Ο συγγραφέας Στράτος Μυρογιάννης «επισκέπτεται» το φρούριο της Αλάμπρα με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Ο συγγραφέας Στράτος Μυρογιάννης «επισκέπτεται» το φρούριο της Αλάμπρα με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες

5' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν θυμάμαι πια τι μέρα ή ποια χρονιά ήταν. Θυμάμαι, όμως, ότι ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. «Τον είδα». Ακούγεται σαν ευφημισμός. Εδώ και πολλά χρόνια, τα μάτια μου δεν βλέπουν παρά μόνο τη δική μου εκδοχή του κόσμου. Σκιές από όνειρα και μνήμες πάνω σε μαύρο καμβά. Η Αλάμπρα; Ήταν η τελευταία μου επιθυμία. Η μητέρα των ανεκπλήρωτων ευχών μου. 

Ξύπνησα νωρίς και έφτασα πρώτος. Όσο τον περίμενα, ένα ζεστό αεράκι χάιδευε το πρόσωπό μου. Άνοιξη. Οι τουρίστες λιγοστοί. Πάνω μου, μόνο ο ήλιος και ένας γαλάζιος ουρανός. Κάτω, ο απέραντος κάμπος, λουσμένος στο φρέσκο φως της αυγής. Μέσα του, σαν σε αίθουσα χορού, οι αιματόσαρκες πορτοκαλιές, γοητευτικές κυρίες, χόρευαν στον ρυθμό του πρωινού. Στα μάτια μου φάνταζαν χορεύτριες του flamenco. Ανέδιδαν λίγο λίγο, σαν ναρκωτικό, το μεθυστικό τους άρωμα. Λίγο αργότερα θα μάθαινα ότι ο κάμπος ήταν γεμάτος λεμονιές. Πεισματάρικες και ευαίσθητες. Δεν μου έκανε καμία έκπληξη. Ποτέ δεν είχαμε συμφωνήσει πώς ήταν ο κόσμος. Δεν έχει σημασία πια. Ούτε και τότε είχε. Άλλωστε, ο κόσμος είναι ένα βιβλίο. Και ο καθένας διαβάζει ό,τι θέλει. Και καταλαβαίνει ό,τι νομίζει. Το σίγουρο είναι ότι ο κάμπος της Γρανάδας ήταν (και είναι ακόμη) γεμάτος δέντρα. Και η Αλάμπρα, η αδιαμφισβήτητη κορωνίδα της πόλης. Η βασίλισσα. Δεν την αποκαλούσαν τυχαία «το ρόδο της Ανδαλουσίας».
 
Αφού χαιρετηθήκαμε εγκάρδια, περάσαμε τη στενή και χαμηλή πύλη. Όπως κάθε φορά, τον άφησα να κάνει την ξενάγηση. «Τώρα περνάμε πάνω από την τάφρο και πλησιάζουμε στην κεντρική είσοδο. Μπήκαμε στο φρούριο της Αλάμπρα». Κάτω από τα πόδια μου ένιωθα το κενό, αυτό που προσπαθούσε να νικήσει η μικρή γέφυρα. Έντεκα βήματα όλα κι όλα. Φαινόταν, όντως, χαμηλή και στενή η κεντρική πύλη. Περίεργο, σκέφτηκα, είναι η πρώτη φορά που συμφωνούμε. «Προχωράμε εσωτερικά της οχύρωσης, κατά μήκος της αριστερής πλευράς του συμπλέγματος. Δεξιά μας, μια συστάδα δέντρων, κοντά κυπαρίσσια και στο βάθος μικρά κηπάρια, σε περίτεχνα σχέδια, γεμάτα με χαμηλά διακοσμητικά λουλούδια». Η μείξη των γλυκών αρωμάτων μού θύμισε την πατρίδα. «Στο βάθος, το συμπαθητικό μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, ορθογώνιες αίθουσες, δύο όροφοι, παραδοσιακές σκεπές με κεραμίδια. Γύρω του, καλοσχεδιασμένοι κήποι με στενούς περιπάτους». Ένιωθα το φτωχό και ασκητικό κτίσμα από τις ανεπαίσθητες δονήσεις του εδάφους στα βήματά μου. Δεν θα ήταν κάτι περισσότερο από ένα σύμπλεγμα μεσαίων και μικρών κτιρίων, για τις θρησκευτικές ανάγκες των πιστών. Μικρό, χωρίς έμπνευση, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους γοητευτικούς κήπους γύρω του.

Συνεχίζοντας τη βόλτα μας, βρεθήκαμε σε ένα μέρος του κάστρου όπου δέσποζαν επιβλητικά κτίρια, μια αρχιτεκτονική (σχεδόν) μνημειακής κλίμακας. Η ματαιοδοξία της ανθρώπινης παρέμβασης δεν περνούσε απαρατήρητη. Μπορούσα να μυρίσω το κόκκινο τούβλο και το μάρμαρο. Τα έργα τέχνης και οι περίτεχνα σκαλισμένες κολόνες των κτιρίων πρόδιδαν το μέγεθος της ματαιότητας, της περηφάνιας των ανθρώπων που κάποτε έζησαν εδώ. «Δεξιά μας η Σάντα Μαρία της Αλάμπρα και αμέσως μετά το Παλάτι του Καρόλου Ε´, με την περίφημη ανοιχτή κυκλική αυλή, και λίγο πιο μέσα το Αίθριο των Λεόντων, με τις μαρμάρινες προτομές δώδεκα λιονταριών». Το μάρμαρο το ένιωθα. Μπορούσα να το ακουμπήσω. Μέσα στο μυαλό μου, τα δάχτυλά μου ήδη διέτρεχαν τη ράχη του πιο άτυχου από τα λιοντάρια, αυτό με το κομμένο αριστερό αυτί. Ο χρόνος δεν του έκανε τη χάρη. Ακόμα και από μακριά, το ένιωθα κρύο και περήφανο. Κουρασμένο από τους αιώνες, υπέμενε καρτερικά τον θαυμασμό και το δέος των τουριστών. 

Ο συγγραφέας Στράτος Μυρογιάννης «επισκέπτεται» το φρούριο της Αλάμπρα με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες-1
Εικονογράφηση: Δημήτρης Τσουμπλέκας

«Τώρα φτάνουμε στο δυτικότερο άκρο της καστροπολιτείας, την οχυρωμένη ακρόπολη. Εδώ κυριαρχούν ψηλοί πύργοι, πολεμίστρες, οχυρώματα και προμαχώνες». Μπορούσα σχεδόν να δω τους νεκρούς που χάθηκαν στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν την κορυφή και μαζί την αθανασία. Στοίχειωναν τον αέρα. Σε αυτό το περιβόλι του θανάτου ακουγόταν ανεπαίσθητα μια ιαχή αλλόκοσμη. Στο αυτί μου έφταναν ψίθυροι από εκατοντάδες χρόνια, ψίθυροι από χιλιάδες φωνές, που μιλούσαν με παράπονο για ένα τελευταίο φιλί, που δεν ήρθε ποτέ, και ένα ύστατο χάδι, που δεν πρόλαβε να χαρεί το χέρι τους. Αναρωτιόμουν τι βλέπουν άραγε οι τουρίστες πάνω από τις τεράστιες πέτρες και τους ψηλούς πύργους. 

Σε μια στιγμή, άφησα το χέρι του, κράτησα σφιχτά το μπαστούνι μου και περπάτησα αργά μέχρι την άκρη. Από κάτω ανέβαινε ζεστός ο αέρας της άνοιξης. Έφερνε μαζί του τα ηδονικά αρώματα των δέντρων, το λάδι που έκρυβαν μέσα τους, σαν έγκυες γυναίκες, οι αιωνόβιες ελιές και τα όνειρα της Μεσογείου για ταξίδια που δεν έγιναν, για χέρια που δεν αντάμωσαν ξανά όσο κι αν το ήθελαν, για υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν. Όχι γιατί οι άνθρωποι είναι ανεύθυνοι, αλλά γιατί ο χρόνος είναι αμείλικτος. Ένιωθα σαν στην πλώρη ενός πειρατικού, που διασχίζει τους αιώνες με καιρό και με ήλιο, με θάνατο και ζωή. 

Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Παρά τη λεπτομερή ξενάγηση, δεν άκουσα τίποτα για τον ξακουστό πύργο της Ισαβέλλας και του Φερδινάνδου, τον Torre de la Vela, αν και στεκόμουν δίπλα του. Ούτε για την Πύλη της Δικαιοσύνης άκουσα. Ωστόσο, περάσαμε από μέσα της. Για την Πλατεία των Δεξαμενών, κουβέντα. Για το κρυφό κελάρι, που βρίσκεται δίπλα της, κάτω από τον Πύργο του Κρασιού, καμία μνεία. Και όμως, αν πλησιάσεις αρκετά, θα ακούσεις τους υγρούς του τοίχους να φωνάζουν ακόμη τα ονόματα παρθένων γυναικών. Θα ακούσεις άνδρες να ουρλιάζουν από πόθο μέσα στις βαριές πανοπλίες τους. Δεν άκουσα τίποτα για το Αίθριο της Λίμνης και το μαρμάρινο δάπεδό της. Τα χρυσόψαρα εδώ κολυμπούν αμέριμνα στους αιώνες. Τα καλοκαιρινά βράδια, αν κοιτάξεις προσεκτικά τον ουράνιο θόλο, λένε ότι τα βλέπεις να καθρεφτίζονται, τόσο που μοιάζουν με πεφταστέρια. 

Τον αποχαιρέτησα, όπως κάθε φορά, με μια ζεστή χειραψία. Αυτός με αγκάλιασε με σεβασμό και βαθιά ευγνωμοσύνη. Δεν το είχε ξανακάνει. Σαν να ήξερε. Τον ευχαρίστησα για την ωραία και λεπτομερή ξενάγηση. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για έναν χρόνο μετά, όπως πάντα. Ήξερα ότι δεν θα τον έβλεπα. Ποτέ ξανά. Ένιωσα ότι το ήξερε και εκείνος. Μετά από τόσα χρόνια, είχε αρχίσει, επιτέλους, να βλέπει με τα μάτια της ψυχής. Μετά από τόσα ταξίδια. Μετά από τόσα βιβλία. Ήμουν πια ήρεμος. Για πρώτη φορά. Τον έβλεπα να φεύγει. Φαινόταν ευτυχισμένος και χαρούμενος. Ακόμη δεν το είχε καταλάβει. Θα το καταλάβαινε. Μόνο που δεν θα ήμουν εκεί, μαζί του, να μοιραστούμε τη χαρά. Δεν με πείραζε. Ίσως και να με πείραζε λίγο, άνθρωπος είμαι και εγώ. Βέβαια, ο καθένας βλέπει αυτό που θέλει να δει, αυτό που έχει ανάγκη να δει. Τα πράγματα είναι αφορμές για να βρούμε τον εαυτό μας. Και ο νεαρός, που τώρα κατηφόριζε χαρούμενος, μόλις τον είχε βρει. Κι ας μην το ήξερε ακόμη. Την Αλάμπρα, βέβαια, την ήξερε καλά. Όσο για μένα, πρώτη φορά την έβλεπα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή