Η συγγραφέας Μαρία Ξυλούρη «συναντά» τον Ντέιβιντ Μίτσελ στο Ζαγόρι

Η συγγραφέας Μαρία Ξυλούρη «συναντά» τον Ντέιβιντ Μίτσελ στο Ζαγόρι

5' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από την προηγούμενη επίσκεψή μου εδώ, έχω μείνει με ένα πρόχειρο σκίτσο του ξενώνα: παράθυρα-κληματαριά-βεράντα, μια αδιάφορη, κοινότοπη εικόνα, που χωρίς τη βιαστική σημείωση από κάτω «Βιργινία, Ασπράγγελοι, 2/8» δεν θα μπορούσε κανείς, ίσως ούτε εγώ η ίδια, να την τοποθετήσει, δεν έχει τίποτα ηπειρώτικο. Δίπλα, με άλλο μελάνι, «κίσσα (Garrulus glandarious), βαλανίδα (Μακεδονία), μελάβη και μπλάβη (Μακεδονία, Ήπειρος), πρασινοπούλι (Μακεδονία), χρυσοκαρακάξα», επειδή πρώτη φορά κίσσες από κοντά είδα εδώ, στην πλατεία του χωριού. Ο ορνιθολογικός μου οδηγός τονίζει «Απαραγνώριστη!», αλλά, παρά τις τόσες φωτογραφίες τους που έχω δει και τα πολλά που έχω διαβάσει γι’ αυτές, το μυαλό μου στο σάστισμά του αρνήθηκε να αντιστοιχίσει τα όσα ήξερε για το είδος με την πραγματικότητα και να κάνει την αναγνώριση. Οι κίσσες όμως, ακόμα κι αν δεν ξέρεις το όνομά τους, παραμένουν κίσσες, κι έμεινα να τις κοιτάζω, το μάτι να κολλάει σ’ αυτά τα μπλε μπαλώματα στο φτέρωμά τους. Κι όποτε στο εξής περνούσα απ’ την πλατεία, στεκόμουν πάλι να τις δω, πότε να περπατάνε ανάμεσα στα άδεια τραπεζάκια κάτω απ’ τον πλάτανο, πότε να πετάνε και να κρύβονται στα κλαδιά του.

Eκείνη την πρώτη φορά ίσως ήμουν –αν και έπεφτε πάνω μου φαρδιά η λέξη κι άχαρη– ευτυχισμένη. Αυτή τη δεύτερη φορά δεν έχω λέξεις· δεν ξέρω αν επέστρεψα για να τις ξαναβρώ, να τις αντικαταστήσω ή να τους ξεφύγω· ίσως επέστρεψα επειδή οι αταξίδευτοι άνθρωποι έχουν πόδια να περπατήσουν μόνο σε μέρη που γνωρίζουν, μάτια να δουν μονάχα το γνωστό. Εξάλλου ο Αύγουστος –που αλλού μου φαίνεται ανυπόφορος– εδώ στα κατάφυτα βουνά, όπου τη νύχτα οδηγώντας από το ένα χωριό στο άλλο συναντάς αλεπούδες κι αγριογούρουνα, μοιάζει να είναι κάπως πιο μαλακός. Τα βουνά είναι το καταφύγιο όσων ανυπομονούν για τον χειμώνα.

Οπότε βρίσκομαι για δεύτερο Αύγουστο σερί στην πλατεία των Ασπραγγέλων, κάτω από έναν ουρανό γεμάτο λέπια, και κοιτάζω τα κλαδιά του πλάτανου μην και δω κίσσα, μα κίσσα δεν φαίνεται.

Μια κουβέντα στα αγγλικά: στο σάστισμά μου δεν πιάνω τη σημασία της, αλλά η φωνή ακούγεται παραδόξως γνώριμη. Γυρνάω αυτόματα (πότε ήρθε και κάθισε χαμπάρι δεν πήρα) κι αυτός χαμογελάει αμήχανα.

Η ανισορροπία της στιγμής μόνο σ’ εμένα είναι εμφανής: ξέρω ποιος είναι· αυτός δεν έχει ιδέα ποια είμαι εγώ κι επίσης δεν έχει ιδέα ότι τον ξέρω. «Τι κοιτάζεις;» ρωτάει (ή ίσως θα έπρεπε να μεταφράσω: «Τι ψάχνεις;») και στο σάστισμά μου δεν θυμάμαι την αγγλική λέξη για την κίσσα. Στα «Κοκάλινα ρολόγια» του εμφανίζεται μια γαλαζόκισσα όταν η Χόλι επισκέπτεται τον τάφο του Κρίσπιν. Cyanocitta cristata· blue jay· «jay» λένε την κίσσα· «Jays» λέω, «Jays». Κουνάει το κεφάλι και σηκώνει τα μάτια στον πλάτανο κι έπειτα τα ξανακατεβάζει· η έκφρασή του είναι δυσανάγνωστη, επειδή πέφτουν βαριές σκιές στο πρόσωπό του από τα φύλλα, ούτως ή άλλως όμως η όψη του πάντα με δυσκολεύει: όποτε έχω επιχειρήσει να καταπιαστώ με το πορτρέτο του, κάθε μεμονωμένο χαρακτηριστικό που σχεδιάζω φαίνεται σωστό, αλλά το σύνολο ποτέ δεν έχει κάτι παραπάνω από μια αμυδρή ομοιότητα. Και τώρα να τον μπροστά μου, και δεν έχει φυσικά ιδέα για όλα αυτά, ούτε εγώ έχω ιδέα πώς να του τα πω.

Η συγγραφέας Μαρία Ξυλούρη «συναντά» τον Ντέιβιντ Μίτσελ στο Ζαγόρι-1

Μια παιδιάστικη φωνή στο μυαλό μου επιμένει ότι θα έπρεπε κι εκείνος να με αναγνωρίσει, κι ας μη με έχει δει ποτέ (η Ελληνίδα μεταφράστριά του, που εδώ και χρόνια τού στέλνει μέιλ γεμάτα απορίες, με την οποία έχει συμβεί να ανταλλάξει παραγράφους ολόκληρες για μία και μόνη λέξη). Όφειλε πριν έρθει να μου γράψει, όχι για να συναντηθούμε –η φαντασία μου δεν έχει το θράσος να φτάσει έως εκεί–, αλλά για να ζητήσει συμβουλές για το ταξίδι, ίσως. Όχι ότι θα ήξερα κάτι χρήσιμο να του πω· θα γκούγκλιζα φιλότιμα όμως, θα είχα το πλεονέκτημα ότι θα γκούγκλιζα στη μητρική μου, θα ρωτούσα. Δεν μου έγραψες πριν έρθεις, κύριε Μίτσελ (το τελευταίο μέιλ του, αρχές Ιουνίου, αφορούσε ορισμένες εκκρεμότητες της μετάφρασης του «Utopia Avenue»), και παρότι δεν είχες κανέναν απολύτως λόγο να το κάνεις –και εγώ κανένα δικαίωμα να θυμώνω–, αυτή τη στιγμή, σ’ αυτό το αυγουστιάτικο απόγευμα στους Ασπράγγελους, όπου μοιάζει να σε εμφάνισα η ίδια σαν ταχυδακτυλουργικό τρικ, είμαι έξαλλη μαζί σου: πώς τόλμησες να μην;

Υπάρχουν ένα σωρό τρόποι να πιάσεις κουβέντα με έναν άνθρωπο κι άλλοι τόσοι να πιάσεις κουβέντα με έναν συγγραφέα που αγαπάς αν αναπάντεχα τον δεις, αλλά μόνο δύο κατηγορίες ανθρώπων όταν αναπάντεχα βλέπουν έναν συγγραφέα που αγαπούν: αυτοί που κοσκινίζουν ακαριαία τον σωρό των τρόπων, διαλέγουν έναν –ας μην είναι ο σωστός– και του μιλάνε («Συγγνώμη, εσείς δεν είστε ο Ντέιβιντ Μίτσελ; Έχω βαφτίσει τα γατιά μου Ορίτο και Γιάκομπ από ένα βιβλίο σας») και αυτοί που στέκουν σε μια γωνιά και τον κοιτάνε, διακριτικά ή όχι, κι εξαφανίζονται. Ανήκω στη δεύτερη· με βρίζω που φόρεσα φόρεμα χωρίς τσέπες και δεν έχω τι να κάνω τα χέρια μου. Όπως πάντα, δεν έχω τις λέξεις.

Η γη αρνείται να ανοίξει και να με καταπιεί, τα πόδια μου αρνούνται να κουνηθούν για να φύγω κι αυτός πια με κοιτά ενοχλημένος ή ανήσυχος. Μια κίσσα προσγειώνεται στο άδειο τραπεζάκι και το χέρι του διαγράφει ένα ημικύκλιο προς τη μεριά της: «There’s your jay», λέει, και θέλω να βάλω τα κλάματα, επειδή είναι θαυμάσιο που αυτός είναι ανεξήγητα εδώ, αλλά απαίσιο που δεν ξέρω τι να κάνω την παρουσία του, ακριβώς όπως δεν ξέρω τι να κάνω τις λέξεις του. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να τον αφήσω με έναν χρησμό –κάτι που εκείνος θα θυμάται με απορία ή με θυμηδία, αλλά πάντως θα το θυμάται–, όμως το μόνο που μου έρχεται είναι εκείνο το σαιξπηρικό που τραγούδαγε στα «Κοκάλινα ρολόγια» το ντάλεκ, όταν ο άντρας της Χόλι γύρευε την κόρη τους: 

Golden lads and girls all must, 
as chimney-sweepers, come to dust.* 

Κάνω μεταβολή πριν δω στην έκφρασή του ότι με αναγνώρισε επιτέλους· ο ανήφορος βγάζει στο νεκροταφείο και αν πάρεις τον χωματόδρομο απέναντι, βγαίνεις σε ένα λιβάδι που πέρυσι μου είχε φανεί μαγεμένο. Φέτος δεν ξέρω καν αν θα μπορέσω να το ξαναβρώ. Οι αταξίδευτοι άνθρωποι απ’ τα λιγοστά τους ταξίδια δεν κρατάνε συντεταγμένες, ορόσημα, μνημεία. Κρατάνε πράγματα πολύτιμα, μα απολύτως άχρηστα στον προσανατολισμό – ένα χαμόγελο, τη θολούρα ενός μεθυσιού, τη γάτα που είχε χωθεί στο νοικιασμένο σπίτι, τον ιδρώτα στο χέρι του ανθρώπου τους, την πρώτη φορά που είδαν από κοντά κίσσα.

Α, η κίσσα. Την ακούω που φωνάζει πίσω μου. Δεν γυρίζω να τη ρωτήσω τι θέλει· της υπόσχομαι όμως ότι αν, επιστρέφοντας, αυτός είναι ακόμα εδώ, θα του εξηγήσω.

* Κι όλα τα πλουσιόπαιδα, όπως και οι φτωχοί στα τρία μέτρα θα θαφτούνε κάτω από τη γη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή