Περί ζωής, αφοσίωσης και φωτιάς, με έναν ψήστη των Αγράφων

Περί ζωής, αφοσίωσης και φωτιάς, με έναν ψήστη των Αγράφων

Ένα ρεπορτάζ του Γαστρονόμου με βετεράνους μάγειρες εξελίχθηκε πολύ διαφορετικά από από αυτό που περιμέναμε κι έκανε τη ζωή μας λίγο πιο φωτεινή.

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Βασίλης Κορομπίλιας είναι κοντά στα 80. Φαίνεται μεγαλύτερος όπως πολλοί της γενιάς του, η ζωή δεν ήταν ποτέ εύκολη άλλωστε γι’ αυτούς. Είχε χαρές βέβαια, αλλά εύκολη δεν ήταν. 

«Μην ψάχνεις κανόνες και μυστικά, αφοσίωση θέλει, να αγαπήσεις κάτι πρώτα, κι έπειτα πια να καταπιαστείς μ’ αυτό. Και ν’ ακούς τη φωτιά».

Ο κύριος Βασίλης θυμάται σκηνές από μια ζωή, πάνω κάτω κοινή όλων των ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας της γενιάς του, από την εποχή του Πολέμου κι ύστερα.Τα κουβεντιάζουμε δίπλα στη φωτιά, στην ταβέρνα του στις όχθες της λίμνης Πλαστήρα, πίνοντας από ένα φλιτζάνι καφέ ελληνικό. Εξω έχει πέσει η βαριά, γνώριμη ομίχλη της λίμνης.

Φόβος, σκοτωμοί, Εμφύλιος, «μην τα γράψεις αυτά, άστα, πέρασαν», λέει με ασυνήθιστα σοβαρό ύφος. Δεν θα τα γράψω, θα πικραινόταν. 

Η περιπέτεια της ζωής του θα έκανε τους σεναριογράφους των πιο δημοφιλών σειρών της τηλεόρασης σήμερα να χλωμιάσουν. Οικογένεια κυνηγημένη αλλά περήφανη και σταθερή σαν τα Άγραφα, σκληρή δουλειά, απώλειες, πόνοι ανείπωτοι. Κι εκείνος, δουλειά, δουλειά, δουλειά. Σε ορυχεία, στις γαλαρίες του Λαυρίου, στο Φράγμα του Πλαστήρα, στο υδροηλεκτρικό στην Πτολεμαΐδα. Επιστροφή στα πάτρια αγραφιώτικα χώματα και γνωριμία με την ψησταριά που για χρόνια κουμαντάριζαν ο πατέρας του και η μάνα του. 

Τα μυστικά του ψησίματος από έναν έμπειρο ψήστη

Θυμάται, αλλά δεν θέλει να μιλάει. Πίνει μια γερή γουλιά καφέ και σηκώνεται απ’ την καρέκλα με απροσδόκητη ζωηράδα. «Πιάσαμε την κουβέντα και δεν ξεκινήσαμε ακόμη τα ψησίματα!», φωνάζει εύθυμα και τρέχει στο καταφύγιό του: το γυάλινο δωματιάκι της ψησταριάς, δίπλα από την κουζίνα και τη σάλα της ταβέρνας του. Τσιγκέλια γεμάτα ζωηρόχρωμα κρέατα, λουκάνικα δικά του, χειροποίητα, αγραφιώτικα, πετσέτες, πιρούνες, σπάτουλες, όλος ο κόσμος της ψησταριάς κρέμεται από τούτα τα τσιγκέλια που διαφεντεύει ο κύριος Βασίλης. 

Σκέφτομαι ότι αυτή η ψησταριά έχει γιατρέψει όλες του τις πληγές. Κάθε μέρα που οργανώνει ψώνια στην πόλη, διαλέγει τα κρέατα, κάνει τα κοψίματα, τα αλατίσματα, τα ψησίματα, γεμίζει ζωή και χαρά. «Δεν με χρειάζονται τα παιδιά εδώ, μια χαρά κρατάνε την ταβέρνα η κόρη κι ο γαμπρός μου. Εγώ μπλέκομαι στα πόδια τους, αλλά μακριά από την ψησταριά, δεν  μπορώ. Τ’ αγαπάω το ψήσιμο, το έχω μέσα στην καρδιά μου», λέει με παιδικό ενθουσιασμό.

View this post on Instagram

A post shared by Γαστρονόμος (@gastronomos_)

Ηρθα στο μαγαζί του να μάθω τα μυστικά του ψησίματος από έναν έμπειρο ψήστη, βετεράνο και μέγα μάστορα της καλής χωριάτικης σχάρας, κι έμαθα τελικά ότι δεν υπάρχει κανένα μυστικό που να μην ορίζεται από την κοινή λογική. Κοντά σε ανθρώπους σαν το κύριο Βασίλη ανοίγει ένα παραθυράκι συναισθηματικής κατανόησης των πραγμάτων. Ο κύριος Βασίλης, πέρα από τη πρώτη ύλη, που το έμπειρο μάτι του ξέρει να ξεχωρίζει από χιλιόμετρα, έβαλε απλώς την πλήρη αφοσίωση στο ψήσιμο και το σέβας του στη φωτιά. Το δείχνει όταν σε κοιτάει με μάτια γελαστά: «Μην ψάχνεις κανόνες και μυστικά, αφοσίωση θέλει, να αγαπήσεις κάτι πρώτα, κι έπειτα πια να καταπιαστείς μ’ αυτό. Και ν’ ακούς τη φωτιά».

Με τους παππούδες αυτού του τεύχους, φέρνουμε τη σκέψη μας σε όλους όσοι δεν είναι πια μαζί μας.

Καμαρώνει και για το τσίπουρό του, που φτιάχνει μόνος του με τα Μοσχάτα του. Μου λέει ξανά για τη Νεβρόπολη, την κοιλάδα που τη σκέπασε η λίμνη και για το κρυφό, νυχτερινό αεροδρόμιο που είχαν στήσει οι αντάρτες στον πόλεμο, βάζοντας και βγάζοντας δέντρα κάθε βράδυ για να κατεβαίνουν τα συμμαχικά αεροπλάνα και να ρίχνουν εφόδια. Καμαρώνει για τον τόπο του αλλά όχι με λόγια. Τον αγαπάει μένοντας στα χώματά του και κάνοντας όποιον πατά το πόδι του εκεί, περαστικό και ταξιδιώτη, να τ’ αγαπήσει κι αυτός, έχοντας σαν πρόσωπο αναφοράς τον κύριο Βασίλη. 

Την ιστορία του τόπου και του μαγαζιού του προσπαθήσαμε σε λίγες σελίδες να περιγράψουμε σε ένα από τα πιο συναισθηματικά φορτισμένα τεύχη του Γαστρονόμου που βγάλαμε ποτέ, αποφεύγονας, αν και δύσκολα, τους μελοδραματισμούς. Οι δικοί μας παππούδες, οι περισσότεροι, έχουν πια φύγει. Από κάποιους από εμάς, έχουν φύγει και οι πατεράδες, κι έτσι με τους παππούδες αυτού του τεύχους, φέρνουμε τη σκέψη μας σε όλους όσοι δεν είναι πια μαζί μας αλλά βρίσκονται σταθερά με κάθε μικρή και μεγάλη αφορμή στην καρδιά μας. 

Διαβάστε το αναλυτικό ρεπορτάζ για τον Βασίλη Κορομπίλια στον «Γαστρονόμο» που κυκλοφορεί αυτή την Κυριακή με την Καθημερινή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή