Τρεις Ελληνίδες σκηνοθέτιδες γράφουν τη δική τους κινηματογραφική ιστορία

Τρεις Ελληνίδες σκηνοθέτιδες γράφουν τη δική τους κινηματογραφική ιστορία

9' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ως προσωπικότητες τις χωρίζουν πολλά. Έχουν, όμως, αρκετά κοινά. Και οι τρεις είναι άξιες εκπρόσωποι της εξωστρέφειας του ελληνικού σινεμά, με παρουσία στα σημαντικότερα διεθνή φεστιβάλ. Είναι γυναίκες, γεγονός που τις τοποθετεί a priori στον αγώνα κατά των ανισοτήτων στη βιομηχανία. Στέκονται κάτω από την ομπρέλα του #SupportArtWorkers, με πίστη ότι η καταιγίδα της πανδημίας δεν θα τις πνίξει. Συνεχίζουν το δύσκολο έργο της δημιουργίας, την εποχή των κλειστών αιθουσών και των μειωμένων budget. Και ξεχωρίζουν. Αν κάτι μας δίδαξε η τελευταία δεκαετία, είναι ότι οι γυναίκες στο ελληνικό σινεμά υπάρχουν, είναι πρωτοπόρες και μπορούν να επιβληθούν με το έργο τους. Η Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη, η Εύη Καλογηροπούλου και η Ρηνιώ Δραγασάκη είναι τρεις από τις πολλές σκηνοθέτιδες που η λέξη «εσωστρέφεια» δεν τις αφορά.

Τρεις Ελληνίδες σκηνοθέτιδες γράφουν τη δική τους κινηματογραφική ιστορία-1

1/3 Η Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη φοράει βαμβακερή μπλούζα Isabel Marant, Luisa World. Μάλλινη φούστα με απλικέ λουλούδι Magda Butrym και παπούτσια με δαντέλα Aquazzura, Enny Monaco.©Yiorgos Kaplanidis @ THISISNOTANOTHERAGENCY

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΤΖΑΜΑΝΗ

«Έχεις φετίχ με τις μεσαίου μήκους;» τη ρωτάω όταν μου λέει ότι προετοιμάζει μια νέα –40λεπτη– ταινία, μετά τον Ηλεκτρικό κύκνο, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. «Μου αρέσει η φόρμα της και τη θεωρώ παρεξηγημένη. Πάντα δυσκολευόμουν να πω όσα ήθελα στο τέταρτο, θέλω χρόνο. Αγαπημένες μου ταινίες έχουν αυτή τη φόρμα, όπως το US Go Away της Claire Denis». Η ιστορία  εκτυλίσσεται σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο. «Είναι ένα εφηβικό love story, ένα ανατρεπτικό ταξίδι στη θάλασσα που καταλήγει σ’ έναν αρχαίο ελληνικό ναό». Τον τίτλο του φιλμ, Αυτό που δεν ήξερε η Μαίρη, τον οραματίστηκε. «Είχε κολλήσει στο μυαλό μου, χωρίς να ξέρω γιατί. Εκ των υστέρων έμαθα ότι υπάρχει ένα φιλοσοφικό πείραμα με τον ίδιο τίτλο που συγκρίνει την εμπειρία με τη γνώση, με ένα κορίτσι που ονομάζεται Μαίρη και έχει όλες τις γνώσεις καταγεγραμμένες, αλλά έχει περάσει τη ζωή της σε ένα κλειστό δωμάτιο».

Η πανδημία έχει φρενάρει τα σχέδια για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, τον Τιτανικό Ωκεανό, που θέλει να τη γυρίσει στην Ιαπωνία. «Είναι ένα φιλόδοξο project, που το ξεκίνησα πριν από τέσσερα χρόνια. Έχει να κάνει με τα κορίτσια στην Ασία που ακολουθούν το όνειρό τους να γίνουν επαγγελματίες γοργόνες και να μπουν στον χώρο των mermaid shows. Αυτό που με συγκίνησε είναι τα ανθρώπινα όρια, πώς τα ξεπερνάς και πώς μεταβαίνεις στον χώρο του μύθου». Σκέφτομαι τις προηγούμενες ταινίες της, το Washingtonia ή το Limbo, και αναρωτιέμαι από πού προκύπτει το φλερτ της με τον σουρεαλισμό. «Από παιδί ένιωθα ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος με τον οποίο έπρεπε να επικοινωνήσω, αλλά δεν τον έβρισκα. Στις ταινίες μου ψάχνω διαύλους που οδηγούν σε άλλες διαστάσεις. Μεγάλωσα στην Κομοτηνή των ’90s, όταν η τέχνη δεν υπήρχε στον ορίζοντα. Στα 18 μου πήγα στη Θεσσαλονίκη για σπουδές στη Φαρμακευτική – και αυτήν μεταφυσικά την έβλεπα. Ένα χρόνο πριν αποφοιτήσω, άνοιξε το Τμήμα Κινηματογράφου της Καλών Τεχνών και γράφτηκα. Κατάλαβα γρήγορα ότι το σινεμά είναι η οδός μου στη ζωή».

Και τι οδός, αν σκεφτεί κανείς ότι την έφερε στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου (Μπερλινάλε, Κάννες, Βενετία, Λοκάρνο), χαρίζοντάς της πολυάριθμες διακρίσεις. «Είμαι χαρούμενη, αλλά ουδέποτε ήταν αυτοσκοπός. Να σκεφτείς ότι στην αρχή στέλναμε τις ταινίες με το ταχυδρομείο, σε φακελάκια με DVD, με δικό μας κολάζ στο εξώφυλλο! Υπήρχε μια αθωότητα γύρω από αυτό. Σήμερα βιώνω τον χώρο κάπως διαφορετικά. Μου έρχεται συχνά στον νου η εικόνα από το Τhey Live του Carpenter. Με τον απλό οφθαλμό φαινόμαστε όλοι ευαίσθητοι κινηματογραφιστές, αλλά κοιτώντας μέσα από τα μαύρα μαγικά γυαλιά αποκαλύπτεται το αλλοπρόσαλλο μούτρο μας. Είμαστε τα εξωγήινα “festival freaks” που παλεύουμε να κατακτήσουμε τη Γη. Μπορεί να μην πυροβολούμε ο ένας τον άλλο, αλλά παρασιτούμε και συρρικνώνουμε το πολύτιμο σήμα της δημιουργίας. Και χωρίς αυτό, συρρικνώνεται τελικά ο δημιουργός, ο σκηνοθέτης έναντι του programmer, τα σενάρια γεμίζουν παράσιτα απέναντι στις επιτροπές».

Η συζήτηση έρχεται στην καλή και στην κακή πλευρά των μεγάλων διοργανώσεων. «Υπάρχει κάτι γλυκό και υπνωτιστικό σε όλα αυτά, ταξιδεύεις, κινείσαι, ανταλλάσσεις, κοιτάζεις, σε κοιτούν. Bρίσκεις αφορμές να ξεφύγεις από την ελληνική κωλυσιεργία των θεσμών. Μόνο που όταν επιστρέφεις, τη βρίσκεις μπροστά σου. Και ναρκισσιστικά σού επιβάλλει να κάνεις ταινίες κάθε έξι έως επτά χρόνια, αδιαφορώντας πώς επιβιώνεις στο μεταξύ». Μιλάμε για τις ταινίες που την καθόρισαν. To Τwin Peaks του David Lynch, το Swedish Love Story του Roy Anderson, η Τροπική αρρώστια του Apichatpong Weerasethakul, ο Άγριος πλανήτης του René Laloux. Πώς βιώνει, άραγε, την #SupportArtWorkers εποχή; «Θα ήθελα η κρίση αυτή να φέρει ένα πιο υγιές ελληνικό σύστημα παραγωγής και χρηματοδότησης. Το ότι καταθέτεις το σενάριό σου και έχεις απάντηση μετά από δυόμισι χρόνια οφείλει να μας προβληματίσει. Έμεινα δύο χρόνια στο Μπουένος Άιρες και ανακάλυψα μια διαφορετική πραγματικότητα. Εκεί στα τριάντα σου έχεις κάνει ήδη τρεις μεγάλου μήκους ταινίες. Υπάρχει μια διαφορετική παιδεία, που ξεκινά από τις σχολές. Θα ήθελα να χτίσουμε κι εμείς το δικό μας σύστημα. Ανυπομονώ να δω τους νέους Έλληνες κινηματογραφιστές να κάνουν μεγάλα πράγματα».

Τρεις Ελληνίδες σκηνοθέτιδες γράφουν τη δική τους κινηματογραφική ιστορία-2

2/3 Η Εύη Καλογηροπούλου φοράει παλτό από κασμίρι και μεταξωτό ταφτά, Max Mara Boutique. Δερμάτινες μπότες Sergio Rossi, Kalogirou. T-shirt από προσωπική συλλογή.©Yiorgos Kaplanidis @ THISISNOTANOTHERAGENCY

ΕΥΗ ΚΑΛΟΓΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

Η Εύη είναι ο ορισμός του καλλιτέχνη. Μικρή διάβαζε βρετανική Vogue και ονειρευόταν να ζήσει στο Λονδίνο και να κάνει «φίλους της» τον Alexander McQueen και τον Hussein Chalayan. Οι πρώτες στάσεις, βέβαια, της ενήλικης ζωής της ήταν η ΑΣΟΕΕ (το γράφω για τους γονείς της, επειδή το αποσιωπά) και τα φοιτητικά σχήματα της Αριστεράς. Ακολούθησαν πέντε δημιουργικά χρόνια στην Καλών Τεχνών της Αθήνας, μέχρι να φτάσει στη βρετανική πρωτεύουσα, και συγκεκριμένα στο πρόγραμμα Erasmus του Central Saint Martins, για Performance Design Practice. Μεταπήδησε στο Royal College of Art για μεταπτυχιακό στο Contemporary Art Practise στο Moving Image Department, και εν ολίγοις η εμπειρία της από τις εντυπωσιακές της σπουδές καταλήγουν στην εξής διαπίστωση: «Πληρώνεις αδρά τη φήμη αυτών των πανεπιστημίων, αλλά έρχεσαι σε επαφή με ταλαντούχους ανθρώπους, που ανοίγουν τη σκέψη σου. Το Λονδίνο με άλλαξε. Ο διάλογος για έννοιες όπως του φύλου, του σεξισμού, της καταγωγής, της πατριαρχίας είναι έντονος. Είμαι άνθρωπος που αντιδρά στις κοινωνικές ανισότητες, δεν μου άρεσε που σπούδασα σε μια σχολή Καλών Τεχνών όπου οι μόνοι που διδάσκουν είναι άνδρες – υπήρχε ίσως μόνο μία γυναίκα καθηγήτρια. Στο εξωτερικό, όταν το λες, σε κοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια. Όλα αυτά με απασχολούν βαθιά, είναι κομμάτι του τρόπου που θέλω να υπάρχω. Στην Αγγλία έμενα σε μια γειτονιά όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν από διαφορετικές κουλτούρες. Κατάλαβα τα θέματα καταγωγής, αλλά και της δυτικής αποικιοκρατίας στη μετααποικιοκρατική εποχή. Στο Λονδίνο είναι κοινό θέμα στον χώρο της σύγχρονης τέχνης, κάτι που στην Ελλάδα δεν πολυκαταλαβαίνουμε, δυστυχώς».

Το εικαστικό έργο της έχει παρουσιαστεί σε γκαλερί του εξωτερικού, στην Ελλάδα εκπροσωπείται από την Breeder Gallery, η δουλειά της αποτελεί μέρος της Συλλογής του Ιδρύματος Ωνάση, ενώ περιλαμβάνεται στους καλλιτέχνες του Residency in Somerset House Studios στο Λονδίνο. Το κινηματογραφικό της έργο είναι ακόμα πιο λαμπερό, κι ας έχει σκηνοθετήσει μόνο μία ταινία. Το Motorway 65 είναι το ένα από τα έντεκα μίνι φιλμ που επιλέχθηκαν από το Διαγωνιστικό Τμήμα του φετινού Φεστιβάλ Καννών κι έτσι στο τέλος Οκτωβρίου θα ταξιδέψει στην Κρουαζέτ, διεκδικώντας τον Χρυσό Φοίνικα Μικρού Μήκους. «Είμαι κατενθουσιασμένη», αναφωνεί. Η ταινία –με πρωταγωνιστές την Έλλη Τρίγγου, τον Αργύρη Πανταζάρα και την Ξένια Ντάνια– μιλάει για τη ζωή στην Ελευσίνα, για τους μετανάστες και τη θέση της γυναίκας. «Η πόλη έχει κάτι δυστοπικό. Η σύγχρονη όψη της έρχεται σε αντίθεση με την πνευματικότητα του παρελθόντος. Πώς είναι να είσαι γυναίκα ή μετανάστης εκεί; Πόσο καταπιεστική είναι η πατριαρχία και ο κοινωνικός αποκλεισμός λόγω καταγωγής στην περιοχή όπου τελούνταν τα Ελευσίνια Μυστήρια;»

Της αρέσει που φέρνει μια ελληνική ιστορία σε ένα διεθνές φεστιβάλ και έχει προετοιμάσει τον λόγο της σε περίπτωση που κερδίσει το βραβείο. Τι θέλει να πει; «Θα μιλήσω για την πατριαρχία, τον Trump και τη ρατσιστική βία», μου λέει. «Υπάρχει τόση καταχνιά που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Θα το αφιερώσω, όμως, σε όσους νιώθουν αποκλεισμένοι κοινωνικά». Θυμάται τον Γιώργο Λάνθιμο και τις ταινίες του, που υπεραγαπά. Όταν τη ρωτώ αν νιώθει ότι εκπροσωπεί και την Ελλάδα στις Κάννες, μου λέει: «Δεν πιστεύω σε σύνορα. Αγαπώ τους ανθρώπους της χώρας μου, αλλά δεν με συγκινούν οι σημαίες». Μετά τη δοκιμασία των Καννών, θα συνεχίσει την προετοιμασία της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας της – μια ιστορία για την καταπίεση των γυναικών, με μεταφυσικά στοιχεία. «Μάλλον δεν θα μπορούσα να κάνω εύκολα μια ταινία που δεν θα έχει τη γυναίκα ως κεντρικό άξονα, καθώς είμαι γυναίκα και μπορώ να μιλάω και να εκφράζομαι γι’ αυτό κυρίως», καταλήγει.

Τρεις Ελληνίδες σκηνοθέτιδες γράφουν τη δική τους κινηματογραφική ιστορία-3

3/3 Η Ρηνιώ Δραγασάκη φοράει φούστα από μεταξωτό ταφτά και πουλόβερ από μαλλί και κασμίρι, Max Mara Boutique. Δερμάτινα παπούτσια Jimmy Choo, Kalogirou.©Yiorgos Kaplanidis @ THISISNOTANOTHERAGENCY

ΡΗΝΙΩ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗ

Είναι αυτό που λέμε «ήρεμη δύναμη». Ο τρόπος που προσεγγίζει την τέχνη της μοιάζει με τη χαμένη αθωότητα των παιδικών μας χρόνων. Πάρτε για παράδειγμα το Προαύλιο, τη μικρού μήκους ταινία που γύρισε το 2014 και η οποία έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, στο τμήμα Generation 14 Plus, με ταινίες από όλο τον κόσμο που έχουν επίκεντρο τα παιδιά. Ακόμα και το Cosmic Candy, με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κίτσου, το ντεμπούτο της στις μεγάλου μήκους, που έκανε πρεμιέρα στο Fantastic Fest του Τέξας –το πιο δημοφιλές φεστιβάλ είδους στις ΗΠΑ– και διακρίθηκε στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είχε κρυμμένη μια παιδική τρυφερότητα. «Μου αρέσει να γράφω και να σκηνοθετώ ιστορίες για εύθραυστους ανθρώπους», λέει. Αλήθεια, πόσο εύθραυστη νιώθει η ίδια ως κινηματογραφίστρια, μεσούσης της πανδημίας; «Έχω προσαρμοστεί και θεωρώ ότι θα επέλθουν ακόμα μεγαλύτερες αλλαγές. Δεν πιστεύω πως θα χαθεί η αίθουσα, σίγουρα όμως η online προβολή θα αποτελέσει μονόδρομο για καιρό. Από την άλλη, θα επηρεαστεί και το είδος των ταινιών. Αυτή τη στιγμή ο πλανήτης ζει μια κοινή εμπειρία. Δεν μπορεί να μη μας επηρεάσει αυτό στα φιλμ που θα κάνουμε κατά τη μετά Covid-19 εποχή».

Σπούδασε σκηνοθεσία στην Αθήνα, έφυγε στη Βαρκελώνη για μεταπτυχιακό στο ντοκιμαντέρ και, όταν επέστρεψε, εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε κινηματογραφικές ταινίες, σε τηλεοπτικές εκπομπές και στη διαφήμιση. Την πετυχαίνω στο development της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας της, με τίτλο Πανελλήνιος. «Είναι η ιστορία ενός νυχτοφύλακα σ’ έναν γυμναστικό σύλλογο, με στοιχεία μαύρης κωμωδίας και θρίλερ. Παράλληλα έχω στα σκαριά μια ιστορία ενηλικίωσης στα ’90s και ένα ντοκιμαντέρ που ακούει στον τίτλο Αυτοκινητάνθρωποι, όπου μελετώ τον ανθρώπινο χαρακτήρα μέσα από την οδική συμπεριφορά. Μη με ρωτάς τι θα κάνω πρώτο. Οι οικονομικές απαιτήσεις της πρώτης μου μεγάλου μήκους ταινίας με έστρεψαν στην αναζήτηση απλούστερων ιδεών, που μπορούν να πραγματοποιηθούν. Βλέπω ένα τέλος εποχής για τις παραγωγές μεγάλου budget και μια στροφή σε ταινίες είδους».

Πώς νιώθει που το όνομά της έχει ταξιδέψει στην Μπερλινάλε ή στο Clermont-Ferrand; Τι της έμαθε αυτή η διαδρομή; «Κατάλαβα ότι το σινεμά είναι ένα επάγγελμα από το οποίο μπορείς να πληρώνεσαι», μου λέει. «Στη Γαλλία, τα έσοδα από την πώληση μιας ταινίας, αλλά και από τα πνευματικά δικαιώματα, είναι κάτι παραπάνω από αξιοπρεπή. Στην Ελλάδα δεν είναι δεδομένο. Προσωπικά, ασχολούμαι παράλληλα με τον τουρισμό για να μπορέσω να βιοποριστώ». Ως γυναίκα στο σινεμά δεν ένιωσε ποτέ θύμα διακρίσεων. «Δεν αντιμετώπισα σεξισμό, αλλά αυτή είναι η δική μου τυχαία εμπειρία. Ξέρω ότι πολλά πόστα είναι ανδροκρατούμενα, παράλληλα όμως η γυναικεία παρουσία γίνεται όλο και πιο ισχυρή, με κινηματογραφίστριες που ανεβάζουν τον πήχη ψηλά και πρωτοτυπούν». Επιδοκιμάζει την απόφαση της Μπερλινάλε να βάλει τέλος στους όρους «ανδρική» και «γυναικεία» ερμηνεία από το 2021. «Είναι μια απόφαση που δείχνει ουσιαστική ευαισθησία στα ζητήματα φύλου», λέει και προσθέτει: «Θα μου άρεσε να μεταφέρω τη βάση μου στο εξωτερικό και να εκτεθώ στο ενδεχόμενο της σκηνοθεσίας μιας παραγωγής μεγαλύτερου προϋπολογισμού, αλλά περιμένω την ευκαιρία. Από την άλλη, πιστεύω ότι δεν είναι όλοι οι σκηνοθέτες ικανοί για τα πάντα. Πρέπει να μπορείς να καταλαβαίνεις μέχρι πού μπορείς να φτάσεις». 

Photographer: Yiorgos Kaplanidis @ THISISNOTANOTHERAGENCY
Fashion Director: Nicholas Georgiou

– ΒΛΑΣΗΣ ΚΩΣΤΟΥΡΟΣ

Δημοσιεύτηκε στο Vogue.gr – Διαβάστε περισσότερα εδώ 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή