Ουφ! Stop in the name of love

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οι θεοί κουράστηκαν, οι αετοί κουράστηκαν, η πληγή κουρασμένη επουλώθηκε». Έτσι παρουσιάζει ο Κάφκα τον μύθο του Προμηθέα σε ένα αφήγημά του. Μήπως αυτό συμβεί και με εμάς; Όταν κουραστούμε αρκετά, θα επουλωθούν και οι πληγές μας; Ίσως η ίαση προϋποθέτει την κόπωση.

Όταν ξέσπασε η υγειονομική κρίση, μετά το πρώτο σοκ, τον φόβο, την αμφιβολία, την προσαρμογή, είχαμε να αντιμετωπίσουμε την πλήξη: «την επιθυμία για επιθυμίες», σύμφωνα με τον Τολστόι. Καθώς οι μέρες συσσωρεύονταν, οι μετακινήσεις περιορίζονταν, η καθημερινότητα αναστελλόταν, ο καθένας μας έμενε, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Ο χώρος μας είχε συσταλεί, ο χρόνος όμως είχε διασταλεί σε βαθμό αμηχανίας. Εξ ου και η πυρετώδης, και μάλλον μάταιη, προσπάθεια να τον «αξιοποιήσουμε»: Πόση κουλτούρα μπορεί να καταναλώσει διαδικτυακά ο άνθρωπος; Πόσα προγράμματα γυμναστικής να χωρέσουν σε μία μέρα; Πόσα online μαθήματα ξένων γλωσσών;

«Κάθε ενήλικος θυμάται, ανάμεσα σε άλλα, τη μεγάλη ανία της παιδικής ηλικίας. Στη ζωή κάθε παιδιού τρυπώνει η κατάρα της πλήξης: αυτή η κατάσταση ματαιωμένης προσδοκίας, όπου όλα αρχίζουν αλλά τίποτα δεν ξεκινά, αυτή η διάθεση γενικευμένης ταραχής, η οποία περιέχει την πιο παράλογη και παράδοξη ευχή, την ευχή για επιθυμία», γράφει ο ψυχαναλυτής Άνταμ Φίλιπς.

Η πλήξη όμως οδηγεί ενίοτε στην ενδοσκόπηση, καταλήγει συχνά σε κάτι ελπιδοφόρο, κινητοποιεί μια διάθεση δημιουργίας, αλλαγής. «Η πλήξη, για τον Benjamin, είναι ένα ζεστό γκρίζο ύφασμα, που η φόδρα του είναι από πολύχρωμο και αστραφτερό μετάξι και με το οποίο τυλιγόμαστε όταν ονειρευόμαστε. […] Κουρνιάζουμε στα αραβουργήματα της φόδρας του».* Στη σημερινή συνθήκη μόνο για βαρεμάρα δεν μπορούμε να γκρινιάξουμε: πότε κλείνουμε, πότε ανοίγουμε, πότε θα κλείσουμε αν ανοίξουμε… Γενικώς δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Αυτό που κυριαρχεί σήμερα δεν είναι η δημιουργική ή μη απραξία, είναι η κόπωση.

Η ζωή εν μέσω πανδημίας είναι –για τις γενιές που μεγάλωσαν μεταπολεμικά στη Δύση τουλάχιστον– πρωτοφανής: έχει επιφέρει μαζικά τα πιο ακραία μέτρα βιοπολιτικού ελέγχου στην ιστορία των δυτικών δημοκρατιών. Από αυτή την άποψη είναι μια ευκαιρία να αναρωτηθούμε για τις προτεραιότητες και τα όριά μας. Να σκεφτούμε πόσες παραχωρήσεις ήμασταν διατεθειμένοι να κάνουμε –και πόσες εν τέλει κάναμε– σε ελάχιστο διάστημα. Χωρίς προετοιμασία, χωρίς ατέρμονες συζητήσεις. Πόσες θυσίες, πόσους περιορισμούς δεχτήκαμε σχετικά αγόγγυστα. Πώς αναστείλαμε χωρίς δεύτερη σκέψη ταξίδια, δουλειές, καταναλωτικές συνήθειες, κοινωνικούς αυτοματισμούς, το ίδιο το ανθρώπινο άγγιγμα, από τη μία μέρα στην άλλη. Πώς φίλοι, συγγενείς και αγαπημένοι μετατράπηκαν σε οθόνες – συμβατικές φυσικά, όχι οθόνες αφής. Όλα αυτά για μια απειλή, τότε ακόμη αρκετά απομακρυσμένη και ασαφή.

Αλλά και σήμερα –με την εξαίρεση των συνωμοσιολόγων και των κάθε λογής αρνητών– και παρά την κόπωση, η διάθεση κοινωνικής ομοψυχίας κυριαρχεί. Είναι  στάση υπεύθυνη, αλλά είναι και φυσική; Είναι τόσο αυτονόητη; Και μήπως, αντί απλώς να την υιοθετούμε ως συμμόρφωση, θα άξιζε να την επεκτείνουμε άμεσα; Η οικολογική κρίση μάς φαίνεται λιγότερο απειλητική; Οι οικονομικές ανισότητες λιγότερο κρίσιμες; Είναι πιο δύσκολο να στερηθούμε τα πλαστικά μπουκάλια, π.χ., από το να κλειστούμε στα σπίτια μας για μήνες; Να μη φάμε την τριακοσιοστή μπριζόλα φέτος, από το να ζούμε μασκοφορεμένοι; Να μην παραγγείλουμε το ενδέκατο «έξυπνο» κινητό μας από το να μην πηγαίνουμε σε συναυλίες; Ο Covid-19 μας φαίνεται πιο θανατηφόρος από την πείνα, τη δίψα, την καταστροφή των θαλασσών και την ερημοποίηση του πλανήτη; Ή πιστεύουμε μαζί με τον πρόεδρο Τραμπ πως «θα δροσίσει» τελικά; Και τι μας λέει το γεγονός πως ο Τζεφ Μπέζος αύξησε την ήδη αμύθητη περιουσία του κατά 65% στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ το ποσοστό των νοικοκυριών στις ΗΠΑ που δεν είχαν αρκετό φαγητό έφτασε στο 13%;

Γιατί δεν μπορούμε να κινητοποιηθούμε ως κοινωνίες με τα αυξημένα αντανακλαστικά που επιδεικνύουμε στην πανδημία; Και μάλιστα για ζητήματα ακόμα πιο απειλητικά; Αν κάναμε κάτι; Ή μάλλον αν κάναμε λίγο λιγότερα; Αν οι ξέφρενοι ρυθμοί μας τελικά δεν ταιριάζουν με τον ρυθμό του μόνου πλανήτη που έχουμε ακόμη;

«Η κόπωση σε ξανανιώνει, σε κάνει νέο, όπως δεν ήσουν ποτέ στην πραγματικότητα. Η κόπωση σαν το Περισσότερο του λιγότερο Εγώ. […] Και τώρα έλα να σηκωθούμε και να φύγουμε, έξω στους δρόμους, ανάμεσα στους ανθρώπους, για να δούμε μήπως στο μεταξύ μάς γνέφει κάποια μικρή κοινή κόπωση και τι έχει σήμερα να μας πει».** 

*  Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, «Η κοινωνία της κόπωσης», μτφ. Ανδρέας Κράουζε, εκδ. opera
**Πέτερ Χάντκε, «Περί κοπώσεως, μτφ. Μαρία Αγγελίδου», εκδ. Καστανιώτη

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή