«…όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι»

«…όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι»

1' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η ίδια η ποίησή του», έλεγε ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, «είναι γεμάτη γραμμές θαρραλέες, αλλά και χρώματα, και ύλες, και αισθήσεις. […] «…ένα αληθινό θησαυροφυλάκιο από λεπτότατες αισθήσεις, αισθήσεις του στιλπνού, του θαμπού, του μεταξένιου, του μάλλινου, του μετάλλινου, της σαπίλας, της ξεραΐλας και του ανθηρού. Τέλος, ένα πλήθος ακριβές αισθήσεις που μόνον η αγνή ψυχή των παιδιών μπορεί να συλλαμβάνει τέλεια».

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε στίχους ρωμαλέους και επικούς. Τραγούδησε τους λαϊκούς αγώνες των ανθρώπων. Δεν έμεινε θεατής της ιστορίας, πήρε μέρος σ’ αυτήν και μίλησε για τα άδικα του καιρού του, τα πολέμησε με τη ζωή και την πένα του. Όμως έγραψε και πολύτιμους λυρικούς στίχους, τραγούδησε τον έρωτα, τα συναισθήματα, την ομορφιά. Κάποτε έγραψε και για ένα όνειρο…

Στις λέξεις του μοιάζει σαν να «αποθήκευσε» την αθωότητα αλλά και τη νοσταλγία για τις σκανταλιές και την ξεγνοιασιά της παιδικής του ηλικίας. Από αυτό το «όνειρο» αναβλύζουν μυρωδιές και χρώματα που μας καλούν σε περιπέτειες, σε απρόβλεπτες συναντήσεις με τη χαρά και την ανακάλυψη. Σε αυτό ο Γιάννης Ρίτσος «ονειρεύτηκε» πως ήταν πάλι παιδί.
 

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (απόσπασμα)
Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει
ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια
τραγουδούσαν κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι
που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν
με τον ήλιο.
Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέ-
    πουν στα νερά τη σκιά τους, κ’ ήτανε σαν αγάλματα μικρά
    της ερημιάς και της γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κ’ έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι
     όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου
     πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις
     άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύ-
     χτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή