Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες

Πέντε άνθρωποι των Σπετσών μάς συστήνουν το όμορφο νησί του Αργοσαρωνικού με τη δική τους ματιά.

8' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σπετσιώτισσα, καλλιτέχνις, 30 ετών, σπούδασε εικαστικά στο Άμστερνταμ, ζει στο σπίτι του προπάππου της κοντά στην Ανάληψη. Το καλοκαίρι δουλεύει στην γκαλερί Baraka, τον χειμώνα ασχολείται με τη δική της καλλιτεχνική δουλειά, ψαρεύει και περπατάει στη φύση. Η Εύα Βασιλείου είναι ένας από τους πέντε ντόπιους που μας βοηθούν να γνωρίσουμε το νησί της Ρεγκάτας και της Αρμάτας μέσα από ένα άλλο πρίσμα. Όλοι τους έχουν δει τις Σπέτσες των τεσσάρων εποχών: από τον πυρετό του καλοκαιριού μέχρι την ασάλευτη ησυχία του χειμώνα. Όλοι τους έχουν ουσιαστική σχέση με τις Σπέτσες, γιατί η ζωή τους συνδέεται με τα βασικά υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένο το νησί: τη θάλασσα, το τοπίο, την ιστορία, τα πρόσωπα που το σημάδεψαν, την τέχνη. Όλοι, με λίγα λόγια, τις γνωρίζουν βαθιά. 

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-1
Η εικαστικός Εύα Βασιλείου σπούδασε στο Άμστερνταμ και πλέον περνά μεγάλο μέρος του χρόνου στο νησί όπου μεγάλωσε. 

Μαθήτρια λυκείου ακόμα, η Εύα κοιτούσε μισονυσταγμένη έξω από το παράθυρο και έβλεπε «δεξιά τη θάλασσα και αριστερά βουνά, με άλογα να τρέχουν». Αν μεγάλωνε στην Αθήνα και από το παράθυρο του σχολείου της έβλεπε μπουγάδες και τέντες, θα ήταν μια άλλη καλλιτέχνις, με διαφορετικό βλέμμα και άλλα έργα; Μάλλον. «Σε κάθε νησί η φύση παίζει κυρίαρχο ρόλο», λέει κι έχει δίκιο, αφού κι εμείς μέσα στη φύση κουβεντιάζουμε, δίπλα στις ελιές και στα πεύκα, ανάμεσα στα γλυπτά της Ναταλίας Μελά. Η Εύα τη θυμάται. «Τα καλοκαίρια έβγαινα στον Άγιο Νικόλα και την έβλεπα ξαπλωμένη στο πεζουλάκι, με ένα πουράκι στο στόμα και από πίσω παρκαρισμένο το τρίκυκλο με τα λουλούδια. Πολλές φορές έκανε μπάνιο με το πουράκι, ανάσκελα, στη θάλασσα». Ανθρώπινη –κάθε άλλο παρά εξιδανικευμένη– η μεγάλη Ελληνίδα εικαστικός στη μνήμη της Εύας, αλλά ανθρώπινη και η επόμενη εικόνα που περιγράφει η ίδια για το πώς μεταμορφώνονται οι Σπέτσες. Αλλάζει δέρμα το νησί, ανάλογα με την εποχή, αφού, όπως έχει παρατηρήσει, «τον Αύγουστο ό,τι και να κάνει κανείς, περνάει, οι άνθρωποι δεν δίνουν πολλή σημασία». Από την 1η του Σεπτέμβρη, όμως, «τα μάτια ξαφνικά κοιτάνε περισσότερο», λες και ρυθμίζεται αυτόματα η θερμοκρασία του νησιού, τα ήθη και τα όριά του.

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-2
Η Γοργόνα, ένα από τα γλυπτά της Ναταλίας Μελά, στο παλιό λιμάνι. 

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-3
Ο Γρηγόρης Κατσουράνης είναι από τους πιο πεπειραμένους τεχνίτες βοτσαλωτών του νησιού. 

Βέρος Σπετσιώτης, όπως η Εύα, είναι και ο Γρηγόρης Κατσουράνης, με περισσότερους Αυγούστους στην πλάτη του, όμως με παρόμοια ενέργεια, αφού είναι αειθαλής και ενεργητικός σαν πιτσιρίκι. Ο κύριος Γρηγόρης είναι ένας από τους λίγους τεχνίτες που γνωρίζουν την τέχνη του βοτσαλωτού στις Σπέτσες, μια «δουλειά δύσκολη», γιατί «πρέπει να κάθεσαι κάτω επί οκτώ ώρες να βάζεις βότσαλα», με αποτέλεσμα να πονάνε τα γόνατα, τα χέρια και η μέση σου. Παρά την καταπόνηση, ένας τεχνίτης μπορεί μέσα σε ένα οκτάωρο να φτιάξει ένα βοτσαλωτό 2 τ.μ., συχνά πάνω σε κάποιο θαλασσινό θέμα, όπως είναι τα καραβάκια, οι γοργόνες, τα ψάρια, τα δελφίνια, τα χταπόδια, παρότι υπάρχουν και άλλα πιο περίεργα, όπως είναι ένα καμπαναριό ή ένας βρακοφόρος με φέσι. Έως έναν βαθμό πάντως γίνεται ανακύκλωση της θεματολογίας στα σχέδια («ξεσηκώνουμε τα παλιά»), κάτι που μάλλον συμβάλλει στην αισθητική αρμονία, περιορίζοντας τις παραφωνίες. Το ωραίο με τα βοτσαλωτά είναι ότι στολίζουν και τον δημόσιο χώρο και τα σπίτια, εκφράζουν δηλαδή και τη σπετσιώτικη κοινωνία ως σύνολο, αλλά και τον Σπετσιώτη σπιτονοικοκύρη. Σε ώρες προσωπικού χρόνου, όταν δεν ασχολείται με τα βοτσαλωτά ή άλλες εργασίες, ο κύριος Γρηγόρης συνηθίζει να πηγαίνει στο Καφενείο για να πιει βραδινό καφέ. Όχι μερακλίδικο ελληνικό με καϊμάκι, όπως περίμενα να μου πει, αλλά έναν παγωμένο φρέντο εσπρέσο. Κολυμπάει με τη γυναίκα του στην Αγία Μαρίνα, εκκλησιάζεται στην Ανάληψη, περνάει τα καλοκαίρια στο πατρικό του στα Κοκκινάρια και τους χειμώνες στο σπίτι του στην Ντάπια.

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-4
Ο Παντελής Κορακής, δεύτερης γενιάς καραβομαραγκός. 

Θεματοφύλακας μιας άλλης παραδοσιακής τέχνης, που είναι επίσης ταυτισμένη με τις Σπέτσες, είναι και ο Παντελής Κορακής, δεύτερης γενιάς καραβομαραγκός, που έχει έναν από τους επτά ταρσανάδες του νησιού, στο παλιό λιμάνι. Ο Παντελής έχει περάσει όλη του τη ζωή στις Σπέτσες, με μοναδικό διάλειμμα την περίοδο που πήγε στρατό. Άρχισε να μαθαίνει σε ηλικία 10-12 ετών δίπλα στον πατέρα του, που εκπροσωπούσε μια παλαιότερη γενιά καραβομαραγκών, η οποία πίστευε ότι η τέχνη δεν διδάσκεται, αλλά κλέβεται. «Αν το ’πιανες, το ’πιανες. Αυτή ήταν η νοοτροπία των παλιών». Τον ταρσανά τον πήρε στο όνομά του πριν από 23 χρόνια. Η απόσταση από το σπίτι του είναι δύο λεπτά με το μηχανάκι και η εργασιακή του καθημερινότητα περιλαμβάνει ένα υπαίθριο εργαστήριο μπροστά στη θάλασσα, με πεταμένα ξύλα, χήνες που πηγαινοέρχονται, τον ίδιο ξυπόλυτο και πίσω του έναν σκύλο χωρίς όνομα, ο οποίος τον ακολουθεί παντού, ακόμα και όταν μπαίνει μέσα στις βάρκες. Κόσμος έρχεται, η αδερφή του ψήνει καφέ, οι φίλοι του εμφανίζονται, πίνουν μία μπίρα, φεύγουν. Το μέρος μοιάζει με καφενείο. «Όλοι οι παραδοσιακοί ταρσανάδες καφενεία είναι», μου λέει. Είναι και χώροι σκληρής δουλειάς, όμως, αφού ο Παντελής επισκευάζει και κατασκευάζει ξύλινα σκαριά, αξιοποιώντας τα σχέδια που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Καταπιάνεται, μεταξύ άλλων, με ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά αλιευτικά και με καΐκια παραθεριστών που μένουν στις Σπέτσες. «Ένα ξύλινο σκάφος είναι σαν φίλος. Δεν είναι απρόσωπο, έχει δουλέψει πολύς κόσμος πάνω σε αυτό». Ο ίδιος έχει ένα τρεχαντήρι 9 μέτρων, την «Αγία Μαρίνα», που έφτιαξε πριν από μερικά χρόνια με τα χέρια του.

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-5
Ετερόκλητο το τοπίο στο παλιό λιμάνι, αφού οι ταρσανάδες συνυπάρχουν με γκαλερί, μπαρ, εστιατόρια. 

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-6
Η Μιράντα Μάρκου ασχολείται με την ιστιοπλοΐα εδώ και επτά χρόνια. 

Φαντάζομαι ότι αγαπάει πολύ τη θάλασσα, αφού δουλεύει δίπλα της, από αυτήν και γι’ αυτήν. Υπάρχει όμως μια Σπετσιώτισσα που νομίζω ότι την αγαπάει περισσότερο ή με έναν διαφορετικό τρόπο. Η Μιράντα Μάρκου είναι δεκατριάμισι χρονών, μαθήτρια Β΄ Γυμνασίου. Ως παιδί πήγαινε για μπάνιο στην παραλία Σχολές, κάτω από τον Ναυτικό Όμιλο, κι έβλεπε τα σκάφη να αρμενίζουν. «Μου άρεσε όλο αυτό και αποφάσισα να αρχίσω ιστιοπλοΐα». Ήταν δεν ήταν έξι χρονών, την τράβηξε όμως η θάλασσα και η ελευθερία του αθλήματος. Ξεκίνησε με bug, πέρασε σε optimist και πλέον έχει ένα laser. Ακούγοντάς τη να μιλάει για τα θετικά του laser ως σκάφους, για την επιθυμία της να πάει στον Πειραιά να δει την ακαδημία ιστιοπλοΐας του Ολυμπιακού και για το ότι έχει ακούσει πολύ καλά πράγματα για τον όμιλο της Αίγινας, σκέφτομαι πόση… βιταμίνη είναι για μια έφηβη το να ασχολείται χειμώνα καλοκαίρι με τη θάλασσα και όχι με τον υπολογιστή, πόσο σταθερά χτίζονται ο χαρακτήρας και η αυτοπεποίθηση όταν μαθαίνει από μικρή να κουμαντάρει ένα σκάφος. Και κυρίως τι ωραίο που είναι να είσαι δεκατριάμισι χρονών, να ζεις σε ένα μικρό ελληνικό νησί, να μένεις κέντρο απόκεντρο, εντός πόλης, αλλά εκτός Ντάπιας, και οι τρόποι μετακίνησής σου για το σχολείο, τους φίλους και τον όμιλό σου να είναι με ηλεκτρικό πατίνι, με τα πόδια ή με το μηχανάκι των γονιών σου.

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-7
Ο Παύλος Δεμερτζής-Μπούμπουλης στο Μουσείο Μπουμπουλίνας. 

Οι Σπέτσες όμως είναι ταυτισμένες με μια άλλη καπετάνισσα, πιο μεγάλη, μια γυναίκα που ξεπέρασε κατά πολύ τους περιορισμούς που επέβαλλε η κοινωνία στο φύλο της, αφού έγινε «η πρώτη γυναίκα ναύαρχος στην παγκόσμια ναυτική ιστορία», όπως μας λέει ο Παύλος Δεμερτζής-Μπούμπουλης για τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, προγιαγιά του προπαππού του. Ο Παύλος είναι 33 χρονών, ένας άνθρωπος σύγχρονος, χωρίς φουστανέλα και τσαρούχια, που όμως κουβαλάει ένα όνομα βαρύ, μακρινό και ταυτόχρονα οικείο. Ένα όνομα που θα είχε χαθεί από την οικογένειά του εάν δεν παρενέβαινε ο παππούς του, Χρήστος Δεμερτζής, σύζυγος της Ευφροσύνης το γένος Μπούμπουλη, ο οποίος «με επίσημο αίτημα προς το Υπουργείο Εσωτερικών ζήτησε να προστεθεί το Μπούμπουλης στο όνομα του γιου του, δηλαδή του πατέρα μου, για να μη χαθεί. Έτσι έχουμε και τα δύο επίθετα, Δεμερτζής-Μπούμπουλης». Πώς είναι να μεγαλώνεις στο νησί της Μπουμπουλίνας με αυτό το επώνυμο; «Όταν ήμουν παιδί, δεν ήταν τόσο εύκολο. Κατ’ αρχάς μεγαλώσαμε με ένα μουσείο πάνω από το κεφάλι μας. Με κυνηγούσαν στο σχολείο να κάνω το κάθε θέατρο, να πω το κάθε ποίημα.

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-8
Στο μουσείο της καπετάνισσας ξεχωρίζει το εκπληκτικό ταβάνι. 

Μεγαλώνοντας κατάλαβα τι εστί Μπουμπουλίνα, τι σημαίνει για όλο τον κόσμο και τι καθήκον έχω απέναντι σε αυτό το όνομα». Ο Παύλος, μαζί με τη μητέρα και τα αδέλφια του, είναι υπεύθυνος στο Μουσείο Μπουμπουλίνας, το οποίο στεγάζεται στο αρχοντικό της καπετάνισσας. Τα καλοκαίρια τα περνάει στο νησί, τους χειμώνες ανάμεσα σε Σπέτσες και Αθήνα. «Ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβριος είναι πανέμορφοι μήνες στις Σπέτσες. Τον χειμώνα είμαστε εμείς και οι γάτες, το οποίο βέβαια έχει μια ομορφιά, το νησί μυρίζει ακόμα πεύκο και θυμάρι». Όσο για το μουσείο, τους χειμερινούς μήνες παραμένει κλειστό. Η Μπουμπουλίνα κοιμάται. Μέχρι το επόμενο καλοκαίρι που θα ξυπνήσει το νησί, θα ξυπνήσει κι εκείνη, και θα έρθει για μία ακόμα χρονιά στη ζωή μέσα από τις αφηγήσεις των απογόνων της.

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-9
Η αρχιτεκτονική του Ποσειδωνίου είναι εμπνευσμένη από τα θέρετρα της Γαλλικής Ριβιέρας των αρχών του 20ού αιώνα. 

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-10
Ο κ. Μανώλης Βορδώνης είναι η ψυχή του Ποσειδωνίου.

ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟ, ΕΝΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ-ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ

Τα νεότερα χρόνια οι Σπέτσες σημαδεύτηκαν από δύο ανθρώπους. Η πρώτη είναι η Μπουμπουλίνα. Ο δεύτερος είναι ο Σωτήριος Ανάργυρος (1849-1928), Σπετσιώτης μετανάστης που έκανε τεράστια περιουσία στο εξωτερικό. Η ιστορία του και η σχέση του με το νησί δεν μπορούν να περιγραφούν εδώ, χρειάζονται βιβλίο. Μεταξύ πολλών άλλων, ο Ανάργυρος δημιούργησε την Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή (η οποία λειτούργησε ως κολέγιο μέχρι τη δεκαετία του 1980), αναδάσωσε τις Σπέτσες, που είχαν αποψιλωθεί για λόγους υλοτομίας και καλλιέργειας, οραματίστηκε και έχτισε το Ποσειδώνιο, ένα από τα πιο όμορφα ξενοδοχεία της Ελλάδας, που το 2014 έκλεισε 100 χρόνια ζωής. Από το 2009 λειτουργεί ανακαινισμένο από την οικογένεια Βορδώνη. Όπως αναφέρει ο κ. Μανώλης Βορδώνης, ο Ανάργυρος το προστάτευσε, διασφαλίζοντας ότι δεν μπορεί να πουληθεί από το Ίδρυμα της Αναργυρείου ούτε να αλλάξει χρήση πέρα από αυτήν του ξενοδοχείου. Για τα σχέδια, ο Ανάργυρος με τον αρχιτέκτονά του ταξίδεψαν μέχρι τη νότια Γαλλία, πήραν εικόνες και ιδέες από τα θέρετρα της Γαλλικής Ριβιέρας και τις μετέφεραν στην παραλία των Σπετσών. Βλέποντάς το σήμερα, ανακαινισμένο με βάση το αρχικό πρότυπο, σαστίζει κανείς από την παράξενη ομορφιά ενός τοπόσημου που έχει κάτι ξένο αλλά και κάτι τόσο σπετσιώτικο. Βαμμένο σε ανοιχτόχρωμους τόνους, με πυργίσκους και κίονες, το Ποσειδώνιο συνδυάζει επιρροές και ρεύματα. Το βασικότερο στοιχείο που το διαφοροποιεί από τα πολυτελή καταλύματα της σημερινής εποχής είναι το ότι δεν έχει φαραωνικό μέγεθος. Η είσοδος, το σαλόνι, ο κήπος, η πισίνα είναι φτιαγμένα σε ανθρώπινη κλίμακα κι έτσι ως επισκέπτης αισθάνεσαι άνετα. Διασχίζοντας την εξωτερική πόρτα του Ποσειδωνίου, νιώθεις ότι μέσα κάποιος σε περιμένει.

Όταν οι Σπετσιώτες μιλούν για τις Σπέτσες-11
Η Αναργύρειος και Κοργιαλένειος Σχολή Σπετσών (ΑΚΣΣ) είναι σύμβολο μιας εποχής άνθισης και ακμής του νησιού. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή