Οι «Ρίζες» είναι το account των αναμνήσεών μας

Οι «Ρίζες» είναι το account των αναμνήσεών μας

Ο πιο νοσταλγικός λογαριασμός του ελληνικού Instagram μάς ταξιδεύει στην παράδοση και στα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων.

5' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με τις «Ρίζες Μας», ουτοπικά θα συναντιόμασταν κάτω από μια ολάνθιστη μπουκαμβίλια σε κάποιο νησί των Κυκλάδων. Πιο ρεαλιστικά, σε ένα συνοικιακό καφέ στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης ή σε ένα κρασάδικο στην Άνω Πόλη. Οι συνθήκες της πανδημίας όμως μας παρόπλισαν στα σπίτια μας· εκείνοι στη Θεσσαλονίκη και εγώ στην Αθήνα. Βρεθήκαμε μέσω Zoom. Στις δύο ώρες που κράτησε η διαδικτυακή μας συνάντηση, ήπιαμε τα πρωινά μας ροφήματα με τα απαραίτητα συνοδευτικά βουτήματα, γελάσαμε με αναμνήσεις από την παιδική μας ηλικία και συνειδητοποιήσαμε πόσο μας έχουν λείψει τα χωριά μας.

Έναν χρόνο πριν, στα μέσα της πρώτης καραντίνας, για να γεμίσουν τις ελεύθερες ώρες που έφερε η αναστολή της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, τέσσερις millennials από τη Θεσσαλονίκη ξεκινούσαν μια σελίδα σε Ιnstagram και Facebook για τις αναμνήσεις που έχουν από την παιδική τους ηλικία, για την παράδοση, τη μουσική, τα έθιμα και τις συνήθειες. Ζητούμενο ήταν η απεικόνιση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας, «ως μια ανάγκη γι’ αυτά που είχαμε και δεν έχουμε πια».

Οι «Ρίζες» είναι το account των αναμνήσεών μας-1

Την αρχική ιδέα την έδωσε ο Ανδρέας, ο δημιουργός του Κασετόφωνου, ενός μουσικού μπλογκ με διαδικτυακές κασέτες-playlists, που συνοψίζουν «το σάουντρακ των μελλοντικών μας αναμνήσεων». Tις δυνάμεις τους ένωσαν η Γεωργία που ασχολείται με την ιστορική καταγραφή, η Σοφία που επιμελείται τα εικαστικά του λογαριασμού και η Χριστίνα, που έχει μια ιδιαίτερη αγάπη για τη γαστρονομία. Και οι τέσσερις συμφώνησαν πως αυτό που είχαν στο μυαλό τους είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από τη μουσική, γεγονός που αποδεικνύει και η ανταπόκριση που έχει η σελίδα έναν χρόνο μετά. Κάνοντας την αρχή, ο Ανδρέας προμόταρε το νέο εγχείρημα μέσω του μπλογκ του, προσκαλώντας τους χρήστες να ρίξουν μια ματιά, να γράψουν στα σχόλια τι σημαίνει «ρίζες» για τον καθένα και να στείλουν τις φωτογραφίες τους στο hashtag του λογαριασμού. Κάπως έτσι, δημοσιεύτηκε η πρώτη φωτογραφία στις 12 Απριλίου του 2020, με μια παρέα στις Βρύσσες Λασιθίου που παίζουν μπουζούκι και τσιμπούν μεζέδες…

Μέσα σε λίγους μήνες, οι «Ρίζες μας» έγιναν οι ρίζες 96.000 ακόλουθων, που απλώνονται σε εκατοντάδες δημοσιεύσεις στα δύο κοινωνικά δίκτυα, σε χιλιάδες αντιδράσεις και μηνύματα, σε όλα αυτά που γεννάει ένα σκρολάρισμα στο κινητό. «Ο καθένας μας αποθηκεύει τις φωτογραφίες που του αρέσουν και, ανάλογα με την έμπνευση, ανεβάζουμε και τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα. Συμβαίνει πολλές φορές κάποιος να είναι έτοιμος να ανεβάσει μια φωτογραφία και τελικά να την ανεβάζει κάποιος άλλος. Αν δεις τη συνομιλία μας, έχει γίνει τόσο αστείο, που πλέον δεν αναγνωρίζουμε ποιος αναρτά τι· τα σύμπαντά μας έχουν συντονιστεί» εξηγούν. Στην περίπτωσή τους, πάντως, η προετοιμασία και η οργάνωση μιας δημοσίευσης εκ των προτέρων δεν λειτουργεί. Ακολουθούν την έμπνευση της στιγμής, πράγμα που αγκαλιάζει και το κοινό. «Το μυστικό είναι να το κάνεις αυθόρμητα. Όσο προγραμματισμένη κι αν είναι μια δημοσίευση, δεν θα λειτουργήσει. Ό,τι βλέπεις, είναι οργανικό. Ο κόσμος μας δίνει όρεξη να συνεχίσουμε. Μας στέλνει μηνύματα, μας λέει καλημέρα, μας γεμίζει με τα καλά του λόγια, μας δίνει φωτογραφίες χωρίς να περιμένει να ανεβούν. Εκεί έχουν πετύχει οι “Ρίζες’’ και αυτό είναι που μας κάνει περήφανους».

Οι «Ρίζες» είναι το account των αναμνήσεών μας-2

Η μυρωδιά του γερανιού σε ένα κυκλαδίτικο νησί και της τηγανητής κουτσουμούρας από το γκάζι της αυλής. Ο ήχος των κουδουνοφόρων στη Δράμα, της γεννήτριας των μηχανών που φτιάχνουν μαλλί της γριάς στα πανηγύρια και των συνομιλιών των γιαγιάδων στα παγκάκια. Τα κουτάκια με την πορτοκαλάδα «Φλώρινα» και οι παλιές διαφημίσεις στα παντοπωλεία των χωριών. Τα ταξίδια με το ΚΤΕΛ, η μεσημεριανή σιέστα και το άτυπο «σιωπητήριο» των πιτσιρικάδων της οικογένειας, τα «πετιφούρια» στα καθιστικά των σπιτιών με τις κουβέρτες τοίχου και οι μουσαμάδες στα τραπέζια, όλα αυτά είναι μια άυλη πολιτιστική κληρονομιά την οποία αναδίδουν οι αναρτήσεις των «Ριζών». «Οι άνθρωποι που μας μάθανε να τρώμε, να περπατάμε, να μιλάμε και μας μετέδωσαν ό,τι είχαν μέσα τους αβίαστα και φυσικά. Ρίζες είναι το σπίτι που σε μεγάλωσε, σε ανέθρεψε και σου έδωσε τις βάσεις να βλαστήσεις. Αν δεν υπήρχε η μικρή ρίζα, δεν θα υπήρχαμε και εμείς».

Και οι αναμνήσεις; «Πολλές φορές συμβαίνει μία φωτογραφία να ξυπνά γι’ αυτόν που τη βγάζει κάτι πολύ συγκεκριμένο από την παιδική του ηλικία, αλλά σε εμάς να φέρνει διαφορετικούς συνειρμούς. Για παράδειγμα, κάποια στιγμή μάς έστειλαν μια εικόνα από έναν τιμοκατάλογο για το θεατρικό της αυλής που ετοιμάζαμε όταν ήμασταν μικροί. Είδαμε ότι πουλούσαν 150 δραχμές το σαντουιτσάκι και θυμηθήκαμε πως το ίδιο κάναμε κι εμείς με 5-10 δραχμές για κάτι σκληρές τσίχλες που δεν έσπαγαν με τίποτα στο στόμα. Δεν υπάρχει ούτε απόλυτη ούτε σωστή ανάμνηση αλλά αυτή που θα σε κάνει να αναπολήσεις· όχι γιατί αποτελεί μια πραγματικότητα, αλλά γιατί έτσι σου έμεινε στην ψυχή και γιατί σου φέρνει γλύκα. Όπως το συνοψίζει και το tagline μας, ρίζες είναι ό,τι είναι δυνατό, όπως οι αναμνήσεις μας…»

Οι «Ρίζες» είναι το account των αναμνήσεών μας-3

Οι «Ρίζες» παίρνουν θέση σε έξι θεμελιώδη… διλήμματα της παιδικής ηλικίας:

Επισκέπτεστε ένα σπίτι στο χωριό και οι οικοδεσπότες σας βγάζουν ένα μπολ με σοκολατάκια Noisetta και ένα άλλο με Τζοκόντα. Από ποιο παίρνετε;

Θα επιλέξουμε Noisetta, γιατί η γιαγιά τις έβγαζε μόνο όταν πηγαίναμε στο σπίτι της. Μετά τις έκρυβε, λέγοντάς μας πως είναι μόνο για τους καλεσμένους, και εμείς τις ψάχναμε σε όλα τα ράφια, λες και ήταν κάτι απαγορευμένο.

Πηγαίνετε στο παντοπωλείο ενός χωριού στο Κιλκίς με λίγα λεφτά και είστε στα σνακ κοντά στο ταμείο. Τι επιλέγετε; Τρελόμπαλες ή ζαχαρωτά κολιέ;

Σε αυτό είμαστε 50-50, επειδή οι τρελόμπαλες χανόντουσαν εύκολα.

Σε ένα πανηγύρι στην Ικαρία, θα κάτσετε σε λευκή πλαστική καρέκλα ή σε ψάθινη και ξύλινη;

Είτε είναι σε στοίβες η μία πάνω στην άλλη, είτε σηματοδοτεί το άτομο για το οποίο είναι κρατημένη, είτε σπάει και προκαλεί γέλια, η λευκή είναι η καρέκλα του καλοκαιριού και η ψάθινη της ταβέρνας.

Για πρωινό, μια ζεστή φέτα ψωμί με αλειμμένη μαργαρίνη και αλατάκι ή αυγό μελάτο από το κοτέτσι;

Ένα αυγό μελάτο. Ή βασικά ένα combo τους. Θυμάμαι πως η γιαγιά έβαζε στο αυγό λίγο μαργαρίνη, λίγο ψωμί και το ανακάτευε. Κάποιες άλλες φορές, το ανακάτευε ωμό, έβαζε ζάχαρη και έβγαινε σαν μαρέγκα στο τέλος.

Σε ένα ταξίδι με ΚΤΕΛ, θα προτιμούσατε έναν οδηγό που βάζει λαϊκά σε όλη τη διαδρομή ή μια γιαγιά που πιάνει τη συζήτηση;

Βασανιστικά και τα δύο. Τα λαϊκά ξέρεις πως δεν θα τα κλείσεις, είσαι στο λεωφορείο του οδηγού. Και τη γιαγιά, όμως, πώς τη σταματάς; Γιατί εκείνη θα συνεχίσει να σου μιλάει, ακόμα κι αν λαγοκοιμάσαι. Μάλλον τα λαϊκά, γιατί στην τελική βάζεις και ακουστικά.

Ποια είναι πιο σκληρή; Η πασαρέλα της Ανάστασης ή του γάμου στο χωριό;

Της Ανάστασης. Εκεί πέφτουν κορμιά. Ή θα βάλεις το ρούχο τότε ή ποτέ. Στον γάμο, από την άλλη, τα βλέμματα στρέφονται στη νύφη, αλλά και η γειτόνισσα έχει το μερίδιό της. Η αλήθεια όμως είναι πως στους γάμους στο χωριό γίνεται πάντα μεγάλο σούσουρο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή