Ποτέ την Κυριακή

2' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ποτέ την Κυριακή». Την ομώνυμη ταινία του Ζυλ Ντασσέν με τη Μελίνα Μερκούρη, που γυρίστηκε έναν χρόνο μετά τη γέννησή μου, το 1960, και χάρισε στον Μάνο Χατζιδάκι το Οσκαρ τραγουδιού για «Τα παιδιά του Πειραιά», ή την είδα και την έχω ξεχάσει ή δεν την έχω δει ποτέ. Ο τίτλος της, όμως, μου έχει σφηνωθεί στο μυαλό απ’ όταν ήμουν παιδί.

‎‏Τι σήμαινε για μένα το «ποτέ την Κυριακή»; Απλούστατα ότι τις Κυριακές δεν κάνεις όλα όσα κάνεις τις καθημερινές. Μια αργία λιγότερο επίσημη από τις μεγάλες αργίες των εορτών. Μια μικρή αργία που επανέρχεται κάθε επτά ημέρες. Μιλάμε για ένα είδος ετεροκαθορισμού ή αρνητικού προσδιορισμού της Κυριακής, για μια εις άτοπον απαγωγή της.

‎‏Ποτέ την Κυριακή δεν τη συνέδεσα με εκδρομές. Ή με την εκκλησία. Παιδί, κάποια πρωινά της, με πήγαιναν οι γονείς μου στο κουκλοθέατρο, να δω τον Μπαρμπα-Μυτούση και τ’ ανίψια του, τον Κλούβιο και τη Σουβλίτσα. Θυμάμαι το δώρο, φεύγοντας από το «Ρεξ», ένα μπουκαλάκι με σαπουνόνερο, όπου βουτούσες μια άκαμπτη θηλιά, μες στην οποία φυσούσες μετά και γεννιόντουσαν ιριδίζουσες σαπουνόφουσκες.

‎‏Οι Κυριακές και τ’ απογεύματά τους ταυτίζονται μέσα μου προπαντός με την ακρόαση των ποδοσφαιρικών αγώνων από το ραδιόφωνο. Και για την ακρίβεια, με τη μελαγχολία που μου προκαλούσε πάντα η ακρόασή τους, ίσως κι επειδή ουδέποτε υπήρξα φίλαθλος, ούτε καν έπαιζα με τ’ άλλα παιδιά μπάλα. Πάντως, ακούγοντας τις ιαχές από τις κερκίδες και τις αγωνιώδεις περιγραφές των εκφωνητών, με κατέκλυζε μια απερίγραπτη στενοχώρια. Κυρίως επειδή από την επομένη η αργία θα έπαιρνε τέλος και θ’ άρχιζε ξανά η εβδομάδα, που για τους μικρούς σήμαινε σχολείο και για τους μεγαλύτερους δουλειά.

‎‏Ιδιαίτερη μνεία οφείλω και στη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη, τον εναλλακτικό, εάν όχι τον αληθινό, εθνικό μας ύμνο. Ή, έστω, το κορυφαίο λαϊκό τραγούδι μας. Γιατί μου φαίνεται ότι καθρεφτίζει αντιπροσωπευτικότερα όλων τη συλλογική ψυχή μας, η οποία, αν και παραμένουμε ένας εξωστρεφής λαός σε έναν ηλιόλουστο τόπο, εκφράζεται πιο εύγλωττα μέσα από λυπητερά τραγούδια, που συνήθως περιστρέφονται γύρω από τον πόνο, ερωτικό ή άλλο.

‎‏Εδώ και είκοσι τόσα χρόνια, σχεδόν από τότε που γεννήθηκε η κόρη μου, πηγαίνω τις Κυριακές στο πατρικό μου, στο Περιστέρι, για το μεσημεριανό τραπέζι. Κάτι ανάμεσα σε έθιμο και ψυχαναγκασμό, που μπορεί να ευχαριστεί τη μητέρα μου, αλλά μερικές φορές ενοχλεί την αδελφή μου, κάποτε και τη γυναίκα μου, μέχρι και την κόρη μας. Ομως εγώ το χαίρομαι, ιδίως από το 2008 που πέθανε ο πατέρας μου, κι όλο λέω μέσα μου: Ποιος ξέρει αν θα την ξαναδώ τη μάνα μου την επόμενη Κυριακή! 

‎‏Τώρα πια η φράση «ποτέ την Κυριακή» μού θυμίζει το αντίθετο του «για πάντα» που λεν οι ερωτευμένοι. Μου φέρνει στον νου την ημέρα που δεν θα υπάρχει όχι μόνο η μητέρα μου, αλλά κι εγώ ο ίδιος. Ποτέ την Κυριακή, αλλά ποτέ και τις καθημερινές. Ή, όπως το θέτει ο τίτλος του αγαπημένου μου βιβλίου του Ηλία Πετρόπουλου, της τρομερής ποιητικής του συλλογής: «Ποτέ και τίποτα». ■

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή