Γράμμα από το εξοχικό

4' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου ανακαλεί μνήμες από τα παιδικά και εφηβικά καλοκαίρια της στο Μελίσσι Κορινθίας.

Στο Μελίσσι Κορινθίας πηγαίναμε από παιδιά. Φορτώναμε το Ρενό με επιτραπέζια, Μίκυ Μάους, τσόκαρα Scholl και περνάγαμε συγκλονιστικά τρίμηνα καλοκαίρια από το 1978 και μετά. Ο πατέρας μου ερχόταν το Σαββατοκύριακο, ξεχαρβαλωμένος από τη ζέστη και τις δύο δουλειές που έπρεπε να κάνει για να αγοράσει και να συντηρήσει παραθαλάσσιο εξοχικό. Τότε δεν είχαν κλιματισμό τα αυτοκίνητα. Κατέφθανε ιδρωμένος, με το πουκάμισο κολλημένο στην πλάτη, την εφημερίδα παραμάσχαλα και τα Rayban με πράσινο φίλτρο που φορούσαν οι πατεράδες τότε – απομιμήσεις Ρόμπερτ Ρέντφορντ όλοι τους.

Παρότι είμαι αυστηρή με την παράκτια αρχιτεκτονική, τις βιλίτσες, τις μεζονέτες, τα εκτρώματα της αρπαχτής (είχαμε κι ένα τέτοιο εκεί παραδίπλα), παραδέχομαι ότι οι γονείς μου πέτυχαν διάνα. Το συγκρότημα χτίστηκε από Γάλλο αρχιτέκτονα, ο οποίος από αγάπη για την Ελλάδα δεν έκανε τα ευνόητα λάθη της δεκαετίας του ’80. Διάλεξε αυτόν τον αδρό σοβά που ήταν της μόδας, το περίφημο σαγρέ, για τους τοίχους, σκούρο ξύλο για την κουζίνα και τα κάγκελα των μπαλκονιών και ρομβοειδή πλακάκια από μπορντό τερακότα για τα πατώματα. Η μητέρα μου βέβαια, ως τυπική Ελληνίδα νοικοκυρά, το κατέστρεψε το πλακάκι. Δεν μπορούσε να χωνέψει τη θαμπή πατίνα κι έτριβε για χρόνια, μέχρι που δεν άντεξε τελικά και πέρασε το πλακάκι με ένα χτυπητό κόκκινο.

Ζούσαμε καλοκαίρια αδιατάρακτης ευτυχίας σε αυτές τις δύο πολυκατοικίες πάνω στο κύμα η αδερφή μου κι εγώ. «Άρτεμις» και «Λητώ» τις βάφτισε ο αρχιτέκτονας – και σαν τη μάνα και την κόρη του αρχαίου μύθου περάσαμε κι εμείς μυθιστορηματικά καλοκαίρια με τους άτρωτους πενηντάρηδες γονείς μας, τους θείους, τις γιαγιάδες, τους φίλους μας. Ύστερα ανακαλύψαμε τις Κυκλάδες και ρίξαμε μαύρη πέτρα πίσω μας. Τελικά επιστρέψαμε με σκυμμένο κεφάλι: γίναμε γονείς κι εμείς και ψάχναμε ένα ασφαλές, οικείο μέρος για τα παιδιά μας. Φτιάχτηκε έτσι μια ιδιόρρυθμη καλοκαιρινή κοινωνία: οι παππούδες άρχισαν να πεθαίνουν, οι νέοι γονείς να μεγαλώνουν, τα παιδιά να γίνονται έφηβοι και φοιτητές. Ο κύκλος της ζωής είναι πιο εύγλωττος όταν τον μετράς με καλοκαίρια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τους γείτονες των καλοκαιρινών διακοπών στην κηδεία του πατέρα μου. Πρώτη φορά τους είδα με χειμωνιάτικα ρούχα και παπούτσια. Στο μυαλό μου κυκλοφορούσαν αιωνίως με σαγιονάρες και μαγιό, ξεβγάζοντας το αλάτι με το λάστιχο στην είσοδο της πολυκατοικίας.

Όσοι έχουν εξοχικό, έχουν αναμνήσεις. Εγώ θυμάμαι το μπακάλικο του Αργύρη, που έγινε μετά κομμωτήριο. Τον Πευκιά στο Ξυλόκαστρο πριν μπουν οι ξαπλώστρες. Το ασανσέρ όπου μπαίναμε δυο δυο για να ελέγξουμε αν πέτυχε το χτένισμα Φάρα Φόουσετ στον ολόσωμο καθρέφτη. Τις κουκέτες-κρεβάτια, τη δροσιά στο δωμάτιο όπου γέρναμε τα παραθυρόφυλλα. Την αφίσα με την Μπρουκ Σιλντς στον απέναντι (πορτοκαλί;) τοίχο. Το κεχριμπαρένιο κομπολόι και τα βουλγάρικα ξυλόγλυπτα πάνω από το τζάκι. Τα άπαντα Κούντερα που διάβασα στον καναπέ-κρεβάτι του σαλονιού, στα χρόνια της ελληνικής «κουντερομανίας». Πόσες άλλες μανίες: η μανία με την υποχρεωτική μεσημεριανή σιέστα, που τότε μας φαινόταν παράλογη. Η μανία με το windsurfing. Με τα σουβλάκια του Μαξούτη. Με τους λουκουμάδες και τα θερινά σινεμά στο Ξυλόκαστρο.

Γράμμα από το εξοχικό-1
Κορινθία revisited. Εφηβεία δεύτερης γενιάς στον ίδιο καναπέ. © ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΠΛΕΚΑΣ

 

Στον νου μου έρχονται κάποιες φορές μόνο ήχοι. Όχι τα τζιτζίκια, το βιολί. Ο γείτονας έβαζε τις κόρες του να μελετάνε κάθε πρωί. Μετά από χρόνια έγιναν φτασμένες σολίστ κι οι δυο τους, χαλάλι το σκούξιμο του δοξαριού. Είχαμε κι άλλους γείτονες μερακλήδες, που ξεσπάθωναν τα μεσημέρια με σκυλάδικα, μαμάδες που διάβαζαν Άρλεκιν στην παραλία, πάρτι στις αραγμένες ψαρόβαρκες. Κάτω απ’ το μπαλκόνι μας, γυναίκες με πλατύγυρα καπέλα κολυμπούσαν σαν αξιολάτρευτα κουτάβια χαϊδεύοντας το νερό, ανταλλάσσοντας συνταγές καγιανά και φανουρόπιτας. Υπήρχαν αυτοί που ήξεραν ποιος ήρθε και ποιος έφυγε και οι αιωνίως αφηρημένοι, όπως εγώ. Σαν μυθιστόρημα του Καραγάτση ήμασταν, με όλους αυτούς τους ανθρώπινους τύπους να μας δίνουν άθελά τους τα πρώτα μαθήματα ταξικής συνείδησης και αισθητικής. Είχαμε άλλωστε και μια αόρατη γραμμή με λογοτέχνες γείτονες, που εκτεινόταν από τη Συκιά του Σικελιανού έως το Xylokastro Beach του Μένη Κουμανταρέα.

Ύστερα άρχισαν οι πρώτες έξοδοι στις ντίσκο της Κορινθίας, με υπόκρουση Doors και Boney M. και Blondie. Η Ναντίνα η Συννεφιά κέρδισε τον τίτλο του πιο όμορφου κοριτσιού στο Διμηνιό (ή στο Κιάτο;), τότε που μας φαινόταν φυσικό να χειροκροτάμε κοπέλες με μπικίνι και καλσόν στο χρώμα του δέρματος πάνω σε μια αυτοσχέδια πασαρέλα. Οι μπαμπάδες κοιτούσαν με ανοιχτό το στόμα τις 18χρονες Μις των καλλιστείων, εμείς πίναμε κρυφά την πρώτη μας μπίρα. Όλα συνέβησαν εκεί για πρώτη φορά: Το πρώτο τσιγάρο. Τα πρώτα φλερτ στο σκοτάδι, σε θέλω, δεν σε θέλω, σε θέλω ξανά. Σουβλάκια στο κύμα, τρελά μπουγέλα, καβγάδες για το αν θα κόψουμε ή όχι τα αλμυρίκια και το αιώνιο τρεχοβολητό στα βότσαλα, πριν η θάλασσα φάει ένα μεγάλο μέρος του κόλπου κι αναγκαστεί όλη η ακτογραμμή να φέρει βράχους με γερανούς για να μην μπει η θάλασσα στο σπίτι.

Ήταν ένα εξοχικό για όλες τις χρήσεις: από κρυφτό στην πιλοτή έως χειμερινή γκαρσονιέρα (στέναζαν τα παγωμένα διαμερίσματα με τις υγρές κουβέρτες και το ηλεκτρικό καλοριφέρ από τους δεκαοκτάρηδες της γενιάς μας). Και στο βάθος μια θάλασσα παντός καιρού: πότε ήσυχη σαν λίμνη, πότε ταραγμένη με τα φύκια ξεπατωμένα, πότε με μέδουσες παντού και τα παιδιά να αλωνίζουν με τις απόχες. Και τον Σεπτέμβρη, λίγο πριν γυρίσουμε για την έναρξη του σχολικού έτους, μελαγχολία στο τετράγωνο: τελευταίο μπάνιο υπό βροχή και μυρωδιά από βρεγμένο χώμα.

Όταν ήμουν πολύ νέα, ντρεπόμουν να καλέσω φίλους στο ταπεινό μας εξοχικό. Αρκετοί ανάμεσά τους είχαν καλοκαιρινά σπίτια με πισίνες, ψηλούς τοίχους και φράχτες ολόκληρους με βουκαμβίλιες. Σήμερα ξέρω πως το εξοχικό μας είναι ο σκληρός πυρήνας μου. Ένα χρονοντούλαπο της προσωπικής μου ιστορίας, όπου ακόμη βρίσκω παλιά Μίκυ Μάους, φουστάνια που έγιναν ξεσκονόπανα και τα κεφτεδάκια της μητέρας μου στην κουζίνα.

H Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της μυθιστόρημα είναι το «Μπαρόκ» (εκδόσεις Καστανιώτη). amandamichalopoulou.com

Πρώτη δημοσίευση: “Greece Is Διαδρομές”. 
Μπορείτε να παραγγείλετε το τεύχος εδώ: https://subscription.kathimerini.gr/greece-is

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή