Η συγγραφέας Μαρία Γιαγιάννου «χορεύει» με τη Louise Brooks πάνω από το Μπρόντγουεϊ

Η συγγραφέας Μαρία Γιαγιάννου «χορεύει» με τη Louise Brooks πάνω από το Μπρόντγουεϊ

5' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην ακούραστη και μάταιη αναζήτηση μιας κάποιας αθανασίας, στην οποία έχω σπάταλα αφιερώσει μέρος της φαιάς ουσίας των 25 μου Μαΐων, καταλήγω στο ότι είναι δύο οι μέθοδοι επιμήκυνσης της ζωής: η μία είναι το διάβασμα και η άλλη το ταξίδι. Αυτό που πραγματικά κάνουν δεν είναι βέβαια ότι μακραίνουν τη ζωή· δημιουργούν όμως μια σωτήρια διχάλα προς ένα διαγώνιο παρόν, μια σκουληκότρυπα στο δεδομένο χρονικό σημείο όπου στέκεται ο επίδοξος φυγάς, δηλαδή εγώ.

Όταν λοιπόν η μελέτη για το διδακτορικό μου άρχισε να μοιάζει με το αντίθετο του ταξιδιού, δηλαδή μια στατική λακκούβα χωρίς έστω μία τρύπα να χωθώ κάπου πιο βαθιά, κοιτάχτηκα με θάρρος στο τζάμι της φωτογραφίας της Λουίζ Μπρουκς, που μου χρησίμευε ως καθρέφτης στο χολ. Θα μπορούσα ποτέ να κατοικώ σε κάποια από τις ταινίες που ανέλυα στη διατριβή μου; Ήμουν ψηλή και αθλητική, πάντα με φόρμες, ξανθιά σε σημείο αλβινισμού, σχεδόν χωρίς φρύδια, με γωνιώδη ζυγωματικά και αγωνιώδη ερωτηματικά. Ταίριαζα μάλλον στον νεότερο πειραματικό κινηματογράφο (στο weird cinema ίσως) παρά στο Χόλιγουντ. Εκείνες οι χαριτωμένες γυναίκες της δεκαετίας του 1920, τόσο πορσελάνινες και χειραγωγήσιμες, τι σχέση είχαν μ’ εμένα, μια woke φοιτήτρια των cinema studies, υπέρμαχο μιας πολύ πιο περίπλοκης και αμφίβολης ομορφιάς, αθέατη στον τρόπο ζωής μου, ανέγγιχτη από πολυτέλειες και άτυχη στον έρωτα; Ναι, με πονά. Με πονά, αλλά έχω τις διχάλες μου και ξεχνιέμαι. Ήμουν στο σημείο –κάθε τζάμι που καθρεφτίζει είναι ένα απόλυτο σημείο: βλέπεις τον πέρα κόσμο και πάνω του το διαπερατό πρόσωπό σου– και το ταξίδι με καλούσε. 

Τη συνάντησα στην Times Square. Ήταν καθισμένη σε έναν πάγκο, εξηντάρα, τα μαλλιά της μακριά, άβαφα, σφιγμένα σε μια χαμηλή κοτσίδα. Στα γόνατά της κάτι που έμοιαζε με τάμπλετ. Απογοητεύτηκα. Μα ποια ακριβώς περίμενα να συναντήσω; Ή μάλλον τι; Τι περίμενα να συναντήσω; Το «It girl» φυσικά… Τον απόλυτο συνδυασμό ομορφιάς και προσωπικότητας, ένα έμφραγμα σαγήνης! Αυτό που ονειρευόμουν καθώς η πολύχρωμη καρδιά της Νέας Υόρκης χτυπούσε με ένταση στο στήθος μου, αυτό που προσδοκούσα όταν ο φίλος μου Τ. Τ. κανόνισε το ραντεβού, ήταν μια δεκαεννιάχρονη και ασπρόμαυρη Λουίζ Μπρουκς. Ναι, είναι τρελό, αλλά ασπρόμαυρη την ήθελα, όπως στις ταινίες της που με τόσο μόχθο και αγάπη είχα μελετήσει. Μια Χιονάτη να λάμπει μέσα στο σκοτάδι της λευκής της νιότης, με την εβένινη κόμη-κράνος της να προστατεύει πολεμικά τα μαλακά γάγγλια του εγκεφάλου της. Ήθελα τη Hellcat, να ξεσκίσει με την ερωτική της κομψότητα τα εκτυφλωτικά billboards, και σίγουρα δεν ήθελα τη μετέπειτα κυρία «Αφήστε-με-να-διαλυθώ-ευτυχισμένα-με-βιβλία-τζιν-τσιγάρα-καφέ-ψωμί-τυρί-και-μαρμελάδα-βερίκοκο».

«Καλησπέρα, είμαι η Σ., η φίλη του Τ. Είστε η… Λουίζ Μπρουκς;» Σηκώθηκε και έτεινε το χέρι της. Το έπιασα και ήταν ζεστό. Πίστευα ότι θα ήταν άσπρο και δροσερό σαν κρίνος. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, ευχαριστώ που δεχτήκατε να συναντηθούμε». Προς μεγάλη μου έκπληξη, η Λουίζ έμεινε αμίλητη. Σταθεροποίησε αυτό που έμοιαζε με τάμπλετ και έγραψε κάτι πάνω του. Το γύρισε προς το μέρος μου. Welcome to New York! Ήταν ένα μαύρο πινακάκι πλαισιωμένο από μια λευκή γραμμή. Σε κάθε γωνία του είχε ένα λουλουδάτο γραμμικό σχέδιο, τύπου αρ ντεκό. Η έκπληξή μου πρέπει να φάνηκε όταν κατάλαβα ότι επρόκειτο για μια κάρτα μεσοτίτλων, από εκείνες όπου εμφανίζονταν οι διάλογοι στον βουβό κινηματογράφο ανάμεσα στις σκηνές δράσης. Βρισκόμασταν ανάμεσα στη δράση. Δηλαδή εκτός κινηματογράφου, στη ζωή. Η βουβή γυναίκα μού χαμογέλασε. Μου ξέφυγε ένα ρουθούνισμα μαζί με ένα χαζό γελάκι. 

Πήραμε τον δρόμο προς το Μπρόντγουεϊ. Η αρχιτεκτονική της Νέας Υόρκης, που τις πρώτες μέρες προκαλούσε με την υπερπροσφορά της τη χωρητικότητα των ματιών μου, με έσπρωχνε να μετράω με πάθος το πλατύ και ψηλό μέτωπο της πόλης και να ονομάζω τα πρωτόφαντα σχήματά της, είχε τώρα γίνει ένα σκέτο σκηνικό από φως. Αφού η Λουίζ Μπρουκς είχε χρώμα, το χρώμα έπρεπε να εγκαταλείψει τη Μητρόπολη. Αφού η πραγματική, η ηλικιωμένη Λουίζ ήταν μια παλέτα ξεθωριασμένων χρωμάτων, η Νέα Υόρκη έπρεπε να επανορθώσει και να γίνει ένα έντονο κιάρο-σκούρο, μια μαυρόασπρη δική μου προβολή. 

Πριν τη συναντήσω, είχα προλάβει να ζηλέψω τα Brownstones και τα Townhouses, να καταπιώ τη φωνή μου μπρος στην κατακόρυφη/τη σπειροειδή/την πιξελόμορφη φαντασία του Ρέντσο Πιάνο/του Φρανκ Λόιντ Ράιτ/του Ζαν Νουβέλ, να φρίξω ηδονικά μπροστά στα χρυσά αγάλματα του Rockefeller Center, να χάσω το έδαφος μπρος στο μνημείο της 11ης Σεπτεμβρίου, να χαρώ σαν νήπιο μπροστά στο τριγωνικό Flatiron, να εξοικειωθώ με τα παλαιοφουτουριστικά ζιγκουράτ των 1920s και των 1930s, τύπου Empire State Building. Τώρα η Λουίζ ήταν εδώ και δεν μιλούσε, κι αυτή η βουβή της επιμονή την έκανε ένα κτίριο χωρίς ταυτότητα που μου στερούσε όσα μπορούσα να κερδίσω από την ιστορία του.

Περπατούσαμε μαζί, πλάι πλάι, και ξάφνου η ηλικιωμένη διανοούμενη που κάποτε ήταν μια ερωτική δροσοσταλίδα, με τράβηξε. Νομίζω πως ένα κομμάτι μου ευχήθηκε να με φιλούσε. Ήμασταν έξω από το Rialto. Είχα διαβάσει ότι το σινεμά είχε κλείσει, αλλά, όπως φαινόταν, λειτουργούσε μια χαρά και μάλιστα είχε πρεμιέρα. «What good is sitting all alone in your room*» μου έγραψε βιαστικά στο πινακάκι της. «Come hear the music play*…?» της ανταπάντησα ερωτηματικά. Μου έγνεψε «Ναι». Γνώριζα καλά το «Cabaret» και αγαπούσα τη Λάιζα Μινέλι. Η Λουίζ μού έδειξε τον εαυτό της. «It’s me», μου έγραψε. «Εμένα κάνει η Μινέλι». Ω, ναι! Ναι, φυσικά, Λουίζ, εσένα. Είχα αργήσει, αλλά τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι όντως την είχα απέναντί μου, εκείνη, τη Λουίζ Μπρουκς αυτοπροσώπως, και οι πόρτες του κτιρίου της ήταν ανοιχτές. 

Bρεθήκαμε στην ταράτσα του Rialto. Η μαγική τρέλα του Μπρόντγουεϊ μοιρασμένη σε σκηνές, με αμέτρητους θεατές να παρακολουθούν τα μουσικοθεατρικά πλάσματα και να καθρεφτίζονται στο αόρατο τζάμι τους, απλωνόταν κάτω από τα πόδια μας. Στα μάτια της μεγάλης Λουίζ είδα την αναίδεια της μικρής. «Τελικά, ήσουν ελαφριά ή σοβαρή;» τη ρώτησα. «Και τα δύο», μου έγραψε. Και τα μάτια μου άνοιξαν. «Έχω μια φωτογραφία σου, θα μπορούσες να μου την υπογράψεις;» Κοίταξε τη γυμνή της εικόνα. «Αν ζούσα σήμερα, θα τους ξέσκιζα στα δικαστήρια», μου έγραψε. Πράγματι, δεν είχε δώσει την άδειά της. Εγώ την κρατούσα όμως με αγάπη, γιατί την είχα σαν εικόνισμα, όχι σαν σώμα. «Λυπάμαι, Λουίζ». Κι έτσι η γυμνή Λουίζ έπαψε να μου ανήκει.

«Jazz was my garment. A hot-blooded flapper I was», μου έγραψε. «Σεξ χωρίς ενοχή», συμπλήρωσε. Έπειτα τα έσβησε με ένα πανάκι και συνέχισε: «Χόρευα καλά». «Αχ, αν χόρευες, λέει! Αλλά με φόβιζε ο τρόπος σου, Λουίζ. Ήσουν πολύ ανέμελη μέσα στα θηρία. Το φόρεμά σου ήταν… κατάλαβες; Δηλαδή, με φοβίζει ο τρόπος που χόρευες. Μακάρι να ήμουν εσύ», της είπα ντροπαλά. «Not easy», έγραψε πάλι και μου έπιασε το χέρι. Ήταν λευκό και δροσερό σαν κρίνος. Τότε η Λουίζ Μπρουκς εξαφανίστηκε από τα μάτια μου. Μια αληθινή γυναίκα εμφανίστηκε στη θέση της. Και στο τζάμι της φωτογραφίας του χολ, ανάμεσα σ’ εκείνη και στον πίσω κόσμο, ήμουν πάλι εγώ.

* Στίχοι από το «Cabaret», που ερμήνευσε το 1972 η Λάιζα Μινέλι στην ομώνυμη ταινία του Μπομπ Φος. 

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή