Οι Κυριακές του ’70

2' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι Κυριακές της δεκαετίας του εβδομήντα άφηναν πάντα πίσω τους ένα μαγνάδι μελαγχολίας που η παιδική μας ψυχή γύρευε μάταια να εξηγήσει. Η χώρα ξυπνούσε τότε από τον μακρόσυρτο εφιάλτη της και οι αγαθοί γίγαντες της Αριστεράς άνοιγαν ξανά τα μάτια μετά τη χειμερία νάρκη τους. Μεταπολίτευση· οι εξεγερμένοι στίχοι του Ρίτσου και του Λειβαδίτη ηχούσαν παράξενα στα χείλη των λαϊκών τραγουδιστών. Μαθαίναμε τον Θεοδωράκη από την αρχή – περισσότερο σαν μύθο και λιγότερο ως μουσικοσυνθέτη. Τα κυριακάτικα πρωινά σέρναμε τα πόδια μας στις χαλικόστρωτες αλάνες, κυνηγώντας την μπάλα για τη δόξα της μικρής μας γειτονιάς. Μακρόθυμες κυρίες που επέστρεφαν από την εκκλησία κουνούσαν με κατανόηση το κεφάλι σαν να ήταν οι μόνοι θεατές.

Τα μεσημέρια στο οικογενειακό τραπέζι μάς έφερνε κοντά η λαχταριστή μυρωδιά καλομαγειρεμένου φαγητού. Ευχαρίστως, νομίζω, θα μεταφερόμασταν χορτάτοι πια στο πρωινό της Δευτέρας, έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την απαράλλαχτη καθημερινότητα· αλλά ο χρόνος δεν μας έκανε τη χάρη και έπρεπε πάντα να βρίσκουμε κάτι για να γεμίσουμε το άχαρο απόγευμα.

Έδινα δίκιο στη μάνα μου που έλεγε πως οι άντρες είχαν συνεχώς το μυαλό τους στο τόπι. Μικροί μεγάλοι αφουγκράζονταν την αγωνία του σπορτκάστερ από το βραχνό τρανζίστορ. Η λαχανιασμένη του φωνή κυνηγούσε τις φάσεις από εστία σε εστία ενενήντα ολόκληρα λεπτά. Από τις διακυμάνσεις της φτιάχναμε στη φαντασία μας μάχες ποδοσφαιρικές. Ο μεγάλος μου αδερφός, που ήθελε πάντοτε να ξεχωρίζει, διάβαζε εκείνη την ώρα τα βιβλία του Καμύ και απαντούσε στους επικριτές του: «Μάθετε λοιπόν πως ο συγγραφέας ήταν στα νιάτα του τερματοφύλακας!». Λες και έπρεπε με κάποιον τρόπο να δικαιολογηθεί. Ακολουθώντας το παράδειγμά του, άρχισα κάποιο κυριακάτικο απόγευμα να διαβάζω τον «Ξένο» και διαπίστωσα πως στις πρώτες κιόλας σελίδες υπήρχε μια αναφορά σε ποδοσφαιρικό αγώνα.

«Είδες που σου τα ’λεγα;» μου τόνισε ενθουσιασμένος ο αδερφός μου. Ο Καμύ είχε τις δικές του Κυριακές μέσα σε αυτό το βιβλίο, γεμάτες θλίψη και μελαγχολία με φόντο τη Μεσόγειο. Προφανώς οι Κυριακές, είτε στην πραγματικότητα είτε στη λογοτεχνία, είναι εξίσου μελαγχολικές. Από την άλλη ηχούσε πάντα εξωφρενικά στα αυτιά μου, υπό τους ήχους της λαϊκής ορχήστρας, η αντίθεση των στίχων «Σαββάτο βράδυ μου έμορφο»… «κι ο Χάροντας να ’ρχονταν μια Κυριακή το βράδυ». Κάποιοι αδικούσαν τις χάρες του κυριακάτικου απογεύματος. Έτσι λέω καθώς ατενίζω από το μετερίζι του σήμερα τις Κυριακές του εβδομήντα στις παλιές φωτογραφίες. Τα χαμόγελα στα ατίθασα μουτράκια μας δεν ταιριάζουν καθόλου με την τσάκιση στο παντελόνι του πατέρα ή με τις ευθύγραμμες πιέτες στο φόρεμα της μητέρας. Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως η μελαγχολία για την οποία μιλώ είναι βγαλμένη περισσότερο από τις σελίδες των βιβλίων και λιγότερο από την πραγματικότητα. Μήπως η μνήμη μεροληπτεί άλλη μια φορά; ■

* Ο Δημήτρης Στεφανάκης είναι συγγραφέας και το νέο του μυθιστόρημα «Ευτυχισμένες οικογένειες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή