Το βασίλειό μου για έναν σκύλο

Το βασίλειό μου για έναν σκύλο

Το πιο παράξενο ταξίδι της ζωής μου το έκανα το προηγούμενο Σάββατο. Ψιλόβρεχε και είχε νυχτώσει.

4' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η γυναίκα μου επέμενε πως ο σκύλος έπρεπε να βγει για βόλτα. Οπωσδήποτε! Ο σκύλος συμφωνούσε. Η δημοκρατία μοιάζει με τον καιρό. Μπορείς απλώς να γκρινιάζεις αν δεν σ’ αρέσει.

Γκρίνιαξα λίγο και ξεκινήσαμε. Σέρνοντας και τραβώντας, εναλλάξ, άνθρωποι και ζώο, κατηφορίσαμε προς το κέντρο της πόλης. Τίποτα ευχάριστο δεν είχε η βραδιά. Τα πάντα ήταν υγρά και μουντά, λουσμένα σε ένα αρρωστιάρικο φως. «Η θεία Ευτέρπη δεν ακουγόταν πολύ καλά τελευταία στο τηλέφωνο,  μήπως να περνάγαμε να της πούμε ένα γεια;» είπε η γυναίκα μου.

Όταν καταφέραμε να ανεβούμε τα ενενήντα εννιά στραβά ξύλινα σκαλοπάτια, διαπιστώσαμε πως η θεία μια χαρά ήταν στην υγεία της. Πολύ χαιρόταν που μας έβλεπε επιτέλους. Θα μας έβγαζε τσάι! Απλώς έπρεπε να πεταχτώ μέχρι τη γωνία να πάρω κουλουράκια. Ίσα που προλάβαινα, «κλείνουν στις πέντε!» μου τόνισε.

Στη γωνία δεν υπήρχε κανένας φούρνος. Ούτε στην άλλη γωνία, ούτε στην παράλλη. Δεν είχα ιδέα πια πού ήμουν. Η γειτονιά θύμιζε το ιστορικό κέντρο κάποιας ιταλικής πόλης, πολυώροφα ετοιμόρροπα κτίρια, στενά ανηφορικά δρομάκια και πλακόστρωτα. Κοίταξα το ρολόι μου: έξι παρά δέκα! Τι θα κάνουμε; σκέφτηκα. Αποκλείεται να προλάβουμε.

Γύρισα τραβώντας άγαρμπα τον σκύλο και ανηφόρισα βιαστικά, δεν είχα ιδέα πια πού έπεφτε το σπίτι της θείας. Έστριψα στα τυφλά σε μια γωνία. Μπροστά μου διέσχιζαν αργά τον δρόμο δύο αστυνομικοί με άσπρα κράνη και ένας παπάς που κρατούσε ένα χοντρό βιβλίο στο ένα χέρι και μία κουδούνα στο άλλο. «Όλοι στα σπίτια σας, αδελφοί. Η ώρα παρήλθε! Απαντοχή και κατάκλισις» βροντοφώναζε. Έξι και δέκα! Την πατήσαμε!

Άρχισα να οπισθοχωρώ. «Τσιμουδιά!» ψιθύρισα στον σκύλο. Τα στενά κτίρια υψώνονταν απειλητικά γύρω μας, ο ουρανός ήταν κόκκινος. Παντού αναλαμπές από άσπρα κράνη, μαύρες σκιές θρόιζαν ξοπίσω τους. Ο σκύλος λούφαξε…

Ήταν 3.45. «Ο Φάντε φταίει!» απάντησα κάθιδρος στη γυναίκα μου, που απορούσε τι έπαθα νυχτιάτικα. Ο Φάντε έφταιγε πράγματι. Πιο συγκεκριμένα η νουβέλα του «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος»* που διάβαζα πριν κοιμηθώ. Ή μάλλον ήταν υπεύθυνος για την προσθήκη του σκύλου –που δεν έχουμε–, τα υπόλοιπα στοιχεία του ονείρου δεν χρειάζονται ιδιαίτερη ανάλυση.

Ο Τζων Φάντε, γιος Ιταλών μεταναστών, γεννήθηκε το 1909 στο Κολοράντο και πέρασε τη ζωή του στην Καλιφόρνια. Έχοντας γνωρίσει τη δόξα στα τριάντα του με το μυθιστόρημα «Ρώτα τον Άνεμο», γρήγορα ξεχάστηκε, βγάζοντας τα προς το ζην ως μέτριος σεναριογράφος στο Χόλιγουντ, πίνοντας, χαρτοπαίζοντας, ανατρέφοντας τέσσερα παιδιά και επιμένοντας –όποτε έβρισκε το κουράγιο– να γράφει τα κωμικά, βαθιά σπαρακτικά, αυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του.

«Θεέ μου, Χάριετ, είμαστε τόσο καιρό παντρεμένοι, που μερικές φορές ξεχνάω ότι έχεις κι εσύ αισθήματα. Ο γάμος αποκτηνώνει τον άνδρα. Το ίδιο και η πατρότητα. Το ίδιο και η απραξία. Και τα σκυλιά. Τι θα κάνουμε μ’ αυτό το κωλόσκυλο;» λέει απελπισμένος ο ήρωάς του, ο Χένρι Μολίσε, που δεν μπορεί να απαλλαγεί από τον τεράστιο, επιθετικό, βρόμικο σκύλο που βρίσκει στρογγυλοκαθισμένο στον καναπέ του ένα βροχερό βράδυ (και τον βαφτίζει Ηλίθιο). 

«Ο Ηλίθιος ανάμεσά μας, να περπατά ανάμεσα σ’ όλα εκείνα τα σκυλιά που δεν σταματούσαν να γαβγίζουν. Ήξερα γιατί ήθελα εκείνο το σκυλί. Ήταν ξεδιάντροπα προφανές, αλλά δεν μπορούσα να το παραδεχτώ στον μικρό. Ντρεπόμουν. Μπορούσα όμως να το παραδεχτώ στον εαυτό μου και δεν μ’ ένοιαζε. Είχα κουραστεί από τις ήττες και τις αποτυχίες. Διψούσα για νίκες. Ήμουν πενήντα πέντε χρονών και δεν υπήρχε καμία νίκη στον ορίζοντα, ούτε καν κάποια μάχη. Ακόμα και οι εχθροί μου δεν ενδιαφέρονταν πια να με πολεμήσουν. Ο Ηλίθιος ήταν μια νίκη, ήταν τα βιβλία που δεν είχα γράψει, οι τόποι που δεν είχα επισκεφτεί, η Μαζεράτι που δεν είχα αγοράσει, οι γυναίκες που ποθούσα, η Ντανιέλ Νταριέ και η Τζίνα Λολομπρίτζιτα και η Νάντια Γκρέι. Ήταν ο θρίαμβός μου απέναντι στους πρώην παντελονοράφτες που είχαν απορρίψει τα σενάριά μου μέχρι να στάξω αίμα. Ήταν το όνειρό μου για λαμπρά παιδιά με λαμπρά μυαλά σε διάσημα πανεπιστήμια, επιστήμονες που θα πρόσφεραν στον κόσμο». 

Ο Χένρι Μολίσε ονειρεύεται την απόδραση: ένα ταξίδι στη Ρώμη, «ένα φλιτζάνι καπουτσίνο σ’ ένα τραπεζάκι στην Πιάτσα Ναβόνα, μια μελαχρινούλα στο πλευρό μου να τρώει καρπούζι και να γελάει, φτύνοντας τα κουκούτσια στα περιστέρια». 

Ο Χένρι Μολίσε αλυχτά σε όλο το κείμενο για τα αχάριστα παιδιά του, για «τον πόνο και τους μώλωπες απ’ τις αβάσταχτες μέρες», «την ανέχεια των παιδικών χρόνων», «την απελπισία της νιότης», «την ερημία του μέλλοντος». Και σε όλα αυτά βάζει ένα «μου», το κτητικό, εγωπαθές, «δικό μου», που βραδυφλεγώς αποκαλύπτει τον πραγματικό πυρήνα του κειμένου: την προσωπική εξομολόγηση, τη δουλειά που πρέπει να γίνει. Ο Χένρι Μολίσε αναλαμβάνει τις ευθύνες του απέναντι στον κόσμο κι απέναντι στον εαυτό του, αποδέχεται τα συναισθήματά του, ή μάλλον αποδέχεται το ότι έχει συναισθήματα και στρέφει το βλέμμα στον ουρανό. «Λαμπυρίζοντας κάτω από το δυνατό φως, ένα 747 υψωνόταν πέρα μακριά, κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο πάνω απ’ τη θάλασσα, για να επιστρέψει κατόπιν στη στεριά και να κατευθυνθεί ανατολικά προς το Σικάγο, τη Νέα Υόρκη, μπορεί και τη Ρώμη». Μετά, παρατηρεί τα ίχνη της απουσίας των παιδιών του, τις κουρτίνες στο παράθυρο της κόρης του, τα απομεινάρια του δεντρόσπιτου, το σκισμένο δικτάκι της μπασκέτας. Και επιτέλους βάζει τα κλάματα.

*ΤΖΩΝ ΦΑΝΤΕ, «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος», μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, εκδ. ΔΩΜΑ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή