Η ίδια αναγνωρίζει ότι ένα μεγάλο κομμάτι αυτού που έγινε το οφείλει στη στήριξη που έλαβε στην αρχή της καριέρας της από τη ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητα.
Το 2011 κυκλοφορεί το, ακόμα καλύτερο, δεύτερο άλμπουμ της, το Born this way, που έβγαλε μέγκα χιτ όπως το Judas, το Marry the night, το Bloody Mary και το The edge of glory, ενώ τον Νοέμβριο του 2013 ακολουθεί το Artpop, με πρώτο σινγκλ το Applause. Το εξώφυλλο του άλμπουμ το σχεδιάζει ο Τζεφ Κουνς, πάνω στον οποίο η Lady Gaga είχε «χιμήξει» κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης το 2010, για να τον γνωρίσει. Την ίδια πάνω κάτω εποχή, στο MoMA, βλέπει από κοντά ένα άλλο είδωλό της, τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Είναι η περίοδος που μοιάζει να θέλει να παντρέψει με κάθε επισημότητα τη μουσική της με τις εικαστικές πρωτοπορίες. Τρεις μήνες, δε, πριν από την κυκλοφορία του Artpop, κάνει την εμφάνισή του στο διαδίκτυο το, ενδεχομένως, πιο παράξενο και όμορφο βίντεο στο οποίο «πρωταγωνιστεί», το The Abramovic method practiced by Lady Gaga, ενώ λίγο αργότερα παραχωρεί στη Σέρβα πρωτοπόρο της περφόρμανς αρτ μια συνέντευξη που γίνεται cover story στο V Magazine.
Το μέχρι τότε καλλιτεχνικό της σύμπαν γινόταν αμέσως αναγνωρίσιμο ως «ολόδικό της» και την ίδια στιγμή μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει σε αυτό τα υλικά από τα οποία ήταν φτιαγμένο. Η Lady Gaga «πάταγε» στην παρακαταθήκη του Ντέιβιντ Μπόουι, της Γκρέις Τζόουνς, της Μαντόνα, της Σερ και της Λάιζα Μινέλι, μεταξύ άλλων, ενώ οικειοποιούνταν την αισθητική πρωτοπόρων εικαστικών.
Στο βιντεοκλίπ του Born this way, για παράδειγμα, πολύ πριν από τη φωτογενή φιλία της με την Αμπράμοβιτς, εμφανιζόταν να κινείται πάνω σε κατασκευές που έμοιαζαν με τους εξωσκελετούς του Stelarc, ενώ η αισθητική του έμοιαζε παρμένη από έργα της ORLAN, η οποία το 2013 κατέθεσε μήνυση εναντίον της για κλοπή της καλλιτεχνικής και πνευματικής της ιδιοκτησίας. Η υπόθεση έκλεισε οριστικά το 2018, υπέρ της Gaga.
Μετά το Artpop, το χάος
Ακολούθησε στροφή 180 μοιρών στα πάντα, εκτός από τη σχέση της Gaga με τη μόδα, καθώς σε αυτό το πεδίο παρέμεινε πιστή στην υπερβολή. Τα ντουέτα της με τον Τόνι Μπένετ (το πρώτο κοινό άλμπουμ τους κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2014, το δεύτερο το 2021, δύο χρόνια πριν ο Μπένετ μετοικήσει εις τόπον χλοερόν) γνώρισαν μεν επιτυχία, αλλά στα αυτιά όσων την είχαν αγαπήσει από τον φρέσκο ήχο των πρώτων της άλμπουμ, μεταξύ των οποίων και στα δικά μου, δεν είχαν τίποτα να προσθέσουν στην εξέλιξη της ποπ μουσικής, σε αντίθεση με τα τρία πρώτα της άλμπουμ που επηρέασαν ένα μεγάλο κομμάτι της μουσικής παραγωγής της εποχής τους. Παρ’ όλα αυτά, η Gaga τότε δήλωνε πως, αν δεν είχε γνωρίσει τον Μπένετ, θα είχε εγκαταλείψει για πάντα τη μουσική βιομηχανία. Το 2016 έβγαλε το τέταρτο στούντιο άλμπουμ της, το Joanne, που πάλι, προσωπικά, μου ακουγόταν «λίγο» σε σχέση με ό,τι είχε ήδη κάνει. Την επόμενη χρονιά έγινε διαθέσιμο στο Netflix το ντοκιμαντέρ Gaga: Five foot two, στο οποίο, κατά περίπτωση, απεικονίζεται «ένα μάτσο χάλια». Καπνίζει αρειμανίως μαριχουάνα, κλαίει ασταμάτητα, κατηγορεί τη Μαντόνα για αγενή συμπεριφορά, υποφέρει από ινομυαλγίες. Κι ας τα πηγαίνει εμπορικά περίφημα, με ό,τι κι αν καταπιάνεται. Το 2018 συμπρωταγωνιστεί στο Ένα αστέρι γεννιέται με τον Μπράντλεϊ Κούπερ και λαμβάνει θερμές κριτικές. Το επιτυχημένο του σάουντρακ μου φαίνεται υπερβολικά «ήσυχο». Το 2020 επιστρέφει στη «φασαρία» και στις «πρωτοπορίες» με το άλμπουμ Chromatica, χωρίς, όμως, να σηκώσει το hype που σήκωνε δέκα χρόνια πριν.
Οι βραβεύσεις και οι διακρίσεις, βέβαια, δεν σταμάτησαν στιγμή – συνολικά στην καριέρα της έχει κερδίσει δεκατρία Γκράμι, ένα Όσκαρ, δύο Χρυσές Σφαίρες και έχει σπάσει δεκαέξι ρεκόρ Γκίνες, ενώ τον Φεβρουάριο του 2017 μονοπώλησε το σόου του Super Bowl και τον Ιανουάριο του 2021 τραγούδησε τον εθνικό ύμνο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την τελετή ορκωμοσίας του Τζο Μπάιντεν. Αργότερα την ίδια χρονιά, πρωταγωνίστησε με νεύρο στον Οίκο Gucci, που σκηνοθέτησε ο Ρίντλεϊ Σκοτ. Φέτος το καλοκαίρι, βέβαια, το μίνι σόου της κατά την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι, όπου τραγούδησε το Mon truc en plumes της Ζιζί Ζανμέρ, φάνηκε «προχειροδουλειά» και επισκιάστηκε από τη διαρροή της είδησης του αρραβώνα της με τον επιχειρηματία Μάικλ Πολάνσκι – κάτι που λειτούργησε υπέρ της. Κι αυτό διότι έτσι γνωρίσαμε την «ερωτευμένη και κατασταλαγμένη Gaga» λίγο πριν από την ολική επανατοποθέτησή της στη σόουμπιζ, με τη συμμετοχή της ως Χάρλεϊ Κουίν στο Τζόκερ: Τρέλα για δύο, το «κινηματογραφικό γεγονός» του φθινοπώρου, στο πλευρό του Τζόκερ-Χοακίν Φίνιξ.
Τρελή για δύο
Η παγκόσμια πρεμιέρα του φιλμ έγινε στις 4 του μήνα, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Το χειροκρότημα που ακολούθησε ήταν παρατεταμένο, η ερμηνεία της όμως περιγράφηκε, μεταξύ άλλων, ως συγκρατημένη. Δεν πειράζει. Στην Ελλάδα θα τη δούμε στις 3 Οκτωβρίου και ο καθένας μας θα κρίνει μόνος του. Την επομένη της εξόδου της ταινίας στις αίθουσες, δε, θα κυκλοφορήσει το σάουντράκ της, ενώ μέσα στον ίδιο μήνα θα βγει και το σινγκλ-προπομπός του επερχόμενου, έβδομου στούντιο άλμπουμ της, που έχει προγραμματιστεί για τον Φεβρουάριο του 2025, θα φέρει τον τίτλο LG7 και η Gaga έχει δηλώσει ότι έρχεται από «ένα μέρος ευτυχίας». Ίδωμεν.
Μετά την πρεμιέρα του Τζόκερ: Τρέλα για δύο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το χειροκρότημα ήταν παρατεταμένο. Η ερμηνεία της όμως περιγράφηκε, μεταξύ άλλων, ως συγκρατημένη.
Εν τω μεταξύ, στις 16 Αυγούστου, στα απόνερα της εμφάνισής της στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κυκλοφόρησε το Die with a smile, το ντουέτο της με τον Μπρούνο Μαρς, που έφτασε στην πρώτη θέση του παγκόσμιου τσαρτ του Billboard. Ομολογώ ότι δεν με ενθουσίασε το να τη βλέπω να παριστάνει την Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, αν και η γνώμη μου, ως «προδομένου φαν» των πρώτων της άλμπουμ, δεν έχει καμία σημασία.
Ίσως η Lady Gaga την τελευταία δεκαετία να θέλει να αποδείξει ότι δεν είναι ένα προβληματικό και προβληματισμένο club kid, ότι δεν είναι μια «αλλόκοτη αρτίστα» που σνομπάρει τη μέινστριμ ψυχαγωγία. Ίσως το να βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της εξέλιξης της ποπ μουσικής να μην είναι αυτό που την κάνει ευτυχισμένη. Ίσως να θέλει να διευρύνει το καλλιτεχνικό της σύμπαν. Ίσως και να της τελείωσε η «φάση Lady Gaga», ίσως απλώς να κρατάει το stage name με το οποίο ενσάρκωσε το avant pop πρότζεκτ της και μέσα της να νιώθει πως είναι η Στέφανι Τζοάν Αντζελίνα Τζερμανότα, ο πραγματικός της εαυτός, που γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου του 1986 στο Μανχάταν, είχε ταλέντο, δούλεψε σκληρά και έγινε διάσημη. Παρ’ όλα αυτά, ως Χάρλεϊ Κουίν, θέλω να πάω να τη δω. Για να δω αν η τρέλα του ρόλου επανέφερε τη σπιρτάδα στο βλέμμα της.