Ο συγγραφέας Δημήτρης Σωτάκης «ζει» μια περιπετειώδη εβδομάδα στην Άνδρο με τον Μάο Τσε Τουνγκ

Ο συγγραφέας Δημήτρης Σωτάκης «ζει» μια περιπετειώδη εβδομάδα στην Άνδρο με τον Μάο Τσε Τουνγκ

5' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παρόλο που του είχα διευκρινίσει εκατό φορές στο τηλέφωνο ότι αυτή την εποχή του χρόνου έκανε αφόρητη ζέστη, τον είδα να καταφτάνει ντυμένος με εκείνο το σκούρο σακάκι που φορούσε στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος. Με είδε από μακριά, πριν περάσει στην αίθουσα αφίξεων, και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα διάπλατο χαμόγελο. Χαιρόμουν κι εγώ που τον ξαναέβλεπα. Είχαν περάσει πια έξι μήνες από την τελευταία μας συνάντηση στην πόλη Χανγκ Τζόου, μια ομολογουμένως σπάνια ευκαιρία για μένα να τον γνωρίσω καλά και να σκηνοθετήσω το πολυαναμενόμενο ντοκιμαντέρ, το οποίο θα προβαλλόταν, μετά την ολοκλήρωση του μοντάζ, στην κρατική τηλεόραση, με τίτλο «Μάο Τσε Τουνγκ: Ο πατέρας ενός Έθνους». Η αναπάντεχη οικειότητα που αναπτύχθηκε μεταξύ μας ήταν αναμφισβήτητα μια ευχάριστη έκπληξη και για μένα τον ίδιο, κάτι που σαφώς ενισχύθηκε από το γεγονός ότι μιλάω την κινεζική γλώσσα με μεγάλη ευχέρεια. Ωστόσο, τα χνότα μας ταίριαξαν από την πρώτη στιγμή και ο Μάο κάθε λίγο και λιγάκι ήθελε να μοιράζεται μαζί μου ένα ποτηράκι «μπάι τζιόου»¹ και να μαθαίνει όσο γίνεται περισσότερα για τη χώρα μας. 

Λίγες ημέρες πριν επιστρέψω, και ενώ απολαμβάναμε μια βόλτα στην Απαγορευμένη Πόλη, μου το ξεφούρνισε χωρίς υπαινιγμούς: «Θέλω να έρθω στην Ελλάδα το καλοκαίρι! Το αφήνω πάνω σου, είμαι βέβαιος ότι θα κάνεις το καλύτερο!». Αρχικά θεώρησα ότι η εν λόγω δήλωσή του ήταν απλώς μια έκφραση ενθουσιασμού για την καινούργια αυτή φιλία μας και ότι πήγαζε από την ωραία ατμόσφαιρα που είχαμε δημιουργήσει κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Κίνα. Όταν όμως τον Απρίλιο η γραμματέας μου με ενημέρωσε ότι είχαν επικοινωνήσει μαζί μου από τα γραφεία του Γκονγκ Τσανγκ Ντανγκ², κατάλαβα αμέσως περί τίνος επρόκειτο. Η άφιξη του Μάο προγραμματίστηκε για τις 12 Ιουλίου 1973, στις δύο το μεσημέρι, με μια πτήση που έφτασε στην Αθήνα μέσω Φρανκφούρτης. Όσο κι αν προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση να ταξιδέψει με το προεδρικό αεροσκάφος. Ήθελε πάση θυσία να έρθει με μια κανονική πτήση και πρωτίστως να μην ανακοινωθεί πουθενά το ταξίδι του.  

Δεν χάσαμε χρόνο. Οδήγησα μέχρι το λιμάνι της Ραφήνας, από όπου θα αναχωρούσαμε για το νησί με τη «Χρυσή Άμμο» στις πέντε. Ο καιρός, ευτυχώς, ήταν ευχάριστος, έκανε ζέστη, αλλά όχι βασανιστική. Όταν πλέον είχαμε στρογγυλοκαθίσει σε κάτι πλαστικές καρέκλες στο κατάστρωμα, με ρώτησε απορημένος: «Πού πάμε;». «Στην Άνδρο, πού αλλού;» αποκρίθηκα και βολεύτηκα καλύτερα στην καρέκλα μου. «Τι είναι αυτό;» ξαναρώτησε ο Μάο, ενώ παρατηρούσε με μεγάλο ενδιαφέρον ένα τσούρμο τουριστών που βόλταραν λίγα μέτρα μακριά μας. «Το νησί μου, το ωραιότερο νησί!» συνέχισα και τον κοίταξα με προσοχή για πρώτη φορά από την ώρα που είχε φτάσει. Έμοιαζε με ένα μεγάλο παιδί. Τα μάγουλά του ήταν ροδαλά και τα μάτια του πεινασμένα για περιπέτεια. Και πράγματι δεν διαψεύστηκα. Από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο Γαύριο, ξεκίνησε μια τρέλα, που με κράτησε ξάγρυπνο μέχρι την ώρα που τον πήγα πίσω στο αεροδρόμιο, μία εβδομάδα μετά. 

Από το λιμάνι πήραμε ταξί για το Κόρθι. Εκείνος επέμενε να μπούμε στο λεωφορείο, του εξήγησα ότι θα ήταν πολύ κουραστικό και θα έπαιρνε πολλή ώρα και ότι οι συνθήκες δεν θα ήταν ιδανικές ‒ μπορεί να υπήρχαν ακόμα και κότες στο όχημα. Μου απάντησε ότι δεν έβρισκε τίποτα κακό στις κότες και ότι στην Κίνα είχαν πολλές, μα δεν του έκανα το χατίρι. Ύστερα από μια διαδρομή με εκατοντάδες στροφές, φτάσαμε στον προορισμό μας. Το ταξί μάς άφησε απέναντι από τον μόλο, ακριβώς έξω από το μπακάλικο της κυρα-Μαρίας, του οποίου τα πάνω πατώματα λειτουργούσαν και ως ενοικιαζόμενα δωμάτια. Του είπα να φορέσει το μαγιό του, γιατί θα πηγαίναμε για μπάνιο. Μέχρι να φτάσουμε, μου περιέγραφε αναλυτικά τον τρόπο που είχε διασχίσει τον ποταμό Γιανγκ Τσε δεκαεφτά ολόκληρες φορές. Του εξήγησα ότι η θάλασσα της Άνδρου δεν έχει καμία σχέση με τα νερά της Κίνας και πρέπει να προσέχει. 

Στην πραγματικότητα, από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ο Γολγοθάς μου. Καθ’ όλη τη διάρκεια εκείνης της εβδομάδας, έτρεχα από πίσω του να τον μαζέψω. Όπου κι αν βρισκόμασταν, δημιουργούσε συνθήκες χάους, με αποτέλεσμα κάθε λίγο και λιγάκι να πανικοβάλλομαι. Την πρώτη νύχτα παρήγγειλα φρουτάλια, η οποία έφτασε σε ένα τεράστιο πιάτο και τοποθετήθηκε στο μέσον του τραπεζιού. «Τι είναι πάλι αυτό;» ρώτησε με γουρλωμένα μάτια. «Η ανδριώτικη σπεσιαλιτέ, μια τεράστια ομελέτα!» εξήγησα με λίγα λόγια, μα δεν χρειαζόταν περαιτέρω ανάλυση. Ζήτημα αν πρόλαβα να δοκιμάσω τρεις μπουκιές. «Είναι καλύτερο κι απ’ το 东坡肉 ³», φώναζε ενθουσιασμένος κι εγώ κουνούσα το κεφάλι μου μην έχοντας άλλο τρόπο να αντιδράσω – ομολογουμένως περίμενα κάπως διαφορετικό εκείνο το ταξίδι. 

Αισθανόμουν ότι κουβαλούσα μαζί μου ένα μικρό παιδί. Από τη μία αυτό ήταν ανακουφιστικό, είχε διαλυθεί η αμηχανία που ενδεχομένως θα είχα αν επιδείκνυε την αυστηρότητά του, μα από την άλλη το άγχος μου για την έκβαση αυτών των διακοπών όλο και μεγεθυνόταν. Είχα μαζί μου τον πατέρα ενός ολόκληρου έθνους, το παραμικρό στραβοπάτημα θα είχε οδυνηρές συνέπειες. Οι πρώτες τρεις ημέρες κύλησαν με τον τρόπο που σας περιέγραψα. Τον κυνηγούσα σε ό,τι παλαβομάρα έκανε, νοίκιασε ποδήλατο και ήθελε να πάει μόνος του μέχρι τη Χώρα, ανέβηκε στον θεόρατο βράχο στης «Γριάς το πήδημα»⁴, όρμησε πάνω σε ένα καΐκι και προσπαθούσε να πείσει τους ψαράδες να τον πάρουν μαζί τους στο παραγάδι και κάθε έξι ώρες έτρωγε και από μια φρουτάλια. Ήμουν ήδη απελπισμένος, το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν υπομονή, όμως κάθε στιγμή σκαρφιζόταν και κάτι καινούργιο. 

Ένα μεσημέρι που είχαμε ξαπλώσει λίγο να ξεκουραστούμε, ξύπνησα και δεν τον βρήκα στο δωμάτιο. Τρομοκρατήθηκα. Κατέβηκα γρήγορα κάτω, στο μπακάλικο, βρήκα την κυρα-Μαρία να κάνει δουλειές, κατάλαβε την αγωνία στο βλέμμα μου. «Τον χοντρό ψάχνεις; Είναι εκεί απέναντι με την κυρα-Μαριγούλα», μου είπε ατάραχη κι έτρεξα να τον αναζητήσω. Με είδε και χαμογέλασε. «Έλα γρήγορα», μου είπε. «Παντρεύομαι!». «Πώς;» ρώτησα αυθόρμητα και κοίταξα φευγαλέα εκείνη την κυρία. Ο Μάο συνέχισε εκστασιασμένος: «Η κυρία Μαριγούλα, από δω, έχει μια όμορφη κόρη, τη Φραντζέσκα. Θα παντρευτούμε!». «Τι είναι αυτά που λες; Κατ’ αρχάς έχεις ήδη παντρευτεί τέσσερις φορές και η κόρη της κυρα-Μαριγούλας σε μια δυο μέρες θα γεννήσει εμένα, δεν μπορώ να σου εξηγήσω περισσότερα τώρα». Ευτυχώς δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να λύσει αυτό το μεταφυσικό παζλ και προτίμησε να αρκεστεί στη σιγουριά μιας ακόμα φρουτάλιας. Κάπως έτσι πέρασε εκείνη η μακρινή πια εβδομάδα του Ιουλίου του 1973, με τον Μάο να απολαμβάνει την Άνδρο με όλη του την ψυχή. Άλλωστε, τρία χρόνια μετά θα έφευγε από αυτή τη ζωή, ενώ αυτό το νησί θα γινόταν ο τόπος των δικών μου παιδικών αναμνήσεων. Εκεί θυμόμουν τη μητέρα μου, κορίτσι ακόμα, να στρώνει το τραπέζι όταν γυρίζαμε από τη Σάριζα. Εκεί, πολλά χρόνια αργότερα, θα έσωζε ο αδερφός μου μια γυναίκα από βέβαιο πνιγμό. Εκεί θα επέστρεφα με ένα κορίτσι από τα Βαλκάνια πολύ αργότερα για να της δείξω το σημείο όπου καθόταν κάποτε ο Μεγάλος Τιμονιέρης και καταβρόχθιζε τις φρουτάλιες του.    

1 Παραδοσιακό κινεζικό ποτό λευκού χρώματος, παρόμοιο με τη ρακή.
2 Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας.
3 Κινεζικό πιάτο, βασισμένο στο χοιρινό λίπος, προφέρεται «ντονγκ πο ρόου».
4 Γνωστή παραλία της Άνδρου, στην οποία δεσπόζει ένας βραχώδης σχηματισμός, που θυμίζει μορφή γριάς γυναίκας

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή