Χαμένοι στον Χάρτη

Οι χάρτες δεν ήταν ποτέ απλώς εργαλεία προσανατολισμού. Ήταν επιθυμίες, οράματα και αναμνήσεις, αφηγήσεις, σημειώσεις ονείρων. Και οι πιο πολύτιμοι από αυτούς μας χρησιμεύουν ακόμη. Όχι για να βρίσκουμε τον δρόμο μας, αλλά για να τον χάνουμε.

3' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι κάθε λογής χάρτες πυροδοτούν την επιθυμία του ταξιδιού, εκτίθενται σε γραφεία ως τρόπαια ή σύμβολα κύρους και σε εφηβικά δωμάτια ως εγχειρίδια ονείρων ή βοηθήματα φαντασιώσεων, εκτιμώνται ως έργα τέχνης, υπονοούν προσωπικά κατορθώματα, προσφέρουν γνώσεις – γεωγραφικές φυσικά, αλλά όχι μόνο. Προσφέρουν και μια αίσθηση ταύτισης με τον πλανήτη ολόκληρο, μια συνοπτική εικόνα του κόσμου μας, που έτσι χρωματιστός γίνεται πιο φιλικός, πιο οικείος και πιο θελκτικός ταυτόχρονα. Είναι με μια έννοια τα οικογενειακά πορτρέτα όλης της οικουμένης.

Θυμάμαι στο πρώτο μας ταξίδι στη Νέα Υόρκη τον ενθουσιασμό για τον μικρό τρισδιάστατο χάρτη του Μανχάταν που είχαμε αγοράσει. Μια μικροσκοπική καρτολίνα που, όταν άνοιγε στη μέση, ορθώνονταν κομμένοι με χαρτοκοπτικό οι επιβλητικοί ουρανοξύστες, τα μεγάλα μουσεία, οι περίφημες γέφυρες. Η Νέα Υόρκη στο χέρι μας! Δεν μας βοήθησε και πολύ τότε να βρούμε τον δρόμο μας. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί αν δεν χαθείς σε μια πόλη πώς μπορείς να τη γνωρίσεις;

«Οι χάρτες είναι τα λάθη που μας οδηγούν στην αλήθεια», μας λέει ο Χ. Ο. Όμπριστ. «Το να μην έχεις χαθεί ποτέ σημαίνει ότι δεν έχεις ζήσει», επαυξάνει η Ρεμπέκα Σόλνιτ σε ένα βιβλίο αφιερωμένο στην περιπλάνηση και στους χάρτες με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Πώς να χαθείτε: ένα πρακτικό εγχειρίδιο»* που έγραψε το 2005. 

Δεν ήταν η πρώτη που επιχειρηματολογούσε για τα πλεονεκτήματα του αποπροσανατολισμού. Η Γιόκο Όνο έβγαλε το 1964 ένα περίεργο βιβλιαράκι ονόματι «Γκρέιπφρουτ». Ήταν μια συλλογή προτάσεων και οδηγιών για τη δημιουργία καλλιτεχνικών έργων: «Σχεδιάστε έναν χάρτη για να χαθείτε» ήταν η οδηγία για το «Έργο για Χάρτη, I».

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν –ο μεγάλος θεωρητικός της αστικής περιπλάνησης– ισχυριζόταν πως το να μη βρίσκει κανείς τον δρόμο του σε μια πόλη είναι κάτι συνηθισμένο και αδιάφορο και ανιαρό, προϋποθέτει απλώς την άγνοια. Το να χαθείς όμως στην πόλη απαιτεί εντελώς άλλες ικανότητες και προσφέρει άλλες γνώσεις και απολαύσεις. Για να καταφέρει όμως κάποιος να χαθεί σε μια πόλη, να χάσει τον εαυτό του σε μια περιπλάνηση –με τον τρόπο που χανόμαστε σε ένα δάσος– απαιτείται ταλέντο. Όπως το εξηγεί η Ρεμπέκα Σόλνιτ, «το να χάσεις τον εαυτό σου σημαίνει να είσαι ολότελα παρών και το να είσαι πραγματικά παρών προϋποθέτει την αποδοχή της αβεβαιότητας και του άγνωστου. Το να χάσεις τον εαυτό σου είναι εντελώς διαφορετικό από το να χαθείς, απαιτεί μια συνειδητή επιλογή, μια επιλεκτική παράδοση, μια ψυχική κατάσταση που επιτυγχάνεται μέσω της γεωγραφίας. Αυτό που συνήθως χρειάζεται περισσότερο κάποιος να βρει είναι αυτό που αγνοεί παντελώς. Και ο μόνος τρόπος για να βρούμε το άγνωστο είναι να χαθούμε».

Στη συνέχεια η Σόλνιτ αναφέρεται στην ετυμολογία της αγγλικής λέξης για τον χαμένο: το «lost» προέρχεται από τα αρχαία νορβηγικά και αναφερόταν στους λιποτάκτες, στρατιώτες που έσπαγαν τις γραμμές, ξέφευγαν από τον σχηματισμό, το έσκαγαν για να περιπλανηθούν στον κόσμο. «Ανησυχώ», μας λέει, «που σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι δεν λιποτακτούν ποτέ, δεν προχωράνε πέρα από αυτό που ξέρουν. Διαφήμιση, τεχνολογία, σοκαριστικές ειδήσεις, διαρκής απασχόληση και ο σχεδιασμός του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου συνωμοτούν σε αυτό».

Η Σόλνιτ αναφέρει στη συνέχεια ένα άρθρο του 2005 για την επανεμφάνιση άγριας ζωής στα προάστια των πόλεων. Ζώα του δάσους, αλεπούδες, κουνάβια, πουλιά κάθε είδους άρχισαν να τριγυρνάνε στις πίσω αυλές και στις αλάνες των προαστίων. Σε ένα ερημικό τοπίο στο οποίο τα ζώα αισθάνονταν την άνεση να περιπλανηθούν. Αντίθετα τα παιδιά δεν περιπλανιούνται πια στα προάστια. Εξαιτίας των ασφυκτικών προγραμμάτων και του διάχυτου φόβου μένουν μέσα, κλεισμένα στα σπίτια. 

«Για τα παιδιά της γενιάς μου η περιπλάνηση ήταν αυτό που μας ατσάλωνε, κινητοποιούσε τη φαντασία μας, μας πρόσφερε μια αίσθηση σκοπού και περιπέτειας, την επιθυμία της εξερεύνησης, την ικανότητα να μπορούμε να χαθούμε λίγο και να είμαστε σε θέση να βρούμε ξανά τον δρόμο μας. Αναρωτιέμαι τι θα βγει από αυτόν τον κατ’ οίκον περιορισμό τον οποίο επιβάλλουμε σε μια ολόκληρη γενιά».

Αυτά που έγραφε η Σόλνιτ για τα παιδιά του 2005 ισχύουν ειρωνικά για όλους μας σήμερα – έχουμε χάσει τη δυνατότητα να χαθούμε. Πώς να χαθείς εξάλλου σήμερα; Με το κινητό στο χέρι και το απεσταλμένο μήνυμα; Και τους «γονείς» να καιροφυλακτούν στους δρόμους, για να είναι σίγουροι πως δεν θα τριγυρνάμε άσκοπα, ότι δεν θα μας συμβεί τίποτα κακό;

Ας κάνουμε λίγη υπομονή ακόμη, μπας και μπορέσουμε να ξαναχαθούμε σύντομα!
Αλλιώς κινδυνεύουμε να απομείνουμε μόνο με το 

ΕΡΓΟ ΓΙΑ ΜΑΣΚΑ, II
Φτιάξε μια μάσκα μεγαλύτερη 
από το πρόσωπό σου.
Γυάλιζέ την καθημερινά.
Κάθε πρωί πλένε τη μάσκα αντί
για το πρόσωπό σου.
Αν κάποιος θελήσει να σου δώσει ένα φιλί 
άφησέ τον να φιλήσει τη μάσκα.
              (Χειμώνας του 1961)**

* Rebeca Solnit, «A Field Guide to Getting Lost»
** Yoko Ono, «Grapefruit».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή