Στην Πολύαιγο, η Τσουκαρέλα, η Ρόσα και η Τζίνα ανακάλυψαν τα όρια της διαφορετικότητας

Στην Πολύαιγο, η Τσουκαρέλα, η Ρόσα και η Τζίνα ανακάλυψαν τα όρια της διαφορετικότητας

5' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φέτος το καλοκαίρι συνειδητοποίησα τι είναι αυτό που με ενοχλεί τόσο πολύ με τις ορδές των τουριστών. Είναι πως όπου ταξιδεύω, δεν ενδιαφέρεται κανείς για μένα. «Μα τι είναι αυτά που λες, Τσουκαρέλα*;» θα ισχυριστεί κάποιος. «Όλα συμβαίνουν για να βρίσκεσαι στο επίκεντρο. Οι εργαζόμενοι στον τουρισμό είναι πλέον πρόσχαροι, καλοντυμένοι, ευγενικοί. Το σέρβις επαγγελματικό. Τα καταλύματα φροντισμένα. Η ποιότητα του φαγητού ανεβασμένη (το ότι δεν βρίσκεις απλή χωριάτικη, χωρίς μους φέτας, είναι άλλη κουβέντα)». Και συμφωνώ. Η ποιότητα έχει ανέβει. 

Αυτό όμως που εγώ εννοώ είναι πως δεν είναι εύκολο να βρεις σήμερα ένα μέρος όπου το να είσαι τουρίστας έχει σημασία. Θυμάμαι πριν από μία δεκαετία, όταν πηγαίναμε διακοπές στα νησιά, κάποιος θα μας σταματούσε και θα ρωτούσε: «Τίνος είσαι εσύ;». Και μετά: «Πώς είναι τα πράγματα στην Αθήνα;». Στο τέλος θα σχολίαζε χωρίς δεύτερη σκέψη: «Τι κάνεις εσύ εδώ μια γυναίκα μόνη με δύο παιδιά;». Όλη αυτή η «ανάκριση» μου λείπει. Όσα με έκαναν να αισθανθώ σημαντική και εκείνα που με βοηθούσαν να αναστοχαστώ τη ζωή. Την ίδια ώρα θα έβρισκα όλες τις απαντήσεις που δεν περιλάμβανε ακόμα και ο πιο ενημερωμένος ταξιδιωτικός οδηγός: «Πώς νιώθεις όταν θέλεις να φύγεις και έχει απαγορευτικό;», «Ποιος ταβερνιάρης αγοράζει κρέατα από το σούπερ μάρκετ και ποιος από ντόπιους κτηνοτρόφους;», «Ποια τα παρατσούκλια και πώς προέκυψαν;». Ονειρευόμασταν για λίγο ο ένας τον κόσμο του άλλου. Μπαίναμε στη θέση του. Και έπειτα, κουβέντα στην κουβέντα, καταλήγαμε στο «περάστε να σας κεράσουμε έναν καφέ». 

Στην Πολύαιγο, η Τσουκαρέλα, η Ρόσα και η Τζίνα ανακάλυψαν τα όρια της διαφορετικότητας-1

Ποιος μπορεί, όμως, σήμερα να καλέσει τις ορδές των τουριστών για ένα καφεδάκι; Εξάλλου, δεν είναι αυτό ο τουρισμός. Ο τουρισμός είναι πώς θα μπορέσεις να βγάλεις λεφτά από τον ταξιδιώτη. Οι υπόλοιπες «συναλλαγές» έρχονται σε δεύτερη μοίρα. 

Με αυτές τις σκέψεις βρεθήκαμε κάπου όπου είχαμε σημασία: στην Πολύαιγο. Το νησάκι που έγινε διάσημο για τα καταπληκτικά νερά του και κάθε χρόνο οι ακτές του γεμίζουν σκάφη. Μέσα όμως στην καρδιά του κατοικεί ένα ζευγάρι βοσκών, ο Πέτρος και η Ελευθερία. Η παλιού τύπου γνωριμία «τίνος είσαι εσύ;» έγινε φιλία και να μαστε εδώ να ανηφορίζουμε κάθε χρόνο το μονοπάτι προς το σπίτι.

Είναι ένας χωμάτινος δρόμος που σε λίγα μέτρα οδηγεί σε έναν «μη τόπο». Η αίσθηση του χρόνου χάνεται. Βρισκόμαστε στο 1920 και από το πέτρινο σπίτι θα εμφανιστεί ένας βοσκός από κάδρο του Κώστα Μπαλάφα ή μήπως ο κόσμος τελείωσε και είμαστε ακόμα εδώ ως μοναδικοί επιζώντες; Σχίνα και πέτρες στο διάβα μας, ο χαρακτηριστικός βράχος με το όνομα Καλόγερος στον ορίζοντα. Όταν πια περνάμε το εκκλησάκι της Παναγίας κι ακούμε από μακριά το ραδιοφωνάκι που παίζει κολλημένο στο Δεύτερο Πρόγραμμα, έχουμε επιστρέψει στο σήμερα. 

Στην Πολύαιγο, η Τσουκαρέλα, η Ρόσα και η Τζίνα ανακάλυψαν τα όρια της διαφορετικότητας-2

Μας περιμένουν στο πόστο τους. Ο Πέτρος καθαρίζει το τραπέζι με το λάστιχο και η Ελευθερία φροντίζει τα νεογέννητα γατάκια στην αγκαλιά της. Είναι η ετήσια επιβεβαίωση πως και φέτος είμαστε εδώ όλοι στη θέση μας. Η ελπίδα πως και του χρόνου έτσι θα είναι τα πράγματα. Το πιο σπουδαίο είναι πως τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον κύκλο της ζωής – από τη γέννηση ως τον θάνατο. Ο Νετανιάχου είναι ο νέος, πολλά υποσχόμενος τράγος του κοπαδιού. Οι κοτούλες έχουν αυξηθεί. Τα μικρά τυφλά γατάκια ακόμα κρύβονται μέσα στο μπλε μπιτόνι που έχει διαμορφωθεί σε φωλιά. Και μαθαίνουν: πώς θα ανοίξει ο ανθός της μελιτζάνας, πώς φτιάχνεις το τυρί, πόσο ακόμα θα περιμένουμε για να κόψουμε τα σύκα και την αληθινή ανακύκλωση της αγροτικής οικονομίας, όπου ούτε φλούδα δεν πάει χαμένη. Όσα δηλαδή δεν θα μάθουν σε κανένα αξιοθέατο, ξενοδοχείο και εστιατόριο. 

Κατσικάκι με μακαρόνια, σαλάτες από τον κήπο και φρέσκο τυρί καταφτάνουν στο τραπέζι. Κάθε τρεις και λίγο μια κατσικούλα εμφανίζεται και η Ελευθερία την ταΐζει με το πιρούνι κομματάκια από τα σαλατικά. Η 11χρονη Ρόσα την αντιγράφει και η 7χρονη Τζίνα ακολουθεί. «Αυτό που είναι στο πιάτο μου είναι αυτό που ταΐζω;» μου ψιθυρίζει αργότερα η Ρόσα κάπως έντρομη. «Όχι, δεν είναι το ίδιο. Αυτό είναι ζωντανό», παίζω με τις λέξεις. Είμαι τόσο ενθουσιασμένη με τον ενθουσιασμό τους να κάνουν την κατσικούλα μέρος της παρέας, που δεν παρατηρώ ότι δεν ξανάβαλε τίποτα στο στόμα της. 

Στην Πολύαιγο, η Τσουκαρέλα, η Ρόσα και η Τζίνα ανακάλυψαν τα όρια της διαφορετικότητας-3

Ακόμα πιο ενθουσιασμένη είμαι που για πρώτη φορά μέσα στο καλοκαίρι δεν υπάρχει ανυπομονησία για το μετά: πότε θα φάμε παγωτό, πότε θα δούμε ταινία, πότε θα φύγουμε. Οι κατσίκες νίκησαν τάμπλετ και άλλα δεινά κι εμείς οι μεγάλοι έχουμε όλο τον χρόνο με το μέρος μας. Μιλάμε για τις ζωές μας. Δύο κόσμοι, σχεδόν ασύμβατοι, πλησιάζουν ώρα την ώρα. Κάθε χρόνο κλώθουμε τις ίδιες ιστορίες, ρωτάμε και απαντάμε ξανά τα ίδια. Οι βαθιές σχέσεις είναι σαν τα ιερά βιβλία: κάθε φορά που τα ξαναδιαβάζεις, καταλαβαίνεις κάτι παραπάνω.

Ξημέρωμα της επομένης μέσα στη βάρκα, περιμένουμε το πρώτο φως της μέρας για να μαζέψουμε τα δίχτυα. Τα βλέπουμε να ανεβαίνουν και μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τα είδη. Η Ρόσα είναι κατσουφιασμένη. «Σου το λέω, δεν ξανατρώω τίποτα ζωντανό», μου ψιθυρίζει. Την αγκαλιάζω και βγάζω από την τσάντα μία φέτα ψωμί. Τη στραβοκοιτάζει. «Το ψωμί έχει καρδιά;» με ρωτάει. «Δεν ξέρω. Μπορεί να έχει. Φτιάχτηκε με αγάπη», της απαντάω παιχνιδιάρικα. Τι την ήθελα την ποίηση; Μας έπνιξαν τα δάκρυα. 

Δίπλα μας η Τζίνα δεν έχει βάλει γλώσσα μέσα της από το πρωί. Ρωτάει το κάθε τι, πιάνει τα νεκρά ψάρια, τα μυρίζει, τα ζουλάει, επεξεργάζεται μάτια και εντόσθια. «Είσαι τέρας!» ουρλιάζει η Ρόσα. Η Τζίνα, που δεν χάνει ευκαιρία να ανοίξει καβγά, βάζει ένα ξεψυχισμένο ψάρι δήθεν στο στόμα της και το κουνάει πέρα δώθε. Επιστρέφω δυναμικά στον ρόλο του γονιού. Κουβέντες, συναινέσεις, γέφυρες επικοινωνίας. Ναι, ίσως τελικά, όσο και να προσπαθούμε, ποτέ δεν θα κατανοήσουμε ολοκληρωτικά ο ένας τον άλλο. Τουλάχιστον, ας κρατήσουμε ως δώρο των ταξιδιών την αυτογνωσία που μας προσφέρουν. 

* «Τσούκα» στη γλώσσα των Βλάχων της Ηπείρου σημαίνει «κορυφή». Η Τσουκαρέλα (2.295 μ.), η Τσούκα Ρόσα (1.987 μ.) και η Τσούκα Τζίνα (1.833 μ.) είναι τρεις κορυφές των βουνών της Πίνδου με βοσκότοπους, ορεινές διαδρομές και περιπάτους που αξίζει κανείς να ανακαλύψει. 

Στην Πολύαιγο, η Τσουκαρέλα, η Ρόσα και η Τζίνα ανακάλυψαν τα όρια της διαφορετικότητας-4
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ

◆ Η Πολύαιγος ανήκει στο δίκτυο Natura 2000, έχει κηρυχθεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας για τον Μαυροπετρίτη, ενώ στις ακτές της γεννά η μεσογειακή φώκια Monachus monachus.
◆ Τα μοναδικά αξιοθέατα του νησιού είναι η εκκλησία της Παναγίας (λειτουργεί κάθε 22 Αυγούστου), που την προσεγγίζει κανείς από την παραλία της Παναγιάς τ’ Αυλάκι, και ο Φάρος της Πολυαίγου (Φανάρα, όπως λέγεται), στον οποίο μπορεί κανείς να φτάσει μετά από 45λεπτη ανηφορική πορεία από την παραλία Αμμούρα.
◆ Θαλασσινές εκδρομές οργανώνονται στην Πολύαιγο από τη Μήλο και την Κίμωλο, ακόμα και από τη Σίφνο και τη Φολέγανδρο. Στα 27 χλμ. περίπλου του νησιού απολαμβάνει κανείς την εναλλαγή των τοπίων και των πετρωμάτων.
◆ Ένας από τους πιο παλιούς και καλούς θαλασσινούς στον χώρο είναι ο Κιμωλιάτης Βαγγέλης Βαμβακάρης (τηλ. 6972-272111), που όχι μόνο μεταφέρει με το πλοιάριό του τους ταξιδιώτες με ασφάλεια, αλλά και γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή: αμμουδιές, βυθούς, αλλά και την ιστορία του νησιού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή